Όισιν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Όισιν ξυπνά τα πνεύματα με τον ήχο της άρπας του, πίνακας του Φρανσουά Ζεράρ (1811)

Ο Όισιν (ιρλανδικά: Oisín, αγγλικά: Ossian ή Osheen, Όσιαν ή Όσεν) είναι θρυλικός Ιρλανδός ήρωας και διάσημος βάρδος του 3ου αιώνα, που σύμφωνα με τον θρύλο ήταν γιος του μυθικού ήρωα Φιν ΜακΚούμχαϊλ. Τα κατορθώματα και των δύο εμφανίζονται στον Φενιανό Κύκλο της ιρλανδικής μυθολογίας.[1]

Ο Όισιν στους λαϊκούς θρύλους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομά του κυριολεκτικά σημαίνει «ελαφάκι, νεαρό ελάφι» γιατί σύμφωνα με τον μύθο ο Όισιν ήταν γιος του θρυλικού Κέλτη ήρωα Φιν ΜακΚούμχαϊλ (Φίνγκαλ) και μιας ελαφίνας, της νεράιδας πριγκίπισσας Σαμπτ, που μεταμορφώθηκε από έναν δρυΐδη σε ελάφι. Έζησαν στα δυτικά των Χάιλαντς της Σκωτίας τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Τόσο ο Φίνγκαλ όσο και ο γιος του Όισιν ήταν αρχηγοί της ομάδας Φιάνα, η οποία αποτελούσε τον μόνιμο στρατό στην αρχαία Ιρλανδία, απολαμβάνοντας τεράστια προνόμια. Η κατάταξη σ'αυτόν τον στρατό παρουσίαζε διάφορες δυσκολίες: όποιος επιθυμούσε να συμμετέχει στην ομάδα έπρεπε να έχει όχι μόνο στρατιωτική ικανότητα, αλλά και να είναι ποιητής και να γνωρίζει τα «12 βιβλία ποίησης». Η χώρα υπέφερε πολύ από μια τόσο προνομιούχα τάξη, η οποία μάλιστα ισχυριζόταν ότι περιόριζε τη βασιλική εξουσία.

Στα τέλη του 3ου αι. ο Ιρλανδός βασιλιάς Καρμπ κήρυξε πόλεμο στους Φιάνα, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τον Όισιν. Η μάχη του Γκόμπαρ υπονόμευσε την κυριαρχία των Φιάνα, αλλά ταυτόχρονα επέφερε βαρύ πλήγμα στις στρατιωτικές δυνάμεις της Ιρλανδίας και άλλαξε ολόκληρη τη δομή της αρχαίας Ιρλανδικής ζωής. Ο τελευταίος των Φιάνα που επέζησε από τη μάχη του Γκόμπαρ ήταν ο Όισιν. [2]

Η Νίαμ και ο Όισιν καθώς το λευκό άλογό τους έτρεχε στα κύματα του ωκεανού, Άλμπερτ Χέρτερ, 1899

Η λαϊκή φαντασία των επόμενων αιώνων προίκισε αυτόν και τον πατέρα του με μια μυθική αύρα. Και οι δύο έγιναν αγαπημένοι ήρωες σε λαϊκές μπαλάντες και παραμύθια: ο Φίνγκαλ - ως εκπρόσωπος ενός λαμπρού παρελθόντος, ο Όισιν, τυφλός και άτυχος, ως ο τελευταίος ήρωας. Ο θρύλος τον κάνει να έχει ζήσει πολύ περισσότερο από μια πιθανή ανθρώπινη ζωή και να ζει ακόμη κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, μέχρι την εμφάνιση του Αγίου Πατρικίου, ο οποίος εκχριστιάνισε την Ιρλανδία, γεγονός που προκάλεσε μια αποφασιστική ήττα στον παλιό παγανιστικό κόσμο της χώρας:

Σύμφωνα με τον μύθο, η Νίαμ, νεράιδα βασίλισσα της χώρας της αιώνιας νιότης Τιρ να Νογκ ανάλογης των Ηλυσίων Πεδίων, μια μέρα τον είδε να κάθεται στην ακτή και καθώς ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει ποτέ τον ερωτεύθηκε. Πέρασε τη θάλασσα με το λευκό της άλογο και του μίλησε για την υπέροχη χώρα της, ο Όισιν έφυγε μαζί της, όπου του φάνηκε ότι έμεινε τρία χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα έμεινε 300. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο γιους και μια κόρη. Ωστόσο, λαχταρούσε να δει τους παλιούς του συμπολεμιστές. Η Νίαμ του δάνεισε το λευκό της άλογο για το ταξίδι, προειδοποιώντας τον να μην κατέβει από αυτό ενώ βρισκόταν στην Ιρλανδία, γιατί μόλις άγγιζε το έδαφος, αυτά τα 300 χρόνια θα τον συνέθλιβαν. Κατά λάθος πάτησε στη γη και ακριβώς όπως προέβλεψε η Νίαμ, μόλις άγγιξε το έδαφος ο Όισιν έγινε ένας εξαθλιωμένος, τυφλός γέροντας. Τότε είναι που συναντήθηκε με τον Αγ. Πατρίκιο στον οποίο φέρεται να διηγήθηκε τις ιστορίες της Φιάνα.

Μετά τη δολοφονία του γιου του Όσκαρ, η αρραβωνιαστικιά του τελευταίου Μαλβίνα τον φρόντισε, ηλικιωμένο και τυφλό πλέον ποιητή, που στο τέλος της ζωής του ύμνησε στα έργα του τις ηρωικές πράξεις του Φίνγκαλ, του Όσκαρ και των άλλων συμπολεμιστών τους.[3]

Στους πρώιμους θρύλους, ο Όισιν δεν αναφέρεται ως ποιητής. Ο αδελφός του Φέργκους ο Γλυκόφωνος ήταν βάρδος.

Ο Όισιν και η Μαλβίνα, Τζόναθαν Πίτερ Κραφτ, 1810

Στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οσσιανός, αφηγητής και υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς ποιημάτων που δημοσιεύθηκαν από τον Σκωτσέζο Τζέιμς Μακφέρσον τη δεκαετία του 1760, βασίζεται στο πρότυπο του Όισιν, αν και ο Μακφέρσον δημιούργησε ένα σύνθετο μείγμα της παραδοσιακής φιγούρας του θρυλικού βάρδου και ήρωα της μυθολογίας και ενός ποιητή δικής του εφεύρεσης. [4]

Ο Μακφέρσον ισχυρίστηκε ότι είχε μεταφράσει τα ποιήματά του από αρχαία σκωτσέζικα γαελικά κείμενα. Αυτά τα ποιήματα είχαν μεγάλη επιτυχία και άσκησαν σημαντική επιρροή σε πολλούς συνθέτες, ζωγράφους και συγγραφείς της ρομαντικής εποχής, μεταξύ των οποίων ο Γκαίτε, ο νεαρός Γουόλτερ Σκοτ, ο Μπάιρον, ο Ούγκο Φόσκολο, αν και η αυθεντικότητά τους είχε ήδη αμφισβητηθεί εκείνη την εποχή. Πολυάριθμες μελέτες έχουν αποδείξει ότι ο Μακφέρσον εμπνεύστηκε τα ποιήματά του από αυθεντικές γαελικές μπαλάντες, αλλά τις προσάρμοσε στην ευαισθησία της εποχής του αλλάζοντας χαρακτήρες και ιδέες και προσθέτοντας το μεγαλύτερο μέρος μόνος του.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]