Νεφρίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νεφρίτης από Καλιφόρνια - ΗΠΑ με ιδιαίτερα χαρακτηριστική πιληματώδη όψη

Ο Νεφρίτης (αγγλικά: Nephrite) είναι ορυκτό του ασβεστίου του μαγνησίου και του Πυριτίου, παραλλαγή του ακτινολίθου της ομάδας των αμφιβόλων. Ο χημικός τύπος είναι Ca2(Mg, Fe)5Si8O22(OH)2. Μαζί με τον ιαδεΐτη, της ομάδας των πυροξένων αποκαλούνται ιάσπιδες ή ιασπίδες («Ίασπις»)(jade).

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νεφρίτης παρουσιάζεται στα συσσωματώματα ακτινολίθου σε μικροκρυσταλλοφυή μορφή, ή πιληματώδη (εξογκώσεις σε μορφή πίλων - καπέλων), ή τελείως στιφρά (συμπαγή) με σχιστοφυή ιστό, έχει χρώμα κυρίως σκούρο πράσινο (μερικές φορές κίτρινο-καφέ ή λευκό), ενώ ο ιαδεΐτης, που είναι πιο σπάνιος, απαντάται ομοίως με περισσότερους χρωματικούς κόκκους.
Οι νεφρίτες γενικά απαντώνται σε πετρώματα με σερπεντίνη ή σε κροκάλες και λατύπες, παρουσιάζουν σκληρότητα 5,5 - 6,5 και ειδικό βάρος 2,9 - 3,1, είναι διαφώτιστοι στα άκρα παρουσιάζοντας θαμπή σελαγίζουσα (καταυγάζουσα) λάμψη. Εκ του γεγονότος αυτού χρησιμοποιούνται κυρίως ως διακοσμητικές πέτρες σε όπλα - ξίφη, γλυπτά, είδη χειροτεχνίας, και ως ημιπολύτιμοι λίθοι.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την αρχαιολογική έρευνα οι νεφρίτες φέρονται να ήταν γνωστοί από την αρχαιότητα και μάλιστα στην Ευρώπη από τη νεολιθική εποχή, αλλά και σε χώρες της Ασίας (Κίνα), της ΝΑ. Ασίας, σε νήσους του Ειρηνικού, όπως επίσης γνωστή ήταν και η χρήση τους, παραμένει όμως άγνωστο πως τους ονόμαζαν. Το σύγχρονο όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική ως «νεφρός λίθος» που πιθανολογείται ότι δόθηκε είτε από το χρώμα που παρουσιάζουν οι «πέτρες στα νεφρά», ή ως θεραπευτική χρήση κατά των παραπάνω. Από την ελληνική οι Ρωμαίοι τον ονόμασαν «Lapis nephriticus». Στη συνέχεια έλαβε διάφορες παρεμφερείς ονομασίες.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ. Γ΄ (συμπλήρωμα), σελ. 822.