Νόσος του Γουίλσον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νόσος του Γουίλσον
Το Kayser-Fleischer ring καφέ δαχτυλίδι στην άκρη της ίριδας είναι κοινό στη νόσο του Wilson, ειδικά όταν νευρολογικά συμπτώματα είναι παρόντα.
Ειδικότηταενδοκρινολογία
Συμπτώματαοίδημα, ίκτερος, αλλαγές προσωπικότητας, blue nails, face of the giant panda sign και Δακτύλιος Κάισερ-Φλέισερ
Ταξινόμηση
ICD-10E83.0
ICD-9275.1
OMIM277900
DiseasesDB14152
MedlinePlus000785
eMedicinemed/2413
MeSHD006527

Η νόσος του Wilson ή ηπατοφακοειδής εκφύλιση είναι μία κληρονομική αυτοσωματική υπολειπόμενη γενετική διαταραχή κατά την οποία ο χαλκός συσσωρεύεται στους ιστούς. Εκδηλώνεται με νευρολογικά ή ψυχιατρικά συμπτώματα και ως ασθένεια του ήπατος. Αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή που μειώνει την απορρόφηση του χαλκού ή αφαιρεί την περίσσεια του χαλκού από το σώμα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις η μεταμόσχευση ήπατος είναι απαραίτητη.[1]

Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου ΑΤΡ7Β στο χρωμόσωμα 13. Μια μη φυσιολογική μετάλλαξη του γονιδίου παρουσιάζεται σε 1 στους 100 ανθρώπους, οι οποίοι δεν εκδηλώνουν κανένα σύμπτωμα (είναι φορείς) διότι το φυσιολογικό γονίδιο είναι το κυρίαρχο και το ελαττωματικό είναι το υπολειπόμενο. Εάν ένα παιδί κληρονομήσει το γονίδιο και από τους δύο γονείς μπορεί να αναπτύξει νόσο του Wilson. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στην ηλικία μεταξύ 6 και 20 ετών, αλλά έχουν αναφερθεί περιπτώσεις σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.[1] Η νόσος του Wilson εμφανίζεται σε 1 έως 4 ανά 100.000 ανθρώπους. Η νόσος του Wilson πήρε το όνομά της από τον Samuel Alexander Kinnier Wilson (1878-1937), Βρετανό νευρολόγο που πρώτος περιέγραψε την κατάσταση το 1912.

Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κύρια όργανα συσσώρευσης χαλκού είναι το ήπαρ και ο εγκέφαλος, και κατά συνέπεια η ηπατική νόσος και νευροψυχιατρικά συμπτώματα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που οδηγούν στην διάγνωση.[1] Τα άτομα με ηπατικά προβλήματα τείνουν να χρήζουν ιατρικής φροντίδας νωρίτερα, γενικά σαν παιδιά ή έφηβοι, από εκείνους με νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα, οι οποίοι τείνουν να είναι στη δεκαετία των είκοσι ή μεγαλύτεροι. Μερικοί εντοπίζονται μόνο επειδή συγγενείς τους έχουν διαγνωστεί με τη νόσο του Wilson. Πολλοί από αυτούς, όταν εξετάζονται, αποδεικνύεται ότι έχουν εμφανίσει συμπτώματα της πάθησης αλλά δεν έχουν διαγνωστεί.[2]

Ηπατική νόσος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηπατική νόσος μπορεί να παρουσιαστεί σαν κόπωση, αυξημένη τάση για αιμορραγία ή σύγχυση (που οφείλεται σε ηπατική εγκεφαλοπάθεια) και πυλαία υπέρταση. Η τελευταία, μια κατάσταση κατά την οποία η πίεση στην πυλαία φλέβα είναι σημαντικά αυξημένη, οδηγεί σε κιρσούς οισοφάγου, τα αιμοφόρα αγγεία στον οισοφάγο μπορεί να αιμορραγήσουν σε απειλητικό για τη ζωή βαθμό καθώς και σε διεύρυνση της σπλήνας και συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Κατά την εξέταση, ενδείξεις χρόνιας ηπατικής νόσου, όπως αραχνοειδείς σπίλοι (μικρά διεσταλμένα αιμοφόρα αγγεία, συνήθως στο στήθος), μπορεί να παρατηρηθούν. Χρόνια ενεργή ηπατίτιδα έχει προκαλέσει κίρρωση του ήπατος στα περισσότερα άτομα από τη στιγμή που αυτά αναπτύσσουν συμπτώματα. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι με κίρρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο ηπατοκυτταρικού καρκινώματος (καρκίνος του ήπατος), ο κίνδυνος αυτός είναι σχετικά πολύ χαμηλός για τη νόσο του Wilson.[1]

Στο 5% των ανθρώπων η διάγνωση γίνεται μόνο όταν αυτοί αναπτύσσουν οξεία ηπατική ανεπάρκεια, συχνά στο πλαίσιο μιας αιμολυτικής αναιμίας (αναιμία εξαιτίας της καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Αυτό οδηγεί σε ανωμαλίες στην παραγωγή πρωτεϊνών (που προσδιορίζονται από διαταραγμένη πήξη) και στον μεταβολισμό από το ήπαρ. Ο διαταραγμένος μεταβολισμός των πρωτεϊνών οδηγεί στη συσσώρευση των άχρηστων ουσιών, όπως η αμμωνία, στην κυκλοφορία του αίματος. Όταν αυτές ερεθίζουν τον εγκέφαλο, το άτομο αναπτύσσει ηπατική εγκεφαλοπάθεια (σύγχυση, κώμα, σπασμούς και, τέλος, απειλητικό για τη ζωή οίδημα του εγκεφάλου).[1]

Νευροψυχιατρικά συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περίπου μισοί από τους ανθρώπους με νόσο του Wilson έχουν νευρολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα. Οι περισσότεροι αρχικά έχουν ήπια γνωστική υποβάθμιση και αδεξιότητα, καθώς και αλλαγές στη συμπεριφορά. Συγκεκριμένα νευρολογικά συμπτώματα ακολουθούν έπειτα, συχνά με τη μορφή του παρκινσονισμού[3] (δυσκαμψία - σημείο τροχού - βραδυκινησία ή επιβράδυνση των κινήσεων και η έλλειψη ισορροπίας είναι τα πιο κοινά χαρακτηριστικά παρκινσονισμού) με ή χωρίς ένα τυπικό τρέμουλο χεριού, δυσαρθρία, αταξία (έλλειψη συντονισμού) ή δυστονία (συστροφή και επαναλαμβανόμενες κινήσεις του μέρος του σώματος). Επιληπτικές κρίσεις και ημικρανία φαίνεται να είναι πιο συχνές στη νόσο του Wilson.[1] Η κρίση/γνώση μπορεί επίσης να επηρεαστεί στη νόσο του Wilson. Αυτό εμφανίζεται σε δύο, μη αλληλοαποκλειόμενες, κατηγορίες, ως διαταραχή μετωπιαίου λοβού (μπορεί να παρουσιαστεί ως παρορμητικότητα, μειωμένη κρίση, απάθεια και εκτελεστική δυσλειτουργία με κακό προγραμματισμό και αδυναμία λήψης αποφάσεων) και υποφλοιώδης άνοια (μπορεί να παρουσιαστεί ως βραδύτητα σκέψης, απώλεια μνήμης και εκτελεστική δυσλειτουργία, χωρίς ενδείξεις αφασίας, απραξία ή αγνωσία). Προτείνεται ότι αυτές οι γνωστικές διαταραχές σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με τις ψυχιατρικές εκδηλώσεις της ασθένειας.[3]

Ψυχιατρικά προβλήματα που οφείλονται στη νόσο του Wilson μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές συμπεριφοράς, κατάθλιψη, άγχος και ψύχωση.[1] Τα ψυχιατρικά συμπτώματα παρατηρούνται συχνά μαζί με τα νευρολογικά συμπτώματα, σπάνια εκδηλώνονται μόνα τους. Αυτά τα συμπτώματα συχνά δεν είναι σαφώς καθορισμένα και μπορούν να αποδοθούν σε άλλες αιτίες. Λόγω αυτού, η διάγνωση της νόσου του Wilson γίνεται σπάνια όταν μόνο τα ψυχιατρικά συμπτώματα είναι παρόντα.[3]

Άλλα συστήματα οργάνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφορες παθολογικές καταστάσεις έχουν συνδεθεί με τη συσσώρευση του χαλκού στη νόσο του Wilson:

  • Μάτια: Kayser-Fleischer δακτύλιοι (KF δακτύλιοι) μπορεί να είναι ορατοί γύρω από την ίριδα. Προέρχονται κυρίως από την εναπόθεση του χαλκού στη μεμβράνη του Δεσκεμέτειου υμένα του κερατοειδούς. Δεν συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους και μπορεί να είναι ορατές μόνο σε εξέταση σχισμοειδούς λυχνίας (slit lamp). Η νόσος του Wilson συνδέεται επίσης με καταρράκτη ηλίανθο(sunflower cataracts), καφέ ή πράσινο χρώμα του προσθίου και οπισθίου περιφακίου (lens capsule). Δεν προκαλεί σημαντική απώλεια της όρασης. Δακτύλιοι KF συμβαίνουν στο 66% των περιπτώσεων, πιο συχνά σε άτομα με νευρολογικά απ' ό,τι με ηπατικά προβλήματα.[1] KF rings occur in 66% of cases, more often in those with neurological than with liver problems.[2]
  • Νεφροί: οξέωση νεφρικών σωληναρίων (renal tubular acidosis), μια διαταραχή χειρισμού του διττανθρακικού από το εγγύς σωληνάρια οδηγεί σε νεφρασβέστωση (nephrocalcinosis) (συσσώρευση ασβεστίου στα νεφρά), εξασθένηση των οστών (λόγω του ασβεστίου και της απώλειας φωσφορικού άλατος) και περιστασιακά αμινοξυουρία (aminoaciduria) (απώλεια αμινοξέων, που απαιτούνται για την πρωτεϊνική σύνθεση).[1]
  • Καρδιά: η μυοκαρδιοπάθεια (αδυναμία του καρδιακού μυός) είναι ένα σπάνιο αλλά αναγνωρισμένο πρόβλημα στη νόσο του Wilson. Μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια (συσσώρευση υγρού εξαιτίας μειωμένης λειτουργίας της αντλίας) και σε καρδιακές αρρυθμίες (επεισόδια ακανόνιστων και / ή ασυνήθιστα γρήγορων ή αργών καρδιακών χτύπων).[1]
  • Ορμόνες: Υποπαραθυρεοειδισμό (υπολειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων, που οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου), υπογονιμότητα και καθ’έξιν αποβολή.[1]

Γενετική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νόσος του Wilson έχει ένα αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας.

Το γονίδιο για τη Νόσο του Wilson (ATP7B) χαρτογραφήκε στο χρωμόσωμα 13 (13q14.3) και εκφράζεται πρωτίστως στο ήπαρ, στο νεφρό και στον πλακούντα. Το γονίδιο κωδικοποιεί έναν P-τύπο (κατιονικού ενζύμου μεταφορά) ATPάσης που μεταφέρει χαλκό μέσα στη χολή και το ενσωματώνει στην κερουλοπλασμίνη. Μεταλλάξεις ανιχνεύονται στο 90%. Οι περισσότεροι (60%) είναι ομόζυγοι για ATP7B μεταλλάξεις (δύο μη φυσιολογικά αντίγραφα), και 30% έχουν μόνο ένα μη φυσιολογικό αντίγραφο. 10% δεν εμφανίζουν ανιχνεύσιμη μετάλλαξη.[2] Παρόλο που 300 μεταλλάξεις του ATP7B έχουν περιγραφεί, στους περισσότερους πληθυσμούς τα περιστατικά της Νόσου Wilson οφείλονται σ’ έναν μικρό αριθμό συγκεκριμένων μεταλλάξεων γι’ αυτόν τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στους δυτικούς πληθυσμούς η H1069Q μετάλλαξη (αντικατάσταση της ιστιδίνης από γλουταμίνη στη θέση 1069 της πρωτείνης) εμφανίζεται στο 37-63% των περιστατικών, ενώ στην Κίνα αυτή η μετάλλαξη είναι πολύ ασυνήθιστη και η R778L (αργινίνη σε λευκίνη στην 778) βρίσκεται πιο συχνά. Σχετικά λίγα είναι γνωστά όσον αφορά το αντίκτυπο ποικίλων μεταλλάξεων, παρόλο που η H1069Q μετάλλαξη φαίνεται να προμηνύει καθυστερημένη εκδήλωση και κατά κύριο λόγο νευρολογικά προβλήματα, σύμφωνα με κάποιες μελέτες.[1][4] Μία φυσιολογική ποικιλία στο PRNP γονίδιο μπορεί να τροποποιήσει την πορεία της νόσου καθυστερώντας την ηλικία έναρξης και επηρεάζοντας τον τύπο των συμπτωμάτων που αναπτύσσονται. Αυτό το γονίδιο παράγει πρωτογενή πρωτείνη, η οποία είναι ενεργή στον εγκέφαλο και σε άλλους ιστούς και ακόμα φαίνεται να εμπλέκεται στη μεταφορά του χαλκού.[5] Ένας ρόλος για το ApoE γονίδιο αρχικά υποπτεύφθηκε αλλά δε μπόρεσε να επιβεβαιωθεί.[4] Η νόσος κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Προκειμένου να την κληρονομήσει κάποιος, πρέπει και οι δύο γονείς ενός ατόμου να φέρουν από ένα προσβεβλημένο γονίδιο. Οι περισσότεροι δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό για τη νόσο.[4] Άτομα με μόνο ένα μη φυσιολογικό γονίδιο καλούνται φορείς (ετεροζυγώτες) και μπορεί να εμφανίζουν ήπιες, αλλά κλινικά ασήμαντες, ανωμαλίες στο μεταβολισμό του χαλκού.[6] Η Νόσος του Wilson είναι η πιο κοινή από την κατηγορία των κληρονομικών ασθενειών που προκαλούν υπερφότωση του χαλκού στο συκώτι. Όλες μπορούν να προκαλέσουν κύρρωση σε μικρή ηλικία. Δεν υπάρχουν μεταλλάξεις σχετιζόμενες με το ATP7B: για παράδειγμα, η ICC έχει συνδεθεί με μεταλλάξεις στο KRTP και στο KRT18 γονίδιο.[4]

Παθοφυσιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κανονική απορρόφηση και κατανομή του χαλκού. Cu = χαλκός, CP = κερουλοπλασμίνη, πράσινο= ATP7B γονίδιο που κουβαλάει χαλκό.

Το σώμα μας χρειάζεται τον χαλκό για να επιτελέσει μια σειρά από λειτουργίες. Ο χαλκός λειτουργεί κυρίως ως συμπαράγοντας για διάφορα ένζυμα, όπως η σερουλοπλασμίνη, η οξειδάση του κυτοχρώματος c, η β-υδροξυλάση της ντοπαμίνης, η δισμουτάση του υπεροξειδίου και η τυροσινάση.[4] Ο χαλκός εισέρχεται στον οργανισμό μέσω του πεπτικού σωλήνα. Μια πρωτεΐνη μεταφορέας στα κύτταρα του λεπτού εντέρου, ο μεμβρανικός μεταφορέας του χαλκού 1 (CMT1), μεταφέρει χαλκό στο εσωτερικό των κυττάρων, όπου ένα μέρος του συνδέεται με μεταλλοθειονίνη, ενώ ένα άλλο μεταφέρεται συνδεδεμένο με το ATOX1 σε ένα οργανίδιο γνωστό ως σύστημα Golgi. Από εδώ, ένα ένζυμο που ονομάζεται ATP7A ελευθερώνει χαλκό στην πυλαία φλέβα στο ήπαρ ως απάντηση στην αύξηση των συγκεντρώσεων του χαλκού. Τα ηπατικά κύτταρα φέρουν, επίσης, την CMT1 πρωτεΐνη, μεταλλοθειονίνη και το ATOX1 που δεσμεύεται στο εσωτερικό του κυττάρου. Το ATP7B συνδέει τον χαλκό με σερουλοπλασμίνη και τον απελευθερώνει στην κυκλοφορία του αίματος, καθώς επίσης ρυθμίζει και την απομάκρυνση της περίσσειας του χαλκού με την έκκριση του στη χολή. Και οι δύο λειτουργίες του ATP7B παρουσιάζουν διαταραχές στη νόσο του Wilson. Ο χαλκός συσσωρεύεται στον ιστό του ήπατος. Η σερουλοπλασμίνη συνεχίζει να εκκρίνεται, αλλά σε μια μορφή που δεν περιέχει χαλκό (ονομάζεται αποσερουλοπλασμίνη) και αποδομείται ταχέως στην κυκλοφορία του αίματος.[4]

Όταν η ποσότητα του χαλκού στο ήπαρ ξεπερνάει κατά πολύ την ποσότητα των πρωτεϊνών που φυσιολογικά δεσμεύονται σε αυτόν, προκαλείται οξειδωτική βλάβη, μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως Χημεία Fenton[νεκρός σύνδεσμος]. Αυτή η βλάβη τελικά οδηγεί σε χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, ίνωση (εναπόθεση συνδετικού ιστού) και κίρρωση. Το ήπαρ απελευθερώνει επίσης χαλκό στην κυκλοφορία του αίματος που δεν είναι συνδεδεμένος με σερουλοπλασμίνη. Αυτή η ποσότητα του ελεύθερου χαλκού καθιζάνει σε όλο το σώμα, αλλά κυρίως στα νεφρά, τα μάτια και τον εγκέφαλο. Στον εγκέφαλο, ο περισσότερος χαλκός εναποτίθεται στα βασικά γάγγλια, ιδιαίτερα στην ωχρά σφαίρα και το κέλυφος που μαζί αποτελούν το φακοειδή πυρήνα. Οι περιοχές αυτές φυσιολογικά συμμετέχουν στο συντονισμό της κίνησης και παίζουν σημαντικό ρόλο στις ψυχομετρικές διαδικασίες, όπως την επεξεργασία των ερεθισμάτων και τη ρύθμιση της διάθεσης. Βλάβη σε αυτές τις περιοχές, και πάλι από Χημεία Fenton, προκαλεί τα νευροψυχιατρικά συμπτώματα που παρατηρούνται στη νόσο του Wilson.[4] Δεν είναι σαφές γιατί η νόσος του Wilson προκαλεί αιμόλυση, αλλά ποικίλες έρευνες δίνουν στοιχεία στα οποία φαίνεται ότι τα υψηλά επίπεδα του ελεύθερου (μη δεσμευόμενου με σερουλοπλασμίνη) χαλκού έχουν άμεση επίπτωση και στην οξείδωση της αιμοσφαιρίνης[νεκρός σύνδεσμος], με αναστολή των ενζύμων που προμηθεύουν με ενέργεια τα ερυθρά αιμοσφαίρια, αλλά και σε βλάβες στην κυτταρική μεμβράνη.[7]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοποθεσία των βασικών γαγγλίων, το τμήμα του εγκεφάλου που επηρεάζεται από τη νόσο του Wilson.

Η νόσος του Wilson μπορεί να θεωρηθεί πιθανή με βάση κάποιο από τα συμπτώματα που αναφέρονται παραπάνω ή όταν ένας στενός συγγενής έχει διαγνωστεί με τη νόσο. Οι περισσότεροι έχουν ελαφρά μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας όπως αυξημένα επίπεδα ηπατικής τρανσαμινάσης, της τρανσαμινάσης της αλανίνης και της χολερυθρίνης. Εάν η ηπατική βλάβη είναι σημαντική, η λευκωματίνη μπορεί να μειωθεί λόγω της αδυναμίας των κατεστραμμένων ηπατικών κυττάρων να την παράγουν. Επίσης ο χρόνος ζωής της προθρομβίνης(μια δοκιμασία της πήξης του αίματος ) μπορεί να παραταθεί καθώς το ήπαρ δεν μπορεί να συνθέσει πρωτεΐνες που είναι γνωστές ως παράγοντες πήξης.[1] Τα επίπεδα της αλκαλικής φωσφατάσης είναι σχετικά χαμηλά σε άτομα με νόσο του Wilson,που σχετίζονται με οξεία ηπατική ανεπάρκεια.[8] Εάν υπάρχουν νευρολογικά συμπτώματα συνήθως πραγματοποιείται μαγνητική τομογραφία(MRI) του εγκεφάλου: αυτό δείχνει υψηλές εντάσεις στο μέρος του εγκεφάλου που ονομάζεται βασικά γάγγλια στον Τ2 καθορισμό. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει επίσης το χαρακτηριστικό μοτίβο «πρόσωπο ενός γιγάντιου πάντα».[6] MRI may also demonstrate the characteristic "face of the giant panda" pattern.[9] Δεν υπάρχει καμία απολύτως αξιόπιστη εξέταση για τη νόσο του Wilson αλλά τα επίπεδα της σερουλοπλασμίνης και του χαλκού στο αίμα, καθώς και η ποσότητα του χαλκού που αποβάλλεται στα ούρα κατά τη διάρκεια 24 ωρών, χρησιμοποιούνται από κοινού για να σχηματίσουν μια εικόνα για την ποσότητα του χαλκού στο σώμα. Η ιδανικότερη δοκιμασία είναι η βιοψία ήπατος.[1]

Σερουλοπλασμίνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα επίπεδα της σερουλοπλασμίνης είναι ασυνήθιστα χαμηλά (<0,2 g / L) στο 80-95% των περιπτώσεων.[1] Ωστόσο μπορεί να υπάρχει σε φυσιολογικά επίπεδα σε άτομα με συνεχή φλεγμονή, όπως είναι μια πρωτεΐνη οξείας φάσης. Χαμηλά επίπεδα σερουλοπλασμίνης βρίσκονται επίσης στη νόσο Menkes και την ασερουλοπλασμιναιμία με τις οποίες σχετίζονται αλλά πιο σπανια από τη μόσο του Wilson.[1][6] Ο συνδυασμός των νευρολογικών συμπτωμάτων, Kayser-Fleisher δαχτυλιδιών και ένα χαμηλό επίπεδο σερουλοπλασμίνης θεωρείται επαρκής για τη διάγνωση της νόσου του Wilson. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, χρειάζονται περαιτέρω εξετάσεις.[6]

Χαλκός στον ορό και στα ούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη νόσο του Wilson τα επίπεδα χαλκού στον ορό είναι παραδόξως χαμηλά ενώ στα ούρα είναι αυξημένα. Τα ούρα συλλέγονται για 24 ώρες σε ένα μπουκάλι με επένδυση χωρίς χαλκό. Επίπεδα πάνω από 100 μg/24h (1,6 μmol/24h) επιβεβαιώνουν τη νόσο του Wilson και τα επίπεδα άνω των 40 μg/24h (0,6 μmol/24h) είναι έντονα ενδεικτικά.[1] Τα υψηλά επίπεδα χαλκού στα ούρα δεν είναι το μοναδικά για τη νόσο του Wilson: μερικές φορές παρατηρούνται στην αυτοάνοση ηπατίτιδα και στη χολόσταση(κάθε ασθένεια που εμποδίζει τη ροή της χολής από το ήπαρ στο λεπτό έντερο).[6]

Στα παιδιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί η δοκιμασία πενικιλαμίνης. Χορηγείται από το στόμα μια δόση πενικιλαμίνης των 500 mg και συλλέγονται ούρα για 24 ώρες. Εάν περιέχουν πάνω από 1600μg (25 μmol) πενικιλαμίνης είναι αξιόπιστη ένδειξη για νόσο του Wilson. Η δοκιμή αυτή δεν έχει επικυρωθεί σε ενήλικες.[6]

Βιοψία ήπατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη στιγμή που άλλες έρευνες δείχνουν νόσο του Wilson, η ιδανική εξέταση είναι η αφαίρεση ενός μικρού ποσού ηπατικού ιστού μέσω βιοψίας ήπατος. Στη συνέχεια εξετάζεται μικροσκοπικά για το βαθμό στεάτωσης και κίρρωσης, και η ιστοχημεία και ο ποσοτικός προσδιορισμός του χαλκού χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της σοβαρότητας της συσσώρευσης του χαλκού. Επίπεδα των 250μg/gr χαλκού σε αποξηραμένο ηπατικό ιστό επιβεβαιώνουν νόσο του Wilson. Περιστασιακά έχουν βρεθεί χαμηλότερα επίπεδα χαλκού: στην περίπτωση αυτή, ο συνδυασμός των ευρημάτων της βιοψίας με όλες τις άλλες εξετάσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίσημη διάγνωση της νόσου.[1]

Στα αρχικά στάδια της νόσου, η βιοψία δείχνει συνήθως στεάτωση (εναπόθεση λιπαρών υλών), αυξημένο γλυκογόνο στον πυρήνα καθώς και περιοχές που έχουν νεκρωθεί(κυτταρικός θάνατος).Σε πιο προχωρημένο στάδιο της νόσου, οι μεταβολές που παρατηρούνται είναι παρόμοιες με εκείνες που παρατηρούνται στην αυτοάνοση ηπατίτιδα, όπως η διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα τμηματική νέκρωση και ίνωση (ουλώδης ιστός). Τέλος, σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, κίρρωση είναι το βασικό εύρημα. Στην οξεία ηπατική ανεπάρκεια, παρατηρείται εκφύλιση των κυττάρων του ήπατος και κατάρρευση της δομής του ηπατικού ιστού, συνήθως με φόντο κιρρωτικές αλλαγές. Ιστοχημικές μέθοδοι για ανίχνευση χαλκού είναι αναξιόπιστες και θεωρούνται ανεπαρκείς για τον καθορισμό διάγνωσης.[6]

Γενετικός Έλεγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπορεί να πραγματοποιηθεί ανάλυση της μετάλλαξης του γονιδίου ATP7B, καθώς και άλλων γονιδίων που συνδέονται με τη συσσώρευση χαλκού στο ήπαρ. Όταν η μετάλλαξη έχει επιβεβαιωθεί, είναι πιθανό να ελεγχθούν μέλη της οικογένειας για την ασθένεια ως μέρος της κλινικής οικογενειακής γενετικής συμβουλευτικής.[1]

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, συστήνεται μια διατροφή χαμηλής πρόσληψης χαλκού αποφεύγοντας μανιτάρια, ξηρούς καρπούς, σοκολάτα, αποξηραμένα φρούτα, συκώτι και όστρακα.[1]

Φαρμακευτική Αγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποικιλία θεραπειών είναι διαθέσιμες για τη Νόσο του Wilson. Κάποιες αυξάνουν την απομάκρυνση του χαλκού από το σώμα, ενώ άλλες αποτρέπουν την απορρόφηση του με σωστή διατροφή.

Γενικά, η πενικιλλαμίνη είναι η πρώτης επιλογής θεραπεία που χρησιμοποιείται. Αυτή δεσμεύει το χαλκό (αποσιδήρωση) και οδηγεί σε απέκρισσή του από τα ούρα. Ως εκ τούτου, η παρακολούθηση της ποσότητας του χαλκού στα ούρα μπορεί να γίνει για να εξασφαλίσει ότι μία επαρκής υψηλή δόση προσλαμβάνεται. Η πενικιλαμίνη ωστόσο παρουσιάζει και κάποια προβλήματα: περίπου το 20% έχουν παρενέργειες ή επιπλοκή στη θεραπεία με πενικιλαμίνη, όπως λύκο επαγόμενο από φάρμακο (προκαλεί πόνους στους συνδέσμους και εξανθήματα στο δέρμα) ή μυασθένια (νευρική κατάσταση που οδηγεί σε αδυναμία των μυών). Σε αυτούς που εμφανίζουν νευρολογικά συμπτώματα, σχεδόν οι μισοί εμφανίζουν μία παράδοξη επιδείνωση των συμπτωμάτων τους. Κι ενώ το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σ’ άλλες θεραπείες για τη νόσο, συνήθως λαμβάνεται ως ένδειξη για τη διακοπή της πενικιλαμίνης και την έναρξη μίας δεύτερης σε σειρά θεραπείας.[1][6] Μη ανεκτικοί σε πενικιλαμίνη μπορούν αντ’ αυτού να ξεκινήσουν υδροχλωρική τριεντίνη, η οποία επίσης έχει δεσμευτικές ιδιότητες. Κάποιοι προτείνουν/ συστείνουν την τριεντίνη σαν πρώτη θεραπεία, αλλά η εμπειρία με πενικιλαμίνη είναι πιο εκτενής.[6] Ένας περαιτέρω παράγοντας με γνωστή δραστηριότητα στη Νόσο Wilson είναι ο τετραθειομόλυβδος. Αυτός βέβαια ακόμα θεωρείται ως πειραματικός παράγοντας[6], παρόλου που μερικές μελέτες έχουν δείξει ευεργετικό αποτέλεσμα.[1]

Μόλις όλα τα αποτελέσματα επιστρέψουν στα φυσιολογικά, ο ψευδάργυρος (συνήθως με μορφή του οξικού άλατός του zinc acetate που συνταγογραφείται ως Wilzin) μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί για χηλικούς παράγοντες για να διατηρήσει σταθερά επίπεδα χαλκού στο σώμα. Ο ψευδάργυρος διεγείρει τη μεταλλοθειονίνη, μια πρωτείνη στα εντερικά κύτταρα που δεσμεύει χαλκό και αποτρέπει την απορρόφηση και μεταφορά της στο συκώτι. Η θεραπεία με ψευδάργυρο συνεχίζεται εκτός εάν τα συμπτώματα επαναληφθούν, ή εάν η ουρική απέκκριση του χαλκού αυξηθεί.[6]

Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου καμία από του στόματος θεραπεία δεν είναι δραστική, ειδικά στη νευρολογική εκδήλωση της νόσου, διμεκαπρόλη είναι ακόμα περιστασιακά απαραίτητη. Αυτή η θεραπεία γίνεται με ένεση ενδομυϊκά (μέσα στο μυ) κάθε λίγες εβδομάδες για ένα διάστημα και έχει έναν αριθμό από ανεπιθύμητα αποτελέσματα όπως ο πόνος.[10]

Οι άνθρωποι που είναι ασυμπτωματικοί (π.χ. αυτοί που διαγνώστηκαν με προσυμπτωματικό έλεγχο οικογένειας ή λόγω μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων σε εξετάσεις) πρέπει να θεραπεύονται, γιατί η συσσώρευση του χαλκού μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες βλάβες στο μέλλον. Παρόλα αυτά δεν είναι σαφές αν αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται καλύτερα με πενικιλλαμίνη ή οξικό ψευδάργυρο.[6]

Φυσικοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φυσικοθεραπεία είναι ευεργετική για τους ασθενείς με τη νευρολογική μορφή της νόσου. Η θεραπεία χηλικού χαλκού που χρησιμοποιείται μπορεί να χρειαστεί έως και έξι μήνες για να αρχίσει να έχει αποτέλεσμα, και έτσι η φυσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αταξίας, της δυστονίας, και του ρίγους, καθώς προλαμβάνει και την ανάπτυξη των συσπάσεων που μπορεί να προκύψουν από τη δυστονία.[11]

Μεταμόσχευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεταμόσχευση ήπατος είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο του Wilson, αλλά χρησιμοποιείται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, λόγω των πολλών κινδύνων και των επιπλοκών που έχει η διαδικασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε άτομα με οξεία ηπατική ανεπάρκεια που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, ή σε άτομα με προχωρημένη χρόνια ηπατική νόσο. Μεταμόσχευση ήπατος αποφεύγεται σε σοβαρές νευροψυχιατρικές ασθένειες, στις οποίες το όφελος δεν έχει αποδειχθεί.[1][6]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 Ala A, Walker AP, Ashkan K, Dooley JS, Schilsky ML (2007). «Wilson's disease». Lancet 369 (9559): 397–408. doi:10.1016/S0140-6736(07)60196-2. PMID 17276780. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Merle U, Schaefer M, Ferenci P, Stremmel W (2007). «Clinical presentation, diagnosis and long‐term outcome of Wilson's disease: a cohort study». Gut 56 (1): 115–20. doi:10.1136/gut.2005.087262. PMID 16709660. PMC 1856673. http://gut.bmj.com/cgi/content/full/56/1/115. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Lorincz MT (2010). «Neurologic Wilson's disease». Annals of the New York Academy of Sciences 1184: 173–87. doi:10.1111/j.1749-6632.2009.05109.x. PMID 20146697. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1749-6632.2009.05109.x/full. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 de Bie P, Muller P, Wijmenga C, Klomp LW (November 2007). «Molecular pathogenesis of Wilson and Menkes disease: correlation of mutations with molecular defects and disease phenotypes». J. Med. Genet. 44 (11): 673–88. doi:10.1136/jmg.2007.052746. PMID 17717039. PMC 2752173. http://jmg.bmj.com/cgi/content/full/44/11/673. 
  5. Grubenbecher S, Stüve O, Hefter H, Korth C (2006). «Prion protein gene codon 129 modulates clinical course of neurological Wilson disease». Neuroreport 17 (5): 549–52. doi:10.1097/01.wnr.0000209006.48105.90. PMID 16543824. 
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 Roberts EA, Schilsky ML (2003). «A practice guideline on Wilson disease» (PDF). Hepatology 37 (6): 1475–92. doi:10.1053/jhep.2003.50252. PMID 12774027. http://www3.interscience.wiley.com/cgi-bin/fulltext/106595824/PDFSTART. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Lee, G. Richard· Paraskevas, Frixos· Foerster, John· Lukens, John· Parodi, Juan Carlos, επιμ. (1999). «Chapter 48: acquired hemolytic anaemias resulting from direct effects of infectious, chemical or physical agents». Wintrobe's clinical hematology. vol 1 (10th έκδοση). Williams & Wilkins. σελ. 1298. ISBN 0-683-18242-0. 
  8. Shaver WA, Bhatt H, Combes B (1986). «Low serum alkaline phosphatase activity in Wilson's disease». Hepatology 6 (5): 859–63. doi:10.1002/hep.1840060509. PMID 3758940. 
  9. Das SK, Ray K (September 2006). «Wilson's disease: an update». Nat Clin Pract Neurol 2 (9): 482–93. doi:10.1038/ncpneuro0291. PMID 16932613. http://www.nature.com/nrneurol/journal/v2/n9/full/ncpneuro0291.html. 
  10. Walshe JM (July 1996). «Treatment of Wilson's disease: the historical background». QJM 89 (7): 553–5. PMID 8759497. https://archive.org/details/sim_qjm_1996-07_89_7/page/553. 
  11. Brewer GJ, Askari FK (2005). «Wilson's disease: clinical management and therapy». Journal of Hepatology 42 (Suppl 1): 13–21. doi:10.1016/j.jhep.2004.11.013. PMID 15777568. http://www.jhep-elsevier.com/article/PIIS0168827804005318/fulltext. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Conor, Michael (2004). Βασικές αρχές ιατρικής γενετικής. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδης. ISBN 9789603992158. 
  • Φαίδων Χαρσουλής· Δημήτριος Βακάλης, επιμ. (2004). Παθοφυσιολογία: Παθολογική φυσιολογία. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. ISBN 978-960-12-1278-4. 
  • [1] Αρχειοθετήθηκε 2011-03-08 στο Wayback Machine., News Medical- Νόσος του Wilson

Επιπρόσθετες συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]