Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μοναστήρι του Σαν Μιγιάν ντε Γιούσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°19′33″N 2°51′54″W / 42.32583°N 2.86500°W / 42.32583; -2.86500

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Μοναστήρια του Σαν Μιγιάν ντε Γιούσο και Σούσο
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Ισπανία
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαii, iv, vi
Ταυτότητα805
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1997 (21η συνεδρίαση)


Το Βασιλικό Μοναστήρι του Σαν Μιγιάν δε Γιούσο (ισπανικά: Real Monasterio de San Millán de Yuso, γιούσο σημαίνει «κάτω» στα παλιά καστιλιανικά) είναι μονή η οποία βρίσκεται κοντά στο χωριό Σαν Μιγιάν, στην αυτόνομη κοινότητα της Λα Ριόχα, Ισπανία, στην αριστερή όχθη του ποταμού Κάρδενας και είναι τμήμα ενός μνημειώδους συμπλέγματος δύο μοναστηριών, με το δεύτερο κατασκευασμένο σε μεγαλύτερο υψόμετρο και αποκαλείται μοναστήρι Σαν Μιγιάν ντε Σούσο. Και τα δύο μοναστήρια έχουν ανακηρυχθεί Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1997.

Η κατασκευή αυτού του διατάχθηκε το 1053 από τον βασιλιά της Ναβάρρα, Γκαρθία Σάντσεθ Γ΄. Η ιστορία της ιδρυσής του συνδέεται με ένα θρύλο που βασίζεται σε ένα θαύμα του αγίου Αιμιλιανού (Σαν Μιγιάν), ενός νεαρού βοσκού ο οποίος έγινε ερημίτης. Όταν ο Μιγιάν πέθανε σε ηλικία 101 ετών, το 574, οι ακόλουθοί του τον έθαψαν στη σπηλιά που έμενε και γύρω της σχηματίστηκε το πρώτο μοναστήρι, το Σαν Μιγιάν δε Σούσο. Ο επίσκοπος Μπράουλιο, πενήντα χρόνια αργότερα, έγραψε το βίο του. Ο κόμης Φερνάν Γκονθάλες ήταν πολύ αφοσιωμένος σε αυτόν. Μετά τη μάχη του Σιμάνκας, το 923, στην οποία ο Σαν Μιγιάν εμφανίστηκε στους αμυνόμενους χριστιανούς, έγινε πολιούχος της Καστίλης.

Τα μοναστήρια Σαν Μιγιάν δε Γιούσο (σε πρώτο πλάνο) και Σούσο

Ο βασιλιάς Γκαρθία ήταν πολύ αφοσιωμένος στον Σαν Μιγιάν. Καθώς είχε ιδρύσει το μεγάλο μοναστήρι της σάντα Μαρία λα Ρεάλ δε Νάχερα στην πόλη που βρισκόταν η αυλή του βασιλείου, ήθελε να μεταφέρει εκεί τα λείψανα του αγίου, τα οποία ήταν θαμμένα στο μοναστήρι του Σαν Μιγιάν δε Σούσο. Τις 29 Μαΐου 1053, έβαλε τα λείψανα του αγίου σε ένα κάρο που έσερνε ένα βόδι και άρχισε τη διαδρομή με μεγάλη δυσαρέστηση των μοναχών, οι οποίοι είχαν καταρρακωθεί από την απώλεια των λειψάνων. Όταν έφτασαν κοντά στην πεδιάδα, το βόδι σταμάτησε και δεν ήθελε να συνεχίσει, όσο και να προσπαθούσαν. Ο βασιλιάς και η ακολουθία του το θεώρησε αυτό ως θαύμα του Σαν Μιγιάν που επέβαλλε τη θέλησή του να μην ταφεί αλλού. Τότεο ο βασιλιάς έχτισε το μοναστήρι το οποίο σήμερα αποκαλείται Γιούσο (κάτω), σε αντίθεση με το Σούσο (πάνω).

Μέχρι τουλάχιστον το 1100 συνυπήρχαν δύο μοναστήρια, το Σούσο και το Γιούσο. Το πρώτο παρέμεινε παραδοσιακό και το δεύτερο ακολούθησε τους κανόνες των Βενεδικτίνων μοναχών. Από τον 12ο αιώνα υπήρχε μόνο μία μοναστική κοινότητα, αυτή των Βενεδικτίνων, οι οποίοι ζούσαν στο Γιούσο.

To 1809, οι Βενεδικτίνοι εκδιώχθηκαν από για πρώτη φορά από το μοναστήρι, ύστερα από διάταγμα του Ιωσήφ Βοναπάρτη. Επέστρεψαν το 1813 και εκδιώχθηκαν ξανά την συνταγματική περίοδο της βασιλίας του Φερδινάνδου Ζ΄, από τον Δεκέμβριο του 1820 μέχρι τον Ιούλιο του 1823. Το βασιλικό κτήμα στη συνέχεια πούλησε το φαρμακείο σε δημόσια δημοπρασία. Η τρίτη και τελευταία εκδίωξη της κοινότητας των Βενεδικτίνων έγινε εξαιτίας της εκκοσμίκευσης του κράτους το 1835. Το μοναστήρι παρέμεινε εγκαταλελλημένο για 31 χρόνια. Από το 1866 μέχρι το 1868 ήταν οικία των φραγκισκανών ιεραποστόλων του Μπερμέο και, δέκα χρόνια αργότερα, το 1878 πέρασε στην κατοχή των Αυγουστίνων, οι οποίοι εκπαίδευαν εκεί τους ιεραποστόλους που θα πήγαιναν στις Φιλιππίνες.

Το μοναστήρι κτίστηκε σε ρομανικό ρυθμό, όπως και τα περισσότερα κτίρια εκείνης της εποχής. Κατεδαφίστηκε ολόκληρο και ξαναχτίστηκε τον 16ο αιώνα σε Ερρεριανό ρυθμό του 17ου και 18ου αιώνα.

Μπαρόκ πύλη και αίθουσα των βασιλιάδων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίενται από τη μπαρόκ είσοδο του 17ου αιώνα, η οποία υποστηρίζεται από κορινθιακούς κίονες και ένα ανάγλυφο του έφιππου Σαν Μιγιάν. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Πωλ Μπαζάβ και το γλύπτη Ντιέγο δε Λιθαρράγα. Από το χολ εισερχόμαστε στην Αίθουσα των Βασιλιάδων. Πήρε το όνομά της από τους τέσσερις καμβάδες που ακεινονίζουν τους βασιλιάδες που ευεργέτησαν το μοναστήρι. Τα εμβλήματα στη βασιλική σκάλα είναι αυτά της Καστίλλης και του αββαείου. Χρονολογούνται από το 1697, στην τελευταία σημαντική ανακατασκευή από τους Βενεδικτίνους. Σε αυτήν την αίθουσα βρίσκεται ένα αντίγραφο του κώδικα 60 στον οποίο είναι γραμμένο το Glosas Emilianenses.

Η εκκλησία έχει τρία κλίτη, με αστεροειδή θόλο και τρούλο. Η κατασκευή της άρχισε το 1054 ύστερα από διαταγή του άββα Μιγέλ δε Αλθάγα και ολοκληρώθηκε 36 χρόνια αργότερα. Ο ρυθμός της είναι γοτθικός. Η εκκλησία προοριζόταν για χρήση από τους μοναχούς. Το μπροστινό τμήμα του ναού από την κεντρική χορωδία μέχρι το ιερό προοριζόταν μόνο για αυτούς. Το πίσω, από τη χορωδία μέχρι τη πόρτα, προοριζόταν για τους επισκέπτες. Υπάρχουν δύο λειτουργικοί χώροι μέσα στο ίδιο κτίριο.

Η τοιχοποία της κάτω χορωδίας έχουν χαράξεις από τον Φλαμανδό Φαρμπίσιο Ματέρο, γύρω στο 1640, ακολουθώντας ένα μοντέλο σχεδιασμένο από ένα μοναχό του Σαν Χουάν του Μπούργος. Το τέμπλο του ναού του χρονολογείται από τον 17ο αιώνα και είναι έργο του μοναχού Χουάν Ρίσι. Η κεντρική εικόνα αναπαριστά τον Σαν Μιγιάν στη μάχη του Αθίνας (Μπούργος) ενάντια στους Μαυριτανούς.

Η χορωδία βρίσκεται στην περιοχή προσβάσιμη από τους κοσμικούς. Η χορωδία είναι και η Αγία Τράπεζα και η είσοδος για την υψηλή αγία Τράπεζα. Η χορωδία, έργο του Φρανθίσκο δε Μπισού, ολοκληρώθηκε το 1767, σε ρυθμό γαλλικού ροκοκό, και είναι διακοσμημένη με αγάλματα, πιθανόν έργο του εργαστηρίου του Πασκάλ δε Μένα, και απεικονίζει αγίους που σχετίζονται με τον άγιο Μιγιάν, ο άγιος Μπράουλιο, ο βιογράφος του, ο άγιος Φελίθες, πολιούχος του Άρο και δάσκαλός του, ο άγιος Άσελος, Γερόντιος, Θιτονάτο, Σοφρόνιος, Ποταμία, μαθητές, και η Σάντα Ορία.

Εκεί βρίσκεται επίσης και ο πλατερέσκ άμβωνας, του ύστερου 16ου αιώνα. Ανάγλυφα αναπαριστούν τους 4 Ευαγγελιστές.

Είναι ένα από τα σκευοφυλάκια με την μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία στην Ισπανία. Η αρχή το βρίσκεται στην αίθουσα του συμβουλίου. Αρχιτεκτονικά, χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Η χρήση του ως σκευοφυλάκιο αρχίζει στα τέλη του 17ου αιώνα, περιόδο στην οποία φιλοτεχνήθηκαν οι περισσότερες ζωγραφιές που είναι ορατές σήμερα. Οι τοιχογραφίες στο ταβάνι και στους κεντρικούς πίνακες είναι από τον 18ο αιώνα. Ο άββας Χοσέ Φερνάνδεθ (1693-1697) διακόσμησε 12 φουρούσια. Πάνω από το μπαρόκ τέμπλο βρίσκεται ένα άγαλμα της Παναγίας.

  • OLARTE, Juan B. Monasterio de San Millán de la Cogolla. Suso y Yuso. Editorial Edilesa, 2005. ISBN 84-8012-4092-4.
  • OLARTE, Juan B. España en ciernes ο la vida de San Millán. Editorial Edilesa, 1998. ISBN 84-8012-205-6.
  • BANGO, Isidro. Emiliano, un santo de la España visigoda, el arca románica de sus reliquias. Fundación San Millán, 2007. ISBN 978-84-935340-5-9.
  • NIETO, Juan Ángel. Glosas Emilianenses. Cuna de la Lengua Castellana. Editorial Edilesa, 2007. ISBN 978-84-8012-585-7
  • OLARTE, Juan B. "La luz equinocial en el templo de San Millán de Yuso". Piedra de Rayo. Revista riojana de cultura popular, nº 9, 70-74.
  • PRADO GARCÍA, Nicolás. Cardenal Aguirre. De la celda a la púrpura. Fundación Universitaria Española, Madrid 2004. ISBN 84-7392-545-9.