Μπάντζο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπάντζο

Το μπάντζο είναι έγχορδο μουσικό όργανο με μια λεπτή μεμβράνη πιεσμένη πάνω από μια κορνίζα ή κοιλότητα ώστε να σχηματίζει ένα αντηχείο. Τυπικά η μεμβράνη αυτή είναι κυκλική και συνήθως καμωμένη από πλαστικό ή σε ορισμένες περιπτώσεις από δέρμα ζώου. Οι παλιότερες μορφές του οργάνου διαμορφώθηκαν απ' τους Αφροαμερικανούς στις ΗΠΑ. Το μπάντζο σχετίζεται συχνά με λαϊκή, μπλουγκράς ή κάντρι μουσική και έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε ροκ, ποπ ή χιπ χοπ. Αρκετές ροκ μπάντες όπως οι Ιγκλς, οι Λεντ Ζέπελιν και οι Γκέιτφουλ Ντεντ έχουν χρησιμοποιήσει το πεντάχορδο μπάντζο στα τραγούδια τους. Ιστορικά, το μπάντζο κατέλαβε την κεντρική θέση στη Μαύρη Αμερικάνικη παραδοσιακή μουσική και στη λαϊκή κουλτούρα των αγροτικών λευκών προτού μπει και επικρατήσει μέσω των παραστάσεων μινστρέλ του 19ου αιώνα. Κατά μήκος μαζί με το βιολί το μπάντζο είναι ένας στυλοβάτης των Αμερικάνικων στυλ μουσικής όπως μπλουγκράς και παλαιότερου καιρού μουσική. Επίσης έχει χρησιμοποιηθεί πολύ συχνα στην Ντίξιλαντ Τζαζ[1] τόσο καλά όσο σε διάφορα είδη Καραϊβικής μουσικής όπως η μπιγκίν, η καλύψο[2] και η μέντο.

Ιστορικό σημείωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά πρότυπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύγχρονο μπάντζο προέρχεται από όργανα για τα οποία έχει καταγραφεί πως χρησιμοποιούνταν στη Βόρεια Αμερική και στην Καραϊβική από το 17ο αιώνα απ' τους υπόδουλους οι οποίοι προέρχονταν απ' τη Νότια και Κεντική Αφρική. Τα Αφρικανικού στυλ όργανά τους φιλοτεχνήθηκαν από σπασμένες κολοκύθες με δέρματα ζώων τεντωμένα απέναντί τους. Οι χορδές ήταν από έντερα ζώων ή από φυτικές ίνες και ήταν στερεωμένες πάνω σ' έναν ξύλινο λαιμό. Γραπτές αναφορές για τη χρήση του μπάντζου στη Βόρεια Αμερική και στην Καραϊβική εμφανίζονται το 17ο και το 18ο αιώνα. Η παλαιότερη γραπτή ένδειξη για ένα όργανο παρόμοιο με το μπάντζο είναι του 17ου αιώνα: Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον περιγράφοντας την Γκάμπια έγραψε για ένα όργανο σαν το μπάντζο το οποίο ονόμασε μπάσο. Ο όρος μπάντζο έχει πολλές ετυμολογικές σημασίες, μια προερχόμενη απ' τη Γλώσσα Μαντίνκα η οποία δίνει στην Γκάμπια το όνομα της πρωτεύουσάς της.[3] Μια άλλη σημασία τον συνδέει με το Δυτικοαφρικανικό ακόντινγκ.[4] Το ακόντινγκ αποτελείται από ένα μακρύ λαιμό από μπαμπού ο οποίος ονομάζεται μπαντζόι. Το υλικό κατασκευής του λαιμού το οποίο ονομάζεται μπαν τζούλο στη Γλώσσα Μαντίνκα και πάλι δίνει το όνομα της πρωτεύουσας της Γκάμπια(Μπαντζούλ). Στην ερμηνεία αυτή ο όρος Μπαντζούλ έγινε ένα είδος επωνύμου για το ακόντινγκ που με τον καιρό πέρασε τον Ατλαντικό. Το όνομα του οργάνου μπορεί επίσης να προέρχεται απ' τη Γλώσσα Κιμβούντου και τη λέξη μπάνζα, η οποία είναι δάνεια λέξη απ' τα Πορτογαλικά με αποτέλεσμα τον όρο μπάντσα. Η χρήση του όρου μπάντσα καταγράφηκε πολύ νωρίς.[5] Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης(OED) αναφέρει πως ο όρος μπάντζο προήλθε από τη διαλεκτική προφορά της Πορτογαλικής λέξης μπαντόρε[6] ή από την Αγγλοποιήση της Ισπανικής λέξης μπαντουρία[7] η οποία έγινε πολύ παλιά. Ωστόσο υπάρχει και η αντίθετη απόδειξη η οποία υποστηρίζει οριστικά πως οι όροι μπαντόρε και μπαντουρία άρχισαν να χρησιμοποιούνται όταν οι Ευρωπαίοι συνάντησαν το μπάντζο ή τις συγγενείς ποικιλίες του να χρησιμοποιούνται από ανθρώπους Αφρικανικής καταγωγής, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς όρους για το όργανο όπως μπάντσα. Διάφορα όργανα στην Αφρική αναμεταξύ των οποίων η κόρα[8] κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι πως το σώμα του οργάνου κατασκευάζεται από δέρμα κεφαλής ζώου και κολοκύθα.[9] Τα Αφρικανικά αυτά όργανα διαφέρουν απ' τα παλιά Αφροαμερικανικά μπάντζα στο ότι οι λαιμοί τους δεν κατέχουν Δυτικού στυλ ταστιέρα και μανταλάκια συντονισμού αλλά αντίθετα έχουν λαιμούς με χορδές επισυναπτόμενες σ' αυτούς με βρόχους για συντονισμό. Ένα άλλο όργανο το οποίο πιθανώς να συγγενεύει με το μπάντζο είναι το ακόντινγκ. Όπως είδαμε και πιο πάνω αυτό είναι ένα είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στη Σενεγάλη, στην Γκάμπια και στη Γουινέα Μπισάου. Αε δούμε τώρα πώς ονομάζονται περιληπτικά οι λαοί των τριών αυτών χωρών.[10]. Υπάρχουν κι άλλα παρόμοια με το μπάντζο όργανα. Ένα απ' αυτά είναι το ξάλαμ της Σενεγάλης.[11] Ένα δεύτερο είναι το νγκόνι.[12] Οι τρεις αυτές χώρες σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο το οποίο ονομάζεται περιληπτικά Γουασουλού. Μια πιο μεγάλη εκδοχή του νγκόνι η οποία είναι πολύ γνωστή είναι το γκίμπρι.[13] Υπάρχουν και πολλά άλλα όργανα παρόμοια με το μπάντζο, τα οποία έχουν κατασκευαστεί σε πολλά διαφορετικά μέρη του Κόσμου. Αναφέρονται, για παράδειγμα, τα εξής:

  • Το σάνξιαν[14]
  • Το σάμισεν[15]
  • Το ταρ[16] και
  • Το σιντίρ[17].

Τα όργανα αυτά αναφέρονται επιπρόσθετα επί του συνόλου των πολλών Αφρικανικών οργάνων τα οποία αναγράφηκαν πιο πάνω. Παλιά, μπάντζο Αφρικανικής επιρροής δημιουργήθηκαν γύρω από σώμα κολοκύθας και ξύλινο λαιμό. Αυτά τα όργανα είχαν το καθένα διαφορετικό αριθμό χορδών, αν και συχνά έκαναν κάποιο είδος θορύβου. Η παλαιότερη γνωστή εικόνα[18] ενός υπόδουλου ατόμου το οποίο παίζει ένα όργανο παρόμοιο με το μπάντζο[19] μας δείχνει ένα τετράχορδο όργανο με την 4η χορδή[20] πιο κοντή απ' τις άλλες. Τα μπάντζα με ταστιέρες και μανταλάκια συντονισμού άρχισαν να γίνονται γνωστά για την Καραϊβική το νωρίτερο το 17ο αιώνα. Κάποιοι συγγραφείς του 18ου και του 19ου αιώνα αντέγραψαν το όνομα αυτών των οργάνων ποικιλοτρόπως.[21] Το όργανο έγινε όλο και περισσότερο διαθέσιμο εμπορικά εκεί γύρω στο 1ο τέταρτο του 19ου αιώνα λόγω των εκτελέσεων Μινστρέλ.

Εποχή του Μινστρέλ 1830 - 1870[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Προπολεμική περίοδο στις Νότιες Ηνωμένες Πολιτείες, πολλοί υπόδουλοι Αφρικανοί έπαιζαν το μπάντζο, διαδίδοντάς το στον υπόλοιπο πληθισμό. Ο ομόσπονδος Αμερικανός χειρουργός και συγγραφέας Τζον Άλαν Γουάιεθ στο απομνημόνευμά του Με σπαθί και χειρουργικό νυστέρι: Η Αυτοβιογραφία ενός Στρατιώτη και Χειρουργού θυμάται πως έμαθε να παίζει το μπάντζο όταν ήταν παιδί από ένα υπόδουλο άτομο της οικογενειακής του φυτείας. Ένας άλλος άντρας ο οποίος έμαθε να παίζει μπάντζο απ' τους Αφροαμερικανούς πιθανόν το 1820 ήταν ο Τζόελ Γουόκερ Σουίνι, ένας εκτελεστής Μινστρέλ απ' το Απόματοξ Κουρτ Χάουζ της Βιρτζίνια. Ο Σουίνι αναγνωρίστηκε για την προσθήκη μιας χορδής στο τετράχορδο Αφροαμερικανικό μπάντζο και για την εκλαΐκευση του πεντάχορδου μπάντζου. Μολονότι ο Άλαν Μακάλπιν Γουίλιαμσον ήταν ο πρώτος τεκμηριωμένος λευκός μπαντζούστας, το 1830 ο Σουίνι έγινε ο πρώτος λευκός εκτελεστής που έπαιξε μπάντζο στη σκηνή. Οι μουσικές εκτελέσεις του Σουίνι έλαβαν χώρα στην αρχή της εποχής των Μινστρέλ, όπως και τα μπάντζα μετατράπηκαν από αποκλειστικά σπιτικά λαϊκά όργανα σε όργανα ενός πιο μοντέρνου στυλ. Ο Σουίνι συμμετείχε σ' αυτή τη μετάβαση εμψυχώνοντας τον κατασκευαστή τυμπάνων Γουίλιαμ Μπούτσερ απ' τη Βαλτιμόρη ώστε να κατασκευάζει μπάντζα εμπορικά για να τα πουλήσει. Σύμφωνα μ' αυτά τα οποία ανέφερε ο Άρθουρ Γουντγουόρντ το 1949, ο Σουίνι αντικατέστησε την κολοκύθα μ' ένα κιβώτιο ήχου φτιαγμένο από ξύλο και καλυμμένο με δερμα και πρόσθεσε μια 5η κοντή χορδή γύρω στο 1831. Ωστόσο, ο σύγχρονος λόγιος Τζιν Μπλουεστάιν επεσήμανε το 1964 πως ο Σουίνι μπορεί και να μην έβαλε είτε την 5η χορδή ή το κιβώτιο ήχου. Αυτό το νέο μπάντζο αρχικά συντονίστηκε σε Σολ,Ρε, Φα Δίεση, Λα αν και γύρω στο 1890 ο συντονισμός αυτός έγινε Σολ, Ντο, Σολ, Σι, Ρε. Τασ μπάντζα εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο απ' την ομάδα του Σουίνι το 1840[22] και έγιναν πολύ δημοφιλή στα μιούζικ χολ. Το όργανο αύξησε τη δημοτικότητά του στη διάρκεια τηε δεκαετίας του 1840 αφού ο Σουίνι ξεκίνησε την ταξιδιωτική περιοδεία του μινστρέλ σόου του. Από το τέλος της δεκαετίας του 1840 το όργανο είχε επεκταθεί απ' την Καραϊβική κατοχή για να ριζώσει σε περιοχές απέναντι στην Αμερική και απέναντι στον Ατλαντικό στην Αγγλία. Εκτιμήθηκε το 1866 πως υπήρχαν πιθανώς 10.000 μπάντζα στη Νέα Υόρκη πάνω από μόνο μια χούφτα το 1844. Οι άνθρωποι εκτέθηκαν στα μπάντζα όχι μόνο στα μινστρέλ σόου αλλά επίσης και σε ιατρικά σόου, σόου της Άγριας Δύσης, ποικίλα σόου και ταξιδιωτικές παραστάσεις βοντεβίλ. Επίσης η δημοτικότητα του μπάντζου έδωσε μια ώθηση απ' τον Εμφύλιο Πόλεμο, ως μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων σε δυο πλευρές στο Στρατό του Ναυτικού είχαν εκτεθεί στο μπάντζο παίζοντας στα Μινστρέλ σόου και από άλλα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένα λαϊκό κίνημα φιλόδοξων μπαντζουστών ξεκίνησε το νωρίτερο το 1861. Ο ενθουσιασμός για το όργανο ονομάστηκε τρέλα μπάντζου ή μανία μπάντζου. Απ' τη δεκαετία του 1850 φιλόδοξοι παίχτες μπάντζου ρίχαν επιλογές για να βοηθιούνται προκειμένου να μάθουν το όργανό τους. Υπήρχαν περισσότεροι δάσκαλοι οι οποίοι δίδασκαν τα βασικά επάνω στο μπάντζο στη δεκαετία του 1850 απ' ότι υπήρξαν στη δεκαετία του 1840. Υπήρχαν επίσης εγχειρίδια οδηγιών και, για κείνους οι οπο΄λιοι μπορούσαν να τα διαβάσουν, τυπωμένη μουσική στα εγχειρίδια. Το πρώτο βιβλίο σημειωμένης μουσικής ήταν Ο Ολοκληρωμένος Διδάσκαλος του Ελίας Χόου, υπογεγραμμένο με το ψευδώνυμο Γκούμπο Τσαφ, αποτελούμενο κυρίως από μελωδίες Κρίστι Μινστρέλ. Η πρώτη μέθοδος διδασκαλίας μπάντζου ήταν Μπριγκς εκπαιδευτής μπάντζου του Τομ Μπριγκς.[23] Υπήρχαν και πολλές άλλες μέθοδοι διδασκαλίας μπάντζου. Δυο απ' αυτές ήταν οι ακόλουθες:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Είδος Τζαζ μουσικής.
  2. Είδος Λατινοαμερικάνικου χορού.
  3. Η πρωτεύουσα της χώρας αυτής ονομάζεται Μπαντζούλ.
  4. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στη Σενεγάλη, στην Γκάμπια και στη Γουινέα Μπισάου.
  5. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται απ' το 1678 στη Μαρτινίκα απ' τους υπόδουλους Αφρικανούς.
  6. Η λέξη αυτή στα Ελληνικά σημαίνει μπάσο.
  7. Η λέξη αυτή σημαίνει ένα είδος μαντολίνου το οποίο χρησιμοποιείται στην Ισπανία.
  8. Είδος άρπας η οποία χρησιμοποιείται στη Δυτική Αφρική.
  9. Υπάρχει περίπτωση να είναι άλλο παρόμοιο όστρακο.
  10. Οι λαοί τω τριών αυτών χωρών περιληπτικά ονομάζονται Τζόλα τράιμπ.
  11. Είδος λαούτου με 1 έως 5 χορδές το οποίο χρησιμοποιείται στη Σενεγάλη.
  12. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στο Μαλί, στη Γουινέα και στην Ακτή Ελεφαντοστού.
  13. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στο Μαρόκο απ' τους Μαύρους Δυτικοσαχαριανούς Αφρικανούς(Γκνάγουα και Χαράτιν).
  14. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στην Κίνα.
  15. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία.
  16. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στο Ιράν.
  17. Είδος λαούτου το οποίο χρησιμοποιείται στο Μαρόκο.
  18. Περίπου 1785 - 1795.
  19. Η Παλιά Φυτεία(The Old Plantation), Αμερικανικό μουσικό γκρουπ του 18ου αιώνα.
  20. Δηλαδή εκείνη η οποία παίζεται με τον αντίχειρα.
  21. Τα είπαν μπάντζι, μπάντσα, μπόντζοου, μπάντζερ και μπάντζαρ.
  22. Αυτά τα μπάντζα προήλθαν σπ' τα Αμερικάνικα Μινστρέλ της Βιρτζίνια.
  23. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1855.
  24. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1857.
  25. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1858.