Μολλόυ (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μολλόυ
ΣυγγραφέαςΣάμιουελ Μπέκετ
ΤίτλοςMolloy
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1951
Πολιτιστικό κίνημαΝέο Μυθιστόρημα
Μορφήμυθιστόρημα
ΒραβείαΟι μεγαλύτερες επιτυχίες του 20ου αιώνα: 100 αγγλόφωνα βιβλία μυθοπλασίας[1]
LC ClassOL15210983W[2]
LΤ ID56659
Πρώτη έκδοσηLes Éditions de Minuit
ΕπόμενοΟ Μαλόν πεθαίνει

Μολλόυ (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά: Molloy) είναι μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ. Γράφτηκε από τον Μπέκετ στα γαλλικά και δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1951. Η αγγλική μετάφραση, που δημοσιεύτηκε το 1955, είναι του Μπέκετ σε συνεργασία με τον Πάτρικ Μπόουλς. Μαζί με τα μυθιστορήματα Ο Μαλόν πεθαίνει (1951) και Ο ακατονόμαστος (1953) σχηματίζει μια ενιαία τριλογία, η οποία θεωρείται από τις κορυφαίες της πεζογραφικής δημιουργικότητας του συγγραφέα και ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του μοντερνισμού του 20ού αιώνα.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε δύο διαφορετικούς χαρακτήρες και ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις τους που διανθίζονται με τη δράση της πλοκής. . Καθώς η ιστορία προχωρά, οι δύο χαρακτήρες διακρίνονται ονομαστικά αλλά οι εμπειρίες και οι σκέψεις τους είναι παρόμοιες. Διαδραματίζεται σε ένα απροσδιόριστο μέρος, που συχνά ταυτίζεται με την Ιρλανδία τη χώρα του Μπέκετ. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Λόγω της συνέχειας του βιβλίου από το πρώτο μέρος στο δεύτερο, ο αναγνώστης οδηγείται να πιστέψει ότι ο χρόνος κυλά με παρόμοιο τρόπο. Ωστόσο, το δεύτερο μέρος θα μπορούσε να διαβαστεί και ως προηγούμενο του πρώτου.[4]

Στο πρώτο μέρος μας δίνεται μια αόριστη ιδέα για το σκηνικό στο οποίο βρίσκεται ο Μολλόυ. Μένει τώρα στο σπίτι της μητέρας του, αν πέθανε η μητέρα πριν ή κατά τη διάρκεια της παραμονής του δεν αναφέρεται. Υπάρχει επίσης κάποιος που έρχεται κάθε Κυριακή για να πάρει γραπτά του Μολλόυ και επιστρέφει ό,τι είχε πάρει την προηγούμενη εβδομάδα με σημειώσεις, αν και ο Μολλόυ δεν ενδιαφέρεται ποτέ να τις διαβάσει. Ακολουθεί μια σχολαστική περιγραφή της διαδρομής του προς το σπίτι της μητέρας του, κατά την οποία ο ήρωας, περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη, ξεπερνά διάφορα εμπόδια, συλλαμβάνεται από την αστυνομία στον δρόμο, κατά λάθος σκοτώνει το σκυλί μιας χήρας που θέλει να τον κρατήσει κοντά της, χάνει το ποδήλατο, επιτίθεται σε έναν ανθρακωρύχο κάπου στο δάσος. Ο Μολλόυ πάσχει από κάποιο βαθμό αμνησίας, αρχικά παραλύει στο ένα πόδι και στη συνέχεια το άλλο πόδι αρχίζει να έχει πρόβλημα. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, γίνεται αδρανής και παθητικός. Τελικά, πεινασμένος και παράλυτος, αποφασίζει να συρθεί μέσα στο δάσος. Κινούμενος σέρνοντας καταλήγει από θαύμα ή κατά λάθος στην άκρη του δάσους και γλιστράει σε ένα βαθύ χαντάκι. Τίποτα περισσότερο δεν είναι γνωστό γι' αυτόν.[5]

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται με τη μορφή μιας αναφοράς γραμμένης από τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Ζακ Μοράν, στον οποίο το αφεντικό του, ο μυστηριώδης Γιούντι, ανέθεσε την αποστολή να βρει τον Μολλόυ. Ο Μοράν ξεκινά, συνοδευόμενος από τον μονάκριβο γιο του. Περιπλανιέται στην ύπαιθρο, και όπως ο Μολλόυ, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πορεία. Οι καιρικές συνθήκες επιδεινώνονται, οι προμήθειες φαγητού εξαντλούνται και το ένα πόδι του ξαφνικά έχει πρόβλημα. Στέλνει τον γιο του στο χωριό να αγοράσει ένα ποδήλατο και ενώ ο γιος του έχει φύγει, ο Μοράν συναντά δύο παράξενους περιπλανώμενους στο δάσος άντρες, τον έναν από τους οποίους δολοφονεί χωρίς να καταλάβει πώς (με τρόπο συγκρίσιμο με αυτόν του Μολλόυ) και μετά κρύβει το πτώμα στο δάσος. Μετά την επιστροφή του γιου, που αγόρασε το ποδήλατο, φεύγουν από το δάσος. Αλλά ένα πρωί, έχοντας φτάσει στη χώρα του Μολλόυ και μετά από έναν βραδινό καυγά, ο γιος εξαφανίζεται. Σε αυτό το σημείο του έργου, ο Μοράν αρχίζει να θέτει περίεργα θεολογικά ερωτήματα, τα οποία τον κάνουν να φαίνεται ότι τρελαίνεται. Έρχεται η εντολή να σταματήσει την αναζήτηση και να επιστρέψει, αλλά δύσκολα μπορεί να το κάνει αυτό στην κατάσταση που βρίσκεται, παρόμοια με του Μολλόυ. Μετά από έξι μήνες, τελικά επιστρέφει και βρίσκει το σπίτι του εγκαταλελειμμένο.

Έχοντας επιστρέψει στο σπίτι του, τώρα σε κατάσταση αναπηρίας, ο Μοράν αναφέρει την τρέχουσα κατάστασή του. Χρησιμοποιεί πατερίτσες, όπως ακριβώς κάνει ο Μολλόυ στην αρχή του μυθιστορήματος. Επίσης μια φωνή, που εμφανίζεται κατά διαστήματα σε όλο το μέρος του κειμένου του, έχει αρχίσει να επεμβαίνει στις ενέργειές του. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Μοράν να εξηγεί ότι η φωνή του είπε «να γράψει την αναφορά».[6]

Βασικοί χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μολλόυ είναι ένας τυπικός απόκληρος και αλήτης, είναι ωστόσο εκπληκτικά μορφωμένος. Έχει πολλές παραξενιές, όπως μια προδιάθεση για το πιπίλισμα μικρών λίθων με μια συγκεκριμένη σειρά (αυτή η διαδικασία περιγράφεται λεπτομερώς στο αντίστοιχο λεπτομερές απόσπασμα), καθώς και μια οδυνηρή προσκόλληση στη μητέρα του, για την οποία δεν είναι απολύτως σαφές εάν είναι ζωντανή ή νεκρή.

Ο Ζακ Μοράν είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ. Είναι σχολαστικός σε σημείο παραλογισμού, επιρρεπής στον αυνανισμό και την πειθαρχία. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, το σώμα του εξασθενεί χωρίς προφανή λόγο και η λογική τον εγκαταλείπει σιγά σιγά.[7]

Ύφος - Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αφηγηματική μορφή, το ύφος του Μπέκετ ανατρέπει τη συμβατική γραφή. Μια καινοτομία σε σύγκριση με τα προηγούμενα έργα του είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και η χρήση της αφηγηματικής τεχνικής της ροής της συνείδησης. Είναι χαρακτηριστικό έργο του μοντερνισμού και της λογοτεχνίας του παραλόγου, με έντονη απουσία σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος, μια γκροτέσκα απόδειξη του παραλογισμού και του ανούσιου της ανθρώπινης ύπαρξης. [8]

Σε όλο το βιβλίο, ο Μπέκετ δημιουργεί μηνύματα που αμέσως αντικρούει, επιβεβαιώνει και αρνείται ταυτόχρονα. Παντού υπάρχει δυσπιστία, αφού ο ίδιος ο λόγος καταστρέφεται όταν λέγεται, όπως το τέλος του μυθιστορήματος:

«Μετά γύρισα στο σπίτι και έγραψα: Είναι μεσάνυχτα. Η βροχή χτυπάει στα παράθυρα. Δεν ήταν μεσάνυχτα. Δεν έβρεχε».[9]

Τα κύρια θέματα του έργου - θάνατος, γηρατειά, μοναξιά, φθορά, αδυναμία και απώλεια- είναι γενικά χαρακτηριστικά όλων των έργων του Μπέκετ. Ωστόσο, παρά τη ζοφερή θεματολογία, ο συγγραφέας προσεγγίζει τις κωμικοτραγικές εμπειρίες των ηρώων του με χιούμορ και ποίηση. Εικόνες από τον Δάντη είναι διάσπαρτες σε όλο το μυθιστόρημα, όπως και σε μεγάλο μέρος του έργου του συγγραφέα.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μολλόυ, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον, 1993 [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]