Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάφραση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μετάφραση (αποσαφήνιση).
Η στήλη της Ροζέττας αποτελεί διάσημο ιστορικό παράδειγμα μετάφρασης, καθώς βάσει του ίδιου κειμένου που διέθετε στην κοπτική, αυγυπτιακή ιερογλυφική, και ελληνιστική κοινή, στάθηκε δυνατό να αποκρυπτογραφηθούν τα ιερογλυφικά

Ως μετάφραση μπορεί να οριστεί η διαδικασία κατά την οποία γίνεται απόπειρα ανασύνθεσης της ακριβέστερης ισοδύναμης προσέγγισης του μηνύματος της γλώσσας-πηγής στην γλώσσα-στόχο, πρώτα σε επίπεδο εννοιών και κατόπιν σε επίπεδο ύφους.[1] Σκοπός της μετάφρασης είναι να επιτευχθεί μία σχέση ισοδυναμίας όσον αφορά τον σκοπό μεταξύ γλώσσας-πηγής και γλώσσας-στόχου. Δηλαδή, και τα δύο κείμενα να μεταδίδουν το ίδιο μήνυμα στον μεγαλύτερο βαθμό που τους το επιτρέπουν οι φυσικοί περιορισμοί. Τέτοιοι περιορισμοί είναι το συγκείμενο, οι γραμματικοί κανόνες και των δύο, το συντακτικό, οι συγγραφικές συμβάσεις, οι αντίστοιχοι ιδιωτισμοί και τα παρόμοια.

Μεταφραστική θεωρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φύση της μετάφρασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απόψεις μεταξύ των μεταφραστών διίστανται αναφορικά με το ποια είναι η ελάχιστη μεταφραστική μονάδα. Σύμφωνα με τη σχολή του Παρισιού, «σημασία έχει μόνον το μήνυμα. Όσο για τις λέξεις, θα βρουν την θέση τους μόνες τους».[2][3] Απεναντίας, ο Πίτερ Νιούμαρκ (Peter Newmark) δήλωσε: «Πολλοί μεταφραστές υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να μεταφράζεις μεμονωμένες λέξεις, αλλά φράσεις, ιδέες και μηνύματα. Εγώ λέω ότι [...] τα κείμενα της ΓΠ [γλώσσας-πηγής] αποτελούνται μόνον από λέξεις. Αν ρίξεις μια ματιά στο χαρτί, θα δεις ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο».[4]

Η προβληματική τής μετάφρασης ανάγεται στην Αρχαιότητα: από τη στιγμή που μία μονόγλωσση γλωσσική κοινότητα επεδίωξε να επικοινωνήσει με μία άλλη μονόγλωσση γλωσσική κοινότητα. Η πρώτη περίοδος θεωρητικής σκέψης είναι εξ ολοκλήρου εμπειρικά προσανατολισμένη, καθώς ξεκινά από τη μετάφραση συγκεκριμένων έργων και καταλήγει σε αυτά.

Για πρώτη φορά συναντούμε αναφορά σε βασικές αρχές, όπως η «λέξη προς λέξη» ή η «νόημα προς νόημα» μετάφραση στο έργο του Κικέρωνα, όπου ο ίδιος ο Κικέρων υπερασπίζεται τη «νόημα προς νόημα» ή «ελεύθερη» μετάφραση λόγω του είδους των κειμένων τα οποία μετέφραζε (Αισχίνης, Δημοσθένης).

Ορόσημο στην ιστορία της μετάφρασης αποτελεί η μετάφραση της Βίβλου από τον Άγιο Ιερώνυμο (St. Jerome) τον 4ο αιώνα μ.Χ.[5] Ο Άγιος Ιερώνυμος υπήρξε υποστηρικτής της «κατά γράμμα πιστότητας» όσον αφορά τη μετάφραση της Αγίας Γραφής αν και μεταφράζοντας ο ίδιος, μάλλον υποχώρησε προς τη δυναμική ισοδυναμία.

Δυστυχώς, το αίτημα αυτό του Άγιου Ιερώνυμου για κατά λέξη μετάφραση μεταφέρθηκε και στον Μεσαίωνα προκαλώντας οπισθοδρόμηση στην προβληματική τής μετάφρασης μέχρι τη Μεταρρύθμιση και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στα Γερμανικά από τον Λούθηρο. Ο Λούθηρος υποστήριξε και προώθησε την αποκόλληση από τις δομές του κειμένου της γλώσσας-πηγή και την προσαρμογή στην καθημερινή χρήση της γλώσσας-στόχος.[6]

Το σκηνικό, ωστόσο, αλλάζει κατά την περίοδο της Αναγέννησης, οπότε και εμφανίζονται οι «ωραίες άπιστες». Τα κείμενα μεταφράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμοστούν στα ήθη και τα έθιμα της εποχής και της χώρας για να φτάσουν στον αναγνώστη βελτιωμένα, θυσιάζοντας έτσι την πιστότητα για χάρη της εύκολης κατανόησης και της ευχάριστης ανάγνωσης. Το πρόβλημα των «ωραίων απίστων» φαίνεται να επιλύει ο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ, ο οποίος υποστήριξε στις αρχές του 19ου αιώνα ότι στόχος του μεταφραστή είναι να φέρει τον αναγνώστη κοντά στον συγγραφέα του πρωτοτύπου και να εξασφαλίσει ότι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τις σκέψεις και τα αισθήματα του συγγραφέα, χωρίς να καταπατηθούν τα όρια της γλώσσας του.[7] Σύμφωνα με τον Σλάιερμαχερ ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί είτε φέρνοντας τον αναγνώστη κοντά στον συγγραφέα (foreignization/διεθνοποίηση) είτε φέρνοντας τον συγγραφέα κοντά στον αναγνώστη (naturalization/πολιτογράφηση).

Συναντούμε έπειτα υποστηρικτές της διεθνοποίησης, όπως ο Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αλλά και οπαδούς της πολιτογράφησης, όπως για παράδειγμα ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς,[8] ο οποίος τονίζει την ανάγκη τού να λαμβάνουμε υπόψιν το κοινό για το οποίο προορίζεται η μετάφραση. Ο τελευταίος μάλιστα ορίζει ως κριτήριο της πιστής μετάφρασης την επίτευξη της ίδιας απήχησης («effect») στο αναγνωστικό της κοινό, όπως εκείνη του πρωτότυπου κειμένου.

Με τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ, η μετάφραση αρχίζει να εξετάζεται από φιλοσοφική σκοπιά. Η συμβολή του φον Χούμπολτ έγκειται στη σύλληψη της έννοιας της εσωτερικής μορφής της γλώσσας η οποία αντικατοπτρίζει την εξωγλωσσική πραγματικότητα της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας.[9] Η μελέτη της σχέσης μεταξύ γλώσσας και πολιτισμού εμβαθύνθηκε ακόμη περισσότερο από τους Έντουαρντ Σαπίρ (Edward Sapir) και Μπέντζαμιν Λι Γουόρφ (Benjamin Lee Whorf).

Τέλος, έναν αιώνα μετά τον φον Χούμπολτ, ο Νόαμ Τσόμσκι και η γενετική-μετασχηματιστική γραμματική επανέρχεται στις «βαθειές δομές» των γλωσσών και τα γλωσσικά καθολικά, θέτοντας ξανά το ζήτημα της μεταφρασιμότητας ή του αμετάφραστου. Η Γ.Μ.Γ. παρόλα αυτά αδυνατεί να συνδέσει ένα σύστημα «καθολικών βαθειών δομών» με ένα ικανοποιητικό μεταφραστικό μοντέλο με αποτέλεσμα να αφήνει το πρόβλημα της φύσης της μετάφρασης στην καρδιά της προβληματικής του ανθρώπινου λόγου.

Lawrence Venuti: οικειοποίηση - ξενοποίηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία του Λόρενς Βενούτι (Lawrence Venuti)[10] εντάσσεται στο πλαίσιο των κοινωνικών σπουδών που έστρεψαν το ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο η ιδεολογία και ο κυρίαρχος λόγος συνδυάζονται με τη μετάφραση και την επηρεάζουν.

Μελετώντας τις μεταφράσεις κειμένων από άλλους πολιτισμούς στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, συμπέρανε ότι η μετάφραση επηρεάζεται από τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις συγκεκριμένων πολιτισμικών και πολιτικών ομάδων. Τα στοιχεία αυτά προωθούνται από κυβερνήσεις, πολιτικούς οργανισμούς, εκδότες, κριτικούς και άλλους. Κατά τον Βενούτι ο/η μεταφραστής/άστρια είτε τα αποδέχεται είτε τα απορρίπτει, αλλά κυριαρχεί η επιλογή ο/η μεταφραστής/άστρια να μην κάνει εμφανή τη μεσολάβησή του/της.

Για τον Βενούτι υφίστανται δύο μεταφραστικές στρατηγικές: οικειοποίηση και ξενοποίηση. Όταν ο/η μεταφραστής/άστρια επιλέγει τη στρατηγική της οικειοποίησης, στόχος του/της είναι ένα τελικό κείμενο που ρέει ομαλά για τον/την αναγνώστη/στρια και είναι πιστό στους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η λογοτεχνία στον πολιτισμό που υποδέχεται το κείμενο. Αντίθετα, στη στρατηγική της ξενοποίησης ο/η μεταφραστής/άστρια υιοθετεί πρακτικές που αποκλείονται από τον πολιτισμό που υποδέχεται το κείμενο, επιδιώκοντας να γίνει φανερή η παρουσία του/της και να μην υποταχθεί στην ιδεολογική κυριαρχία του πολιτισμού υποδοχής. Ο Βενούτι προκρίνει την ξενοποίηση ως ηθικά πιο σωστή.


  1. E. A. Nida and C.R. Taber, The Theory and Practice of Translation (Leiden: Brill, 1974), σελ. 77.
  2. Danica Seleskovich, Sense and Language (1978)
  3. Jean Delisle Translation: An Interpretative Approach (Translation Studies 8; Ottawa: University of Ottawa Press, 1988)
  4. P. Newmark, A Textbook of Translation (New York: Prentice Hall, 1988), σελ. 36
  5. «TIHOF - St. Jerome: Patron Saint of Translators». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2009. 
  6. Martin Luther, 1530, Sendbrief vom Dolmetschen.
  7. «Über die verschiedenen Methoden des Übersetzens», στο H.J. Störig (εκδ.), Das Problem des Übersetzens, Darmstadt, 1969, (Wilss1982, σ.31).
  8. Wilamovitz-Möllendorf, Ulrich von, 1891, “Was ist Übersetzen?”
  9. Humbolt, W. von, 1816, “Einleitung zu Aeschylos Agamemnon metrische Übersetzungen”, στο: Stoerig H.J. (εκδ.) “Das problem des Übersetzens”, Darmstadt, Wiss. Buchges., (2) 1969, σσ. 71-96.
  10. Venuti, Lawrence (1995). The Translator's Invisibility: A History of Translation. New York: Routledge. 

Σχετική βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική γλώσσα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • George Steiner, Μετά τη Βαβέλ (2004), μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη, επιμέλεια Άρη Μπερλή, Αθήνα: SCRIPTA
  • Κεντρωτής, Γιώργος (1996), Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης, Αθήνα: Δίαυλος.
  • Κουτσιβίτης, Βασίλης (1994), Θεωρία της Μετάφρασης, Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
  • Μπατσαλιά, Φ. - Σελλά-Μάζη Ε. (1997), Γλωσσολογική προσέγγιση στη θεωρία και διδακτική της μετάφρασης, Αθήνα: Έλλην.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]