Μεσοκυπριακή περίοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μεσοκυπριακή περίοδος καλύπτει την περίοδο της προϊστορίας της Κύπρου από το 1900 - 1650/1600 π.Χ

Η χρονολογική διάταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τους ερευνητές η εποχή χωρίζεται σε

  • Μεσοκυπριακή Ι (1900-1800 π.Χ)
  • Μεσοκυπριακή ΙΙ (1800-1700 π.Χ)
  • Μεσοκυπριακή ΙΙΙ (1700-1665/1600 π.Χ)[1]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικισμοί με πυκνή δόμηση και μακριά από τη θάλασσα και πρόσβαση σε πηγές διαβίωσης: νερό, καλλιεργήσιμη γη και χαλκοφόρες περιοχές. Οι οικίες είναι σύνολο δωματίων τετράγωνης και ακανόνιστης κάτοψης. Διατάσσονται δρομικά, γύρω από κεντρική αυλή, ή κεντρικό δωμάτιο, ή εκατέρωθεν κεντρικού τοίχου.Οι τοίχοι θεμελιώνονται σε λίθους αργούς, ενώ η ανωδομή είναι από ωμοπλίνθους. Οι τοίχοι εφάπτονται ο ένας στη γωνία του άλλου. Γίνεται χρήση πηλοκονιάματος από χώμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ασβεστολιθικά στοιχεία.[2]

Ταφικές πρακτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τάφοι της περιόδου που έχουν ανασκαφεί και ερευνηθεί βρίσκονται στις θέσεις Κατύδατα της βορειοδυτικής Κύπρου, στο χωριό Λινού, στο χωριό Καζάφανι (θέση Άγιος Ανδρόνικος),περιοχή Καλαβασού, Ψεματισμένος-Τρέλλουκας, στα χωριά Παραμάλι και Λόφος επαρχίας Λεμεσού.[3] Γενικά τα νεκροταφεία που συνδυάζονται με οικισμούς βρίσκονται 150 μ. μακρυά τους ή στην περιφέρειά τους. Το κυρίαρχο σχήμα είναι ο θαλαμοειδής με τετράγωνο δρόμο,αλλά και παραλλαγές του με πολλαπλούς θαλάμους (Λάπηθος). Επίσης λακκοειδείς τάφοι (ορθογώνιας κάτοψης) και κυψελοειδείς (Καρπασία). Καλυμμένοι με τύμβο τάφοι έχουμε στην Παλαιοσκούτελλα. Στο χωριό Κάρμι έχει εντοπιστεί λακκοειδής τάφος με χαμηλή ανθρώπινη ανάγλυφη μορφή μιμούμενη σανιδόσχημη ειδωλοπλαστική που μαρτυρά Αιγυπτιακή επίδραση.[4] Οι νεκροί βρίσκονται σε καθιστή θέση,ύπτια, στο πλευρό ή συνεσταλμένα. Τα χέρια τους καλύπτουν το πρόσωπο, είτε σταυρώνονται στο στήθος, είτε προσκολλώνται στα πλευρά ή είναι περασμένα μέσα από τα πόδια τους σαν να έχουν δεθεί.[5] Ταφές χωρίς κτερίσματα δεν έχουμε αφού οι νεκροί συνοδεύονται από κοσμήματα, εργαλεία, ποσότητες κεραμεικής(αγγεία πόσης και αποθήκευσης,ειδώλια, σφονδύλια), οστά ζώων (άλογα,πτηνά, σκύλος,καμήλα).[6]

Εργαλειοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χάλκινα εργαλεία πλεονάζουν αριθμητικά αλλά συνεχίζεται η χρήση των λίθινων τέχνεργων.[7] Έτσι έχουμε λίθινα λειασμένα : πελέκεις,αξίνες, σφύρες, επικρουστήρες, κόπανοι, ακονόπετρες, εργαλεία τριβής και λείανσης, βαρίδια. Επιφάνειες εργασίας: λεκανίδες, ωοδεί γουδιά, τριβεία. Αλλά και λίθινα λαξευμένα. Οι πρώτες ύλες προέρχονται από κοντινά ποτάμια και όχι μόνο: ο λόφος Μούττες κοντά στην Αλάμπρα είναι ένα προϊστορικό λατομείο πυριτολιθικού υλικού. Οστέινα είναι λαβές εργαλείων, βελόνες, σουβλιά.[8] Τα χάλκινα είναι ξίφη, λόγχες, εγχειρίδια, πελέκεις, σμίλες,σουβλιά, σπάτουλες,αγκίστρια, βελόνες, δίσκοι κόσμησης ενδυμάτων, λαβίδες, ξέστρα, περόνες. Επίσης έχουμε και από άλλα μέταλλα υλικά: μόλυβδος, χρυσός, άργυρος.[8]

Θρησκεία-λατρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελάχιστα και αμφισβητούμενα τα δεδομένα της περιόδου. Στο λόφο Βουνάρι στο χωριό Φλαμούδι, έχουμε αγροτικό ιερό: δωμάτιο με σειρά λάκκων γεμάτων στάχτες και κατάλοιπα ζώων και πτηνών,κατάλοιπα θυσιών. Στο Μεσοκυπριακό οχυρό της Νιτοβίκλας έχουμε βωμό τετράγωνου σχήματος από αργολιθοδομή. Στον οικισμό Αλάμπρα-Μούττες έχουμε δωμάτιο όπου εντοπίστηκε εστία με κατάλοιπα τροφών.[9] Ο εντοπισμός ταυρόσχημων αγγείων και ομοιώματος ιερού στην Καλοψίδα, αλλά και όστρακου αγγείου με ανάγλυφη παράσταση τριμερούς ιερού με βουκράνιο στην απόληξη ενός από τους στύλους. στη θέση Ψεματισμένος -Τρέλουκας, δείχνουν όλα αυτά τα ευρήματα υπαινίσνται θρησκευτικές και λατρευτικές συμπεριφορές.[10]

Χλωρίδα,πανίδα, διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συστηματική είναι η υλοτομία την περίοδο αυτή για την αύξηση της καλλιεργήσιμης γης και τη λειτουργία εργαστηρίων χαλκού. Έτσι έχουμε τα πρώτα δείγματα διάβρωσης τους εδάφους. Τα καλλιεργήσιμα είδη είναι σιτάρι,κριθάρι, μπιζέλια, φακές. Επίσης, αμυγδαλιές, φυστικιές, συκιές, και αμπέλια.[11] Η πανίδα της περιόδου εκπροσωπείται από αιγοπρόβατα-που αυξάνουν, χήρους, βοοειδή, άλογα, και όνους. Τα ελάφια μειώνονται ή και εξημερώνονται. Σκύλοι, αλεπούδες και καμήλες σε μεμωνομένες περιπτώσεις.[12]

Σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των διαφόρων μεσοκυπριακών κοινοτήτων έχει αρχίσει να παγιώνεται μια επικοινωνία που καλύπτει ένα εύρος οικονομικών δραστηριοτήτων: διάδοση διακοσμητικών σχεδίων Λευκής Γραπτής Κεραμεικής από πλανόδιους κεραμείς ή επιγαμίες, ενώ ο χαλκός προωθείται από το όρος Τρόοδος στα λιμάνια του βορρά 'η της ανατολικής Κύπρου με σκοπό την επεξεργασία του ή την εξαγωγή του. Από την Μινωική Κρήτη εισάγονται χάλκινα αντικείμενα (εγχειρίδια,ξυράφια) και κεραμεική σε τάφους της βόρειας ακτής (Λαπήθου, Βουνών). Δύο Μινωικά αγγεία είναι χαρακτηριστικά: ένα καμαραϊκό κύπελλο (Κάρμι) κι ένα πρωτομινωικό με γεφυρόστομη προχοή στη Λάπηθο. Στην Κρήτη,στις θέσεις Μάλια, Ζάκρο, και Κομμό έχουμε Κυπριακά αγγεία και λίγα όστρακα κεραμεικής.[13] Με την Εγγύς Ανατολή, Λευκή Γραπτή και Ερυθρή επί Μελανού κεραμεική εξάγεται στη Συροπαλαιστίνη: Μεγγιδώ, Ιεριχώ, Ουγακρίτ, Γιάφφα, Ασκαλώνα, Αλαλάκ. Αλλά και στην ενδοχώρα βρίσκουμε: στην Tell Abu al Kharaz της Ιορδανίας. Όσο για την φαγεντιανή που υπάρχει σε πολλές Κυπριακές ταφές έχει την προέλευσή της τη Συροπαλαιστίνη.[14] Με την Αίγυπτο η σχέση πιστοποιείται από τα μυροδοχεία που βρίσκουμε σε Κυπριακές ταφές (Καλοψίδα, Δάλι, Γέρι, Άρπερα, Νιτοβίκλα). Κυπριακή κεραμεική έχει βρεθεί στην Αίγυπτο (Tell el D' aba). Τέλος Κυπριακή κεραμεική Λευκή Γραπτή, Ερυθρή επί Μελανού, εντοπίζουμε στην Ανατολία (Ταρσός, Καμπάρσα, Κιουλτεπέ και Τομούζ Τεπέ).[14] Γενικά οι σχέσεις της μεγαλονήσου με άλλα κέντρα της ανατολικής Μεσογείου φαίνεται να πυκνώνουν στο τελευταίο μέρος της Μέσης Χαλκοκρατίας ενώ η έλλειψη εξαγωγών στην Κρήτη υποδηλώνει μάλλον ευκαιριακές σχέσεις, είτε ανταλλαγές σε χαλκό από την πλευρά των Κυπρίων.[14]

Οικονομικοκοινωνική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καλλιέργεια της γης με την κτηνοτροφία αποτελούν τη βάση της οικονομίας της περιόδου, ακόμα και σε οικισμούς κοντά σε χαλκοφόρες περιοχές. Η αύξηση της παραγωγής την περίοδο αυτή πιστώνεται από την αύξηση των υποζυγίων και των εργαλείων. Ίχνη διαφοροποίησης και εξειδίκευσης παρατηρούνται στις κοινότητες καθώς απαιτεί η παραγωγή κεραμεικής και χαλκού. Κέντρα εξόρυξης χαλκού και ημιεπεξεργασίας: Αλάμπρα και κέντρα παραγωγής χάλκινων αντικειμένων: Λάπηθος , Καλοψίδα. Η γενική ευημερία που αρχίζει να επικρατεί κυρίως στις παράκτιες περιοχές επιβεβαιώνεται από την παραγωγή Λευκής Γραπτής κεραμεικής, από το μέγεθος των νεκροταφείων και από τον αριθμό των εισηγμένων αντικειμένων.[15] Γενικά από την ισοτιμία των αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων μεταβαίνουμε στην συνθετότερη κοινωνική οργάνωση, με εξειδικευμένες ομάδες αλλά και θέσεις.[16] Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν επίσης τη διάκριση του νησιού σε περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η καθεμιά:

  • το βορειοδυτικό τμήμα και τα παράκτια με παραγωγή Λευκής γραπτής.
  • κεντρικό τμήμα με χαλκοποραγωγούς θέσεις
  • νότιο τμήμα με κυριαρχία μονόχρωμων κεραμεικών
  • ανατολικό τμήμα με παραγωγή Λευκής Γραπτής.[16]

Πολιτική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαφοροποίηση στα ταφικά κτερίσματα και η παρουσία εξειδικευμένων τεχνιτών υποδεικνύουν κοινωνίες με κάποιον βαθμό ιεράρχησης. Στην κορυφή της πυραμίδας είναι άγνωστο ποιοι πως και γιατί βρίσκονται. Σε πανκυπριακό επίπεδο αν και υπάρχουν περιφέρειες σε ανάπτυξη δεν φαίνεται να υπερτερεί κάποια έναντι κάποιας άλλης. Στο τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας στην Κύπρο μετά την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και την ίδρυση νέων θέσεων εκμετάλλευσης του χαλκού ή την ανέγερση οχυρών, υποδηλώνεται η δημιουργία δυνατότητας για κάποιους να ελέγχουν και να οργανώνουν τις επιμέρους οικονομικές και παραγωγικές δραστηρίοτητες. Πολιτισμικά το νησί ανήκει σε προβαθμίδα του Βασιλείου της Αλάσιας.[17]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοκυπριακή περίοδος

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001, σελ.119
  2. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001 σελ.121-122
  3. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.126-127
  4. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.124-126
  5. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.128
  6. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.128-129
  7. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.133
  8. 8,0 8,1 Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.134
  9. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.140
  10. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.141
  11. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.142
  12. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.142-143
  13. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.143
  14. 14,0 14,1 14,2 Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.144
  15. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.145
  16. 16,0 16,1 Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ.146
  17. Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001,σελ. 146-147

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ελένη Μαντζουράνη, Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2001