Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μια φωλιά ευγενών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μια φωλιά ευγενών
Η Λίζα Καλίτινα (1880)
ΣυγγραφέαςΙβάν Τουργκένιεφ
ΤίτλοςДворянское гнездо
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1856
Ημερομηνία δημοσίευσης1859
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΡωσική Αυτοκρατορία
LC ClassOL32134893M
Πρώτη έκδοσηSovremennik
ΠροηγούμενοRudin
ΕπόμενοΤην παραμονή

Μια φωλιά ευγενών (ρωσικός τίτλος: Дворянское гнездо) είναι μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ, που έγραψε ο συγγραφέας στο κτήμα του στο Σπάσκογιε-Λουτοβίνοβο και δημοσιεύτηκε το 1859.[1]

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Φιοντόρ Ιβάνοβιτς Λαβρέτσκι, ένας ευγενής που μοιράζεται πολλά χαρακτηριστικά του ίδιου του Τουργκένιεφ. Παιδί ενός πατέρα που απουσίαζε για χρόνια και μιας δουλοπάροικης μητέρας που πέθανε στα πρώτα παιδικά του χρόνια, ο Λαβρέτσκι μεγαλώνει στο οικογενειακό κτήμα με τον παππού και μια σκληρή θεία, που συχνά θεωρείται ότι βασίζεται στη μητέρα του Τουργκένιεφ, η οποία ήταν γνωστή για την αυστηρότητά της.

Ο Λαβρέτσκι συνεχίζει τις σπουδές του στη Μόσχα και ένα βράδυ στην όπερα παρατηρεί μια όμορφη κοπέλα, τη Βαρβάρα Πάβλοβνα, την ερωτεύεται και παντρεύονται. Οι νεόνυμφοι ταξιδεύουν στο Παρίσι, όπου η γυναίκα του δέχεται στο σαλόνι της πολύ κόσμο και αρχίζει μια σχέση με έναν από τους τακτικούς της καλεσμένους. Ο Λαβρέτσκι διαβάζει ένα σημείωμα του εραστή της και, συγκλονισμένος από την προδοσία της, διακόπτει κάθε επαφή μαζί της και μετά από καιρό επιστρέφει στο οικογενειακό του κτήμα.[2]

Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο 35χρονος πλέον Λαβρέτσκι επισκέπτεται την ξαδέρφη του Μαρία Ντμιτρίεβνα Καλίτινα, πλούσια χήρα γαιοκτήμονα, η οποία ζει στο αρχοντικό της με τις δύο κόρες της, τη 19χρονη Λίζα και τη μικρή Λένοσκα. Ο συγγραφέας περιγράφει εκτενώς τη ζωή τους όπως και των επισκεπτών τους, μεταξύ των οποίων ο Πάνσκιν ένας περήφανος νεαρός δημόσιος υπάλληλος με μέλλον και ερωτευμένος με τη Λίζα, παρουσιάζοντας μια εικόνα της κοινωνίας σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ρωσίας.[3]

Ο Λαβρέτσκι ενδιαφέρεται αμέσως για τη Λίζα, της οποίας η σοβαρή φύση και η ειλικρινής θρησκευτική αφοσίωση της δίνουν μεγάλη ηθική υπεροχή, εντυπωσιακά διαφορετική από την φιλάρεσκη συμπεριφορά της γυναίκας του. Σταδιακά, ο Λαβρέτσκι συνειδητοποιεί ότι είναι βαθιά ερωτευμένος μαζί της και, όταν διαβάζει σε ένα ξένο περιοδικό ότι η Βαρβάρα Πάβλοβνα πέθανε, εξομολογείται στη Λίζα τον έρωτά του, η Λίζα τον αγαπά επίσης και απορρίπτει την πρόταση του Πάνσκιν.

Η Λίζα και ο Λαβρέτσκι, σκηνή της ταινίας του 1914.

Μετά την ερωτική εξομολόγηση, ο ευτυχισμένος Λαβρέτσκι επιστρέφει στο σπίτι του, όπου βρίσκει τη γυναίκα του ζωντανή να τον περιμένει στο σαλόνι. Όπως αποδεικνύεται, η είδηση στο περιοδικό ήταν λάθος.

Όταν μαθαίνει για την ξαφνική εμφάνιση της Βαρβάρας Πάβλοβνας, η Λίζα του ζητά να συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του και αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι. Ο Λαβρέτσκι αργότερα την επισκέπτεται στο μοναστήρι, τη βλέπει, αλλά εκείνη προσπαθεί να μην τον κοιτάξει.[4]

Το μυθιστόρημα τελειώνει με έναν επίλογο που διαδραματίζεται οκτώ χρόνια αργότερα, στον οποίο ο Λαβρέτσκι επιστρέφει στο σπίτι της Λίζας και βρίσκει χαρούμενα νιάτα: τη μικρότερη αδερφή της Λίζας, που έχει μεγαλώσει, συγγενείς και φίλους. Διαπιστώνει ότι, αν και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, υπάρχει ακόμη το σαλόνι, το πιάνο και ο κήπος μπροστά από το σπίτι, που όλα του θυμίζουν τη Λίζα. Ο Λαβρέτσκι βρίσκει παρηγοριά στις αναμνήσεις του και φεύγει πίσω στο σπίτι του, διακρίνοντας κάποιο νόημα στην προσωπική του τραγωδία.[5]

Η διένεξη με τον Γκοντσαρόφ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα προκάλεσε μια σοβαρή διαμάχη μεταξύ του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιβάν Γκοντσαρόφ. Ο Γκοντσαρόφ ισχυρίστηκε ότι κάποτε ανέφερε το περιεχόμενο ενός νέου του μυθιστορήματος, στο οποίο η ηρωίδα θα αποσυρόταν σε μοναστήρι. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ Μια φωλιά ευγενών, κατηγόρησε τον συγγραφέα για λογοκλοπή. Η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις που χρειάστηκε να οριστεί ένα ειδικό δικαστήριο, το οποίο χαρακτήρισε την κατηγορία αβάσιμη αλλά από τότε ο Γκοντσαρόφ «έπαψε όχι μόνο να βλέπει, αλλά και να υποκλίνεται στον Τουργκένιεφ».[6]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μια φωλιά ευγενών, μετάφραση: Ανδρέας Σαραντόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1991[7]