Οπλομαχία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η οπλομαχία ή μονομαχία ήταν η ονομασία που είχε δοθεί από τους Αρχαίους Έλληνες στην ξιφασκία με βαρύ οπλισμό, ως αντιπαράθεση προς τους αγώνες γυμνής πάλης (πάλη, πυγμή και παγκράτιο).

Η οπλομαχία έκανε την εμφάνισή της από την εποχή του Ομήρου, ο οποίος περιέγραφε μονομαχία μεταξύ του Διομήδη και του Αίαντα[1].

Η ξιφασκία είχε ιδιαίτερη πέραση στους Έλληνες από τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Πλάτων αναφέρθηκε στο έργο του υπό τον τίτλο Λάχης τα αδέρφια Ευθύδημο και Διονυσόδωρο, τα οποία και παρουσίασε ως ιδιαιτέρως εγνωσμένης αξίας εκπαιδευτές στην χρήση όπλων[2]. Παράλληλα, ενέταξε το συγκεκριμένο άθλημα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ιδανικής, σύμφωνα με τον ίδιο, πόλης[3]. Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο συγκεκριμένος τύπος επαγγελματία εκπαιδευτικού έλαβε την ονομασία του οπλομάχου, ενώ είχε ως ρόλο την εκμάθηση των βασικών επί της ξιφασκίας στους νέους στην διάρκεια της εφηβείας τους, αντίστοιχης της σύγχρονης στρατιωτικής υπηρεσίας.

Η οπλομαχία ήταν μέρος του προγράμματος ορισμένων αγώνων, ιδιαίτερα στη Σάμο[4] και τα Θησεία της Αθήνας[5].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Hoplomachie της Γαλλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).