Ο Νικολάε Β΄ Πατράσκου, ρουμαν.: Nicolae Pătraşcu, Petrașco ή Petrașcu, με την επίκλιση Nicolae Vo(i)evod, εκκλησιαστική σλαβική και ρουμανική κυριλλική γλώσσα: Нєколає or Николає Воєвод π. 1580 – τέλη 1627), ήταν ο τιτουλάριος πρίγκιπας της Βλαχίας, μοναχογιός του Μιχαήλ Β΄ του Γενναίου και της ντοάμνα Στάνκας, και υποτιθέμενος εγγονός του Πατράσκου του Καλού. Η πρώιμη παιδική του ηλικία συνέπεσε με τη γρήγορη άνοδο του Μιχαήλ Β΄ στις τάξεις του βαγιάρου, που κορυφώθηκε το 1593, όταν ο Μιχαήλ Β΄ έγινε πρίγκιπας και ο Νικολάε ο κληρονομικός διάδοχός του. Καθώς άρχισε μια προσπάθεια χειραφέτησης της Βλαχίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο Μιχαήλ Β΄ χρησιμοποίησε τον γιο του σε συμμαχίες με τη Γερμανική αυτοκρατορία και το πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας, προτείνοντάς τον είτε ως όμηρο είτε για γάμο. Κατά την είσοδό του στον Μακρύ Τουρκικό Πόλεμο με τη χριστιανική πλευρά, ο Μιχαήλ Β΄ διαπραγματεύτηκε επίσης μια διευθέτηση με τους Οθωμανούς, προσφέροντας και πάλι τον Νικολάε ως εγγύηση.
Με την ενίσχυση της συμμαχίας του Μιχαήλ Β΄ με τη μοναρχία των Αψβούργων το 1599, ο Νικολάε συμμετείχε στην κατάκτηση της Τρανσυλβανίας από τον Μιχαήλ Β΄. Τον Δεκέμβριο του 1599 στάλθηκε πίσω στη Βλαχία για να κυβερνήσει ως πρίγκιπας, ενώ ο Μιχαήλ Β΄ ανέλαβε την άμεση διοίκηση της Τρανσυλβανίας, και στη συνέχεια κατέκτησε τη Μολδαβία. Ορισμένα αρχεία υποδηλώνουν ότι ο Νικολάε θεωρούνταν, ή θεωρούσε τον εαυτό του, πρίγκιπα(ς) της Μολδαβίας, αν και αυτός ο τίτλος ήταν πιο πιθανό να τον κατείχε ένας εξάδελφός του, ο Μάρκου Τσερτσέλ. Στα τέλη του 1600, η Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και η Μολδαβία εισέβαλαν στη Βλαχία και έδιωξαν τον Νικολάε, αντικαθιστώντας τον με τον Σιμιόν Μοβιλά. Ο Μιχαήλ Β΄ εκδιώχθηκε επίσης από την Τρανσυλβανία από τον πρώην σύμμαχό του Τζόρτζιο Μπάστα και μια μεγάλη φατρία της Ουγγρικής αριστοκρατίας, . Κατά τη διαπραγμάτευση της ειρήνης του με τον τελευταίο, έστειλε τον Νικολάε και τη Στάνκα ως ομήρους. Τους ανατέθηκε η κυριότητα του Τζιλάου, αλλά, μετά από συγκρούσεις μεταξύ του Μπάστα και των Ούγγρων, οδηγήθηκαν από τους τελευταίους σε σκληρότερη φυλάκιση στην ακρόπολη Φαγκαράς. Ο Μπάστα δολοφόνησε τον Μιχαήλ Β΄ τον Αύγουστο του 1601, αλλά στη συνέχεια απελευθέρωσε την οικογένεια, με τον φαινομενικά υπέρ των Αψβούργων Νικολάε να διεκδικεί τον θρόνο της Βλαχίας.
Το 1602 το στέμμα της Βλαχίας πήγε στον Ράντου Σερμπάν του Κοϊάνι, ο οποίος προηγουμένως ήταν ο οινοχόος (paharnic) του Nικολάε. Ακρωτηριασμένος από τον αντίπαλό του, ο Nικολάε εγκαταστάθηκε στο αρχιδουκάτο της Αυστρίας, προσχωρώντας στην περιφερειακή Αυλή του Φερδινάνδου Β΄ των Αψβούργων. Αργότερα μετακόμισε στην Αψβουργική Ουγγαρία, ζώντας κυρίως στο Tύρναου με τη δική του ακολουθία. Ξεκίνησε δικαστικές διαμάχες για τα περιουσιακά στοιχεία τού πατέρα του, τα οποία είχαν κατασχεθεί από την αυτοκρατορία, και ξεκίνησε να διασώσει τη μνήμη του, ενώ παράλληλα ενεπλάκη σε συνωμοσίες για την ανάκτηση της Βλαχίας. Από το 1610, συμφιλιώθηκε με τον Ράντου Σερμπάν, έγινε ο postelnic του και τον βοήθησε στην εκστρατεία του στο Μπούρτσενλαντ. Υποδέχτηκε τον μεγαλύτερο πρίγκιπα στην εξορία, αφού τον καθαίρεσαν από τους Οθωμανούς το 1611, και δύο χρόνια αργότερα νυμφεύτηκε την κόρη του, Άνα. Από τότε μέχρι το 1620, οι δύο πρώην πρίγκιπες συμμετείχαν σε αντι-οθωμανικά σχέδια, στα οποία συμμετείχαν επίσης ο δούκας του Νεβέρ, ο Μοβιλέστι και ο Γκασπάρ Γκρατσιάνι.
Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, που ξεκίνησε μετά την κατάκτηση του αυτοκρατορικού θρόνου του Φερδινάνδου το 1619, ο Νικολάε και ο Ράντου Σερμπάν εντάχθηκαν σε έναν συνασπισμό των Αψβούργων εναντίον της Τρανσυλβανίας του Γκάμπριελ Μπέθλεν. Οι ίδιοι εκδιώχθηκαν από το Tύρναου από την επίθεση του Μπέθλεν, και οι δύο απεβίωσαν από ποδάγρα (ουρική αρθρίτιδα) ο ένας επτά χρόνια από τον άλλο, αφήνοντας την οικογένεια σε εξαθλίωση. Στη δεκαετία του 1640 ο γιος τού Nικολάε, Μιχαήλ κλήθηκε από τον πρίγκιπα της Βλαχίας Mατέι Μπασαράμπ να γίνει διάδοχός του, αλλά αυτό το αίτημα δεν ταίριαζε στις πολιτικές των Αψβούργων, και απορρίφθηκε. Στη χήρα του Νικολάε και στην κόρη του Ιλίνκα επετράπη να περάσουν, και οι δύο τους επαναπάτρισαν τα λείψανα και των δύο πριγκίπων, τα οποία τάφηκαν μαζί στο Μοναστήρι Κομάνα. Η Iλίνκα έπειτα παντρεύτηκε έναν υψηλόβαθμο βογιάρο, τον Ιστρατίε Λεουρντεάνου.
Ο θυρεός του Νικολάε Πατράσκου, σε γαλλική εκδοχή, 1616.
Ο θυρεός του Ράντου Σερμπάν στην ίδια γαλλική έκδοση.
Μία παραλλαγή της σφραγίδας του 1600, που παριστά λέοντες με ξίφος και τον Νικολάε με τον πατέρα του ως υποστηρικτές
*Matei Cazacu, "Stratégies matrimoniales et politiques des Cantacuzène sous la Turcocratie (XVe–XVIe s.)", in Revue des Études Roumaines, Vols. XIX–XX, 1995–1996, pp. 157–181.
Constantin Gane, Trecute vieți de doamne și domnițe. Vol. I. Bucharest: Luceafărul S. A., [1932].
Mihai Georgiță, "Mihai Viteazul și creștinătatea sud-dunăreană", in Revista Crisia, Vol. XXXIX, 2009, pp. 153–171.
Carl Göllner, "Beziehungen der Rumanischen Wojewoden Radu Șerban, Nicolae Petrașcu und Gaspar Graziani zur Milice chrétienne", in Revue des Études Sud-est Européennes, Vol. VI, Issue 1, 1968, pp. 71–83.
N. Grigoraș, "De același sînge cu moldovenii", in Magazin Istoric, May 1975, pp. 7–10.
I. Ionașcu, Biserici, chipuri și documente din Olt, Vol. I. Craiova: Ramuri, 1934. OCLC935559527
"Prefață", in Studiĭ și documente cu privire la istoria romînilor. IV: Legăturile Principatelor romîne cu Ardealul; de la 1601 la 1699. Povestire și izvoare, pp. I–CCCXIX. Bucharest: Stabilimentul grafic I. V. Socecŭ, 1902. OCLC895358710
Legături descoperite de D. M. Beza cu mănăstirile Meteorele din Tesalia. Cu o notă despre Nicolae-Vodă Petrașcu, fiul lui Mihai. Bucharest: Monitorul Oficial & Cartea Românească, 1934.
Radu Mârza, "Implicarea familiei în diplomație la Mihai Viteazul: practica trimiterii familiei proprii ca ostatică la partenerii politici", in Revista Bistriței, Vol. XII–XIII, 1999, pp. 73–83.
Ștefan Mihăilescu, "Nicolae Petrașcu Voievod", in Studii și Materiale Privitoare la Trecutul Istoric al Jud. Prahova, Vol. II, 1969, pp. 41–50.
Claudiu Neagoe, "'Uniuni dinastice' și proiecte matrimoniale între Țările Române în a doua jumătate a veacului al XVI-lea", in Argesis. Studii și Comunicări. Seria Istorie, Vol. XI, 2002, pp. 195–202.
Maria-Venera Rădulescu, "Marcu, fiul principelui Petru Cercel (1583–1585). Cahle medievale descoperite la Cerbureni, jud. Argeș, și la Târgoviște, jud. Dâmbovița (Curtea Domnească și zona Bisericii Stelea)", in Muzeul Național, Vol. XXV, 2013, pp. 47–66.
Constantin Rezachevici,
"Viața științifică. Originea lui Mihai Viteazul. Dezbateri în cadrul Comisiei de genealogie și heraldică", in Revista Istorică, Vol. 29, Issue 12, December 1976, pp. 1989–1991.
"Doi poeți, un personaj și adevărul. 'Banul Mărăcine' – un domn necunoscut", in Magazin Istoric, October 1998, pp. 53–58.
"Mihai Viteazul: itinerarul moldovean", in Magazin Istoric, May 2000, pp. 5–11.
Dan Simonescu, "Cronica lui Baltasar Walther despre Mihai Viteazul în raport cu cronicile interne contemporane", in Studii și Materiale de Istorie Medie, Vol. III, 1959, pp. 7–100.
Ioan Slavici, "Nepotul lui Mihaiŭ-Voda Viteazul", in Vatra, Vol. I, Issue 13, 1894, pp. 385–390.
N. Stoicescu, Dicționar al marilor dregători din Țara Românească și Moldova. Sec. XIV–XVII. Bucharest: Editura enciclopedică, 1971. OCLC822954574