Νικηφόρος Βρυέννιος (εθνάρχης)
Νικηφόρος Βρυέννιος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 11ος αιώνας Αδριανούπολη |
Θάνατος | 1058 |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Περίοδος ακμής | Δεκαετία του 1050 |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος[1] John Bryennios |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | εθνάρχης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | στρατηγός |
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος (άκμασε 1060-1057) ήταν σημαντικός Βυζαντινός στρατηγός, εθνάρχης (διοικητής) των ξένων μισθοφόρων. Συμμετείχε στις εξεγέρσεις εναντίον της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας Μακεδόνων και του διαδόχου της Μιχαήλ ΣΤ΄.
Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Καταγόταν από την Αδριανούπολη και από τα μέσα του 11ου αι. ανήλθε στο να γίνει ο εθνάρχης (υπεύθυνος) των ξένων μισθοφόρων στο θέμα της Μακεδονίας.[2] Εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1050 όταν οι Πετσενέγκοι, που είχαν εισβάλλει στις Βαλκανικές επαρχίες εδώ και έτη, έπαθαν βαριά ήττα από αυτόν. Η νίκη αυτή σταμάτησε τις επιδρομές τους για χρόνια.[3] Στις αρχές του 1055 ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (1042-55), σύζυγος της Ζωής ήταν έτοιμος να αποβιώσει· οι σύμβουλοί του, κυρίως ο Ιωάννης λογοθέτης του Δρόμου, τον έπεισαν να δώσει το θρόνο στο δούκα του θέματος Βουλγαρίας, τον Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Ωστόσο τα σχέδιά τους ακυρώθηκαν από τη Θεοδώρα, αδελφή της Ζωής, που -λίγο πριν την αποβίωση του Κωνσταντίνου Θ΄- βγήκε από τη μονή, που είχε αποσυρθεί και ανακηρύχθηκε από τη βασιλική Φρουρά Αυτοκράτειρα (1055-56).[4][5] Ακολούθησε εκκαθάριση των ανώτατων αξιωματικών και της ηγεσίας του στρατού της Ευρώπης. Ο Βρυέννιος, που τα δυτικά τάγματά του θα ήθελαν να τον δουν αυτοκράτορα, απολύθηκε και εξορίστηκε.[2][6]
Το επόμενο έτος απεβίωσε η Θεοδώρα, τελευταία της Δυναστείας των Μακεδόνων και ο Βρυέννιος επέστρεψε στην Αυλή. Στην αναστάτωση των ημερών οι αριστοκράτες έθεσαν τον Μιχαήλ ΣΤ΄ τον στρατιωτικό στο θρόνο (1056-57), ο οποίος αποκατέστησε τον Βρυέννιο στον βαθμό του, αλλά αρνήθηκε να του επιστρέψει τα κατασχεθέντα κτήματα και την περιουσία αυτού.[7] Το 1057 τον διέταξε με 3.000 άνδρες να ενισχύσει τον στρατό της Καππαδοκίας· ο Βρυέννιος έφυγε από τη Βασιλεύουσα με οργή και άρχισε να σχεδιάζει την έξωση του Μιχαήλ ΣΤ΄. Εκεί ένας αντιπρόσωπος του Αυτοκράτορα αναιρούσε τις διαταγές του Νικηφόρου· τότε ο Βρυέννιος του επιτέθηκε, τον χτύπησε και τον φυλάκισε. Οι αξιωματικοί του κατάλαβαν από αυτό ότι ο Νικηφόρος ήταν έτοιμος να στασιάσει.[8] Ελευθέρωσαν τον αξιωματούχο, συνέλαβαν τον Βρυέννιο, τον τύφλωσαν και τον έστειλαν στη φυλακή. Η σύλληψή του ακύρωσε την εξέγερση και έφερε έναν άλλο στρατηγό, τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό στο θρόνο (1057-59).[2][6]
Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νυμφεύτηκε την κουροπαλάτισσα Άννα[2] και είχε τέκνα:
- Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος, στρατηγός που στασίασε το 1077 εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-78) και συνέχισε την εξέγερσή του εναντίον του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-81). Νικήθηκε στη μάχη των Καλαβρυών από τον λέξιο Α΄ Κομνηνό και τυφλώθηκε. Γιος του ή εγγονός του ήταν ο:
- Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος, στρατηγός και ιστορικός, νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α΄, επίσης ιστορικό.[9]
- Ιωάννης, υποστήριξε στη στάση τον αδελφό του, που τον έκανε δομέστικο των Σχολών (αρχηγό του Στρατού). Μετά την αποτυχία της εξέγερσης συνελήφθηκε από τη Φρουρά των Βαράγγων και σκοτώθηκε.[2]
Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Finlay, George (1853). History of the Byzantine Empire from 716–1057. William Blackwood & Sons.
- Garland, Linda (1999), Byzantine Empresses: Women and Power in Byzantium AD 527–1204, Routledge, ISBN 978-0-415-14688-3
- Kazhdan, Alexander, ed. (1991), Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, ISBN 978-0-19-504652-6
- Treadgold, Warren T. (1997), A History of the Byzantine State and Society, Stanford, CA: Stanford University Press, ISBN 978-0-8047-2630-6