Οπάλιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οπάλιος
Οπάλιος
Γενικά
ΚατηγορίαΟξείδια, Ομάδα χαλαζία
Χημικός τύποςSiO2.νH2O[1]
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα1,98 - 2,25 gr/cm3, μ.ό. 2,09 gr/cm3[2]
ΧρώμαΠοικίλλει
Σύστημα κρυστάλλωσηςΆμορφος
Κρύσταλλοι-
Υφή-
ΔιδυμίαΌχι
Σκληρότητα5,5 - 6[2]
ΣχισμόςΔεν υφίσταται[3]
ΘραύσηΚογχοειδής έως ανώμαλη[3]
ΛάμψηΥαλώδης, κηρώδης
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΠλεοχρωισμόςΌχι
ΔιαφάνειαΔιαφανής, αδιαφανής
ΑνευρίσκεταιΚυρίως Αυστραλία, Περού, Τανζανία, ΗΠΑ< Ρωσία. Ανευρίσκεται παγκόσμια.[4]
Παραλλαγές-

Ο οπάλιος είναι ορυκτό της ομάδας του χαλαζία, με χημική σύσταση ενύδρου οξειδίου του πυριτίου SiO2.νH2O. Ο οπάλιος είναι άχρωμος, αλλά άχρωμες παραλλαγές του ανευρίσκονται σπάνια, καθώς προσμείξεις που αναμειγνύνονται κατά τον σχηματισμό του τού προσδίδουν πολλές αποχρώσεις, που εκτείνονται από κίτρινο έως ερυθρό (οφείλονται σε οξείδια του σιδήρου) έως μαύρο (οφείλονται σε οξείδια του μαγγανίου και οργανικό άνθρακα). Οι μαύρες πικιλίες είναι σχετικά σπάνιες και ιδιαίτερα ακριβές.[5] Οι ιριδισμοί του οπαλίου οφείλονται στην εξής ιδιότητά του: Το οξείδιο του πυριτίου σχηματίζει μικρά σφαιρίδια, κανονικά διαταγμένα, ανάμεσα στα οποίο διειδύει το (κρυσταλλικό) νερό. Τα σφαιρίδια, έτσι, διαθλούν το φως και το αναλύουν στα χρώματα του ορατού φάσματος (το φαινόμενο ααφέρεται ως "οπαλίωση" (opalescence). Τα μικρότερου μεγέθους σφαιρίδια προσδίδουν αποχρώσεις γαλάζιου και πράσινου, τα μεγαλύτερου μεγέθους προσδίδουν όλες τις αποχρώσεις. Οπάλιοι ερυθρών αποχρώσεων οφείλουν το χρώμα τους σε μεγάλου μεγέθους σφαιρίδια και είναι εξαιρετικά σπάνιοι.[2]

Ο οπάλιος σχηματίζεται ως απόθεση τρεχούμενων νερών και αυτός είναι ο λόγος που εμφανίζεται σε ποικίλες μορφές, όπως συσσωματώματα, φλεβίδια, σταλακτιτικής μορφής συσσωματώσεις και επικαλύψεις εν είδει φλοιού. Είναι περισσότερο άφθονος σε ηφαιστειακά πετρώματα, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου συνυπάρχουν θερμές πηγές. Σχηματίζει, επίσης, ψευδομορφές σε ξύλο ή άλλες οργανικές ύλες αντικαθιστώντας την γύψο, αστρίους, ασβεστίτη και άλλα ορυκτά. Επειδή το διοξείδιο του πυριτίου απορροφάται από οργανισμούς όπως τα διάτομα, ο οπάλιος αποτελεί σημαντικό τμήμα σε πολλές ιζηματογενείς αποθέσεις.[5] Το απολιθωμένο δάσος της Λέσβου αποτελείται, κυρίως, από οπάλιο.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του οπαλίου, ορισμένες αποτελούν πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. Ορισμένα τεχνήματα από οπάλιο, ηλικίας χιλιάδων ετών, έχουν ανακαλυφθεί στην Ανατολική Αφρική. Ήδη από το 250 π.Χ. οι Ρωμαίοι κοστολογούσαν τον οπάλιο, ο οποίος εικάζεται ότι μεταφερόταν στη Ρώμη από την Ανατολική Ευρώπη, η οποία ήταν η κύρια πηγή οπαλίου κατά την αρχαιότητα.[2] Στην Αυστραλία ο οπάλιος που ανακαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα δεν έτυχε, αρχικά, ευνοϊκής υποδοχής από τις ευρωπαϊκές αγορές, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα η τιμή του άρχισε να αυξάνεται και το 1932 η Αυστραλία έγινε η κύριος παραγωγός οπαλίου στον κόσμο και παραμένει ως σήμερα.[2] Οι περιοχές απ' όπου εξάγεται οπάλιος είναι το Κουήνσλαντ και η Νέα Νότια Ουαλία. Στην περιοχή "Lightning Ridge" υφίσταται ο ιδιαίτερα σπάνιος (και ακριβός) μαύρος οπάλιος.[5]

Αποθέσεις λευκού οπαλίου απαντούν στην Ιαπωνία, ερυθρού στο Μεξικό και ορισμένες μορφές πολύτιμου λίθου στην Ινδία, στη Νέα Ζηλανδία και στις δυτικές ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μέρος οπαλίων που αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας κατά την αρχαιότητα, προερχόταν από περιοχές που σήμερα ανήκουν στη Σλοβακία.[5]

Οι κοινές μορφές (όχι πολύτιμες) του οπαλίου εξορύσσονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως λειαντικά, μονωτικά, φίλτρα και συστατικά κεραμικών κατασκευών.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]