Πρωτοκυπριακή περίοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Πρωτοκυπριακή περίοδος (2300-1900 π.Χ) καλύπτει την περίοδο της προϊστορίας της Κύπρου από το 2300 έως το 1900 π.Χ.

Η χρονολογική διάταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τους ερευνητές η εποχή χωρίζεται

ή με βάση την τυπολογική εξέλιξη της κεραμεικής σε

  • Πρώιμη Χαλκοκρατία Ι ή Πρωτοκυπριακή Ι (2300-2100 π.Χ)
  • Πρώιμη Χαλκοκρατία ΙΙ ή Πρωτοκυπριακή ΙΙ (2100-2000 π.Χ)
  • Πρώιμη Χαλκοκρατία ΙΙΙ ή Πρωτοκυπριακή ΙΙΙ (2000-1900 π.Χ)[1]

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος εγκαινιάζεται με τη χρήση του χαλκού από τα πλούσια μεταλλεία του νησιού, η εξαγωγή του και η πιο συστηματική επαφή με γειτονικές χώρες.[2]

Πηγές της περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι νεκροπόλεις είναι αυτές που δίνουν τις περισσότερες αρχαιολογικές μαρτυρίες για την περίοδο. Τα πιο γνωστά συστηματικά ανεσκαμμένα νεκροταφεία είναι, δύο στην περιοχή της Φυλλιάς, Αγία Παρασκευή, τέσσερα στη Βασίλεια, Μπέλλαμπαϊς-Βουνοί[3] θέσεις Α και Β και Λάπηθος-Βρύση του Μπάρμπα, Επισκοπή-Μπαμπούλα. Άλλες ταφικές θέσεις είναι στην Κοτσιάτη, Δένεια-Καφκάλλα και Μάλι, στο Ψεματισμένου-Τρέλλουκα, στο Μαρκί.[4]

Υπάρχουν επίσης οικισμοί, στη Σωτήρα-Καμινούδια και στο Μαρκί-Αλώνια. Γενικά επισημαίνεται η κάθετη αύξηση των θέσεων που χρονολογούνται την περίοδο αυτή της Πρώιμης Χαλκοκρατίας σε σχέση με εκείνη της χαλκολιθικής περιόδου.[5]

Οι οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσει των ανασκαφικών δεδομένων στη Σωτήρα-Καμινούδια και στο Μαρκί Αλώνια, γενικά επικρατούν οι ανοχύρωτοι οικισμοί στην ενδοχώρα του νησιού και κοντά σε πηγές νερού και πρώτων υλών για την οικοδομή και την εργαλειοτεχνία, με πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη, βοσκότοπους και δασικές εκτάσεις. Η δόμηση των οικισμών είναι πυκνή με σύνολα από πολλαπλά τετράπλευρα και σπάνια από καμπυλόγραμμα οικήματα.[6]

Οι κατοικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κατοικίες είναι δίχωρες στις οποίες οδηγεί στενός διάδρομους. Οι τοίχοι στηρίζονται σε λιθόκτιστες κρηπίδες διαφορετικού ύψους και η ανωδομή είναι από ωμοπλίνθους ή ωμόπλινθοι (Μαρκί- Αλώνια) ή λιθόκτιστοι (Σωτήρα-Καμινούδια).[6] Η τεχνική είναι η της αργολιθοδομής ή δόμηση από σειρές δουλεμένων ασβεστόλιθων ή πλακοειδών λίθων. Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται και φτάνει και το ένα μέτρο. Δεν αποκλείεται η ύπαρξη και δεύτερου ορόφου αν κρίνουμε από το πάχος των τοίχων. Όσο για το δάπεδο ήταν φτιαγμένα από χτυπητή γη, λασποκονίαμα ή και χαλίκια. Ο θύρες είχαν πλάτος από 0,80 έως 1,4 μ. και ήταν στη μια γωνία του δωματίου και όχι στο μέσον. Κατώφλια ή παραστάδες απουσιάζουν.[7]

Χλωρίδα, πανίδα, διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βασικότερα είδη που έχουν εντοπισθεί είναι δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, φακές, μπιζέλια), καρποφόρα δέντρα (ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές, φυστικές, συκιές) αλλά και σταφύλια. Η πανίδα του νησιού αποτελείτο από ελάφια, αιγοπρόβατα, χοίρους και νέα εισηγμένα είδη ζώων όπως άλογα, όνοι, βοοειδή και μια νέα ποικιλία αίγας με στριφτά κέρατα (Μαρκί-Αλώνια). Ως προς τη διατροφή προηγούνται ως προς τα ευρήματα, τα βοοειδή, τα αιγοπρόβατα, τα ελάφια, και τέλος οι χοίροι. Στο Μαρκί-Αλώνια έχουμε όνους, σκύλους, γάτες και αλεπούδες. Σπάνια είναι τα πτηνά και ελάχιστα τα εδώδιμα είδη οστρέων.[8]

Ταφική αρχιτεκτονική και ταφικές πρακτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τάφοι είναι λαξευμένοι σε βράχο και με σχήμα θαλαμοειδές. Στην είσοδό τους οδηγεί ένας δρόμος αβαθής, λαξευμένος σε βράχο πλήρης λίθων και χώματος. Ο θάλαμος είναι σχεδόν ημικυκλικός ή κυκλικός ή έχουμε και μακρύς και στενός θάλαμος. Η είσοδος έκλεινε με μεγάλο λίθο. Χρησίμευαν για μονές ή πολλαπλές ταφές.[9] Ως προς τα κτερίσματα αποτελούνται από κεραμεική: Ερυθροστιλβωτή και Λευκή Γραπτή και Μελανόχριστη Κτενιστή. Επίσης, βρέθηκαν χάλκινα (εγχειρίδαι, αιχμές, βελόνες, ενώτιο), λίθινα, πήλινα ή οστέινα, αντικείμενα.[10]

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότερες πληροφορίες για την περίοδο είναι έμμεσου χαρακτήρα αφού δεν έχουμε ανασκαφικά δεδομένα από τόπους λατρείας αλλά μεμονωμένα κινητά ευρήματα από τάφους. Έχουν βρεθεί πήλινα ομοιώματα που έχουν ερμηνευθεί ως ιερά. Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τρία: το ομοίωμα των Βουνών και τα δύο ομοιώματα του Κοτσιάτη. Το πρώτο είναι ένα μεγάλο ημισφαιρικό κύπελλο σαν είδος κυκλικού κτίσματος με θύρα, εντός του οποίου έχουν πλαστικά αποτυπωθεί διάφορες ανθρώπινες μορφές όρθιες και καθιστές και σταυλισμένα ζώα-προορισμένα μάλλον για θυσία. Απέναντι από τη θύρα έχουμε ανάγλυφα ξόανα με ταυροκεφαλές και φέρουσες φίδια (σύμβολα γονιμότητα και θανάτου). Η ερμηνεία του αντικειμένου αυτού το θέλει να είναι α) αναπαράσταση τελετουργίας, β) καθημερινή σκηνή σύναξης ανθρώπων μιας αγροτικής κοινότητας μετά το πέρας των εργασιών της ημέρας, γ) τελετουργική σκηνή σε τάφο δ) κοινωνικοοικονομικής φύσεως αναπαράσταση.[11] Τα δύο ομοιώματα που βρέθηκαν στο Κοτσιάτη ερμηνεύονται ως μια συνοπτική απόδοση ιερών στα οποία με τη χρήση υγρών προσφορών λατρεύονται η χθόνια και η θεά της γονιμότητας. Είναι δύο κάθετες πλάκες τοποθετημένες σε κάθετη διάταξη μεταξύ τους: η κάθετη φέρει ανάγλυφους στύλους που απολήγουν σε βουκράνια, ενώ στην οριζόντια απεικονίζεται όρθια μορφή που δίνει την εντύπωση ότι χύνει υγρό σε αγγείο ή το προσφέρει σε κάποια θεότητα.[12]

Κεραμεική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυρίαρχοι τύποι της περιόδου είναι η Ερυθροστιλβωτή του Πολιτισμού της Φυλλιάς με τις παραλλαγές της: η Ερυθροστιλβωτή Χονδροειδής, Λευκή Γραπτή και η Μελανόχριστη και Κτενιστή. Η Ερυθροστιλβωτή χαρακτηρίζεται από κάλυψη με ερυθρή βαφή της επιφάνειας του αγγείου η οποία είναι έντονα στιλβωμένη. Τα σχέδια είναι εγχάρακτα και γεμίζουν με λευκή ουσία. Ο διάκοσμος είναι εγχάρακτος ή ανάγλυφος.[13]

Εργαλειοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χαλκός προμηθευόταν από αποθέματα αυτοφυούς χαλκού, από οξειδώσεις θειούχων χαλκούχων κοιτασμάτων ή την τήξη οξειδίων και ανθρακικών ορυκτών χαλκού. Από την ανάμιξή του με κασσίτερο ή κυπριακό αρσενικό φαίνεται ότι οι Κύπριοι της περιόδου έκαναν χρήση της τεχνολογίας του κρατερώματος. Έτσι παραγόταν ορείχαλκος.

Μετά από χύτευση σε μήτρες και σφυρηλάτηση φτιάχνονταν τα διάφορα αντικείμενα: βελόνες, περόνες, σουβλιά, σμίλες, τμήματα πελέκεων, λαβές μαχαιρίων, μαχαίρια, ξυράφια, λαβίδες, λόγχες, αιχμές δοράτων. Πιο πολλά έχουν βρεθεί σε τάφους και λιγότερα σε οικισμούς.[14] Παρά τη χρήση χαλκού συνεχίζεται η παραγωγή λίθινων εργαλείων και όπλων, λειασμένων και λαξευμένων. Σε ταφικά σύνολα και οικισμούς έχουν βρεθεί λειασμένα τριβεία, τριπτήρες, πελέκεις, σκεπάρνια, σφύρες-κόπανοι, σκαφοειδή-λεκανοειδή σκεύη. Επίσης έχουν βρεθεί λαξευμένα από πυριτόλιθο 5.500 κομμάτια στο Μαρκί-Αλώνια και 4.000 στη Σωτήρα-Καμινούδια. Τέτοια είναι λεπίδες, δρεπάνια, οπείς, τρυπάνια. Δεν λείπουν και τα οστέινα (αιχμές, σφύρα) από κέρατο ελαφιού, αλλά ελάχιστα σε ποσότητα.[15]

Ειδώλια και άλλα αντικείμενα από οπτή γη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν βρεθεί ανθρωπόμορφα[16] ή ζωόμορφα ειδώλια. Στα πρώτα περιλαμβάνονται σανιδόσχημα ή σανιδόμορφα (πήλινα και μικρός αριθμός από λίθινα), αποτελούμενα από δύο ορθογώνιες πλάκες πηλού με τη μεγαλύτερη να είναι το σώμα και τη μικρότερη το κεφάλι, με ελάχιστα ανατομικά χαρακτηριστικά ή του προσώπου, και εγχάρακτο διάκοσμο. Μονοκέφαλα ή δικέφαλα ή δίλαιμα, ανδρικά ή γυναικεία ειδώλια, ως κουροτρόφοι ή ως πρώτες απόπειρες απεικόνισης της Μητέρας Θεάς της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Ως προς τα ζωόμορφα (ταύροι, αιγοειδή, ελαφοειδή, υποζύγια, όνοι, σκύλοι ή και καμήλες), μάλλον ήταν παιχνίδια. Η εμφάνισή τους είναι αποτέλεσμα ίσως εγκατάστασης αποίκων από την Ανατολία. Άλλοι την ερμηνεύουν ως εσωτερική ενδονησιωτική εξέλιξη.[17]

Σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σχέσεις της Κύπρου με περιοχές της Ανατολίας, του Αιγαίου και της Μέσης Ανατολής χαρακτηρίζονται ως σποραδικές. Από τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτουν επαφές με τη Συρία και την Κρήτη. Έχουν βρεθεί είδη κεραμεικής από την πρώτη και εγχειρίδια από τη δεύτερη. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί ψήφοι φαγεντιανής και αλάβαστρο από την Αίγυπτο. Τυπολογική είναι η συσχέτιση των όπλων με την Εγγύς Ανατολή, όπως επίσης η εισαγωγή του αλόγου (Λάπηθος) από την Ανατολία ή των βοοειδών, η υιοθέτηση αιγυπτιακών τύπων παιχνιδιών Σένετ, Μέχεν (Σωτήρα-Καμινούδια και Μαρκί-Αλώνια)[18] καθώς και μια σειρά από φορητά αντικείμενα, αγγεία, χάλκινα εργαλεία (αμφορείς, χάλκινες σμίλες, πήλινες βάσεις υποδοχές μαγειρικών σκευών.[19] Μια σημαντική έμμεση μαρτυρία για τις σχέσεις της Κύπρου είναι η αναφορά της χαλκοπαραγωγού χώρας Αλάσιας σε πήλινες πινακίδες με κείμενα με σφηνοειδή γραφή στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. από την αρχαία πόλη Μάρι της Συρίας. Η ονομασία ταυτίζεται με την Κύπρο. Το εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου την περίοδο αυτή είναι κάποια κεραμεικά ευρήματα και ίσως προϊόντα που δεν άφησαν ίχνη, κυρίως όμως ο περιζήτητος χαλκός εξαγόταν.[19]

Οικονομική-κοινωνική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση των κοινοτήτων αυτής της περιόδου είναι μεικτή αγροτοκτηνοτροφική με περιοδική ενασχόληση το κυνήγι. Αυξάνουν οι κοινότητες κοντά στις χαλκοφόρες περιοχές (βόρεια-βορειοδυτικά του Τροόδους). Προοδευτικά επεισέρχονται στοιχεία εξειδίκευσης της εργασίας και στοιχειώδους κοινωνικής διαφοροποίησης ανάμεσα στα μέχρι τότε ισότιμα μέλη της κοινότητας: νέοι τύποι κεραμεικής, μεγάλα αποθηκευτικά σκεύη, σημεία κεραμέων, πολυμορφία στην παραγωγή της ειδωλοπλαστικής, διάφορες κατηγορίες κοσμημάτων και όπλων. Η εισαγωγή και η χρήση αλόγου, υποζυγίων και βοοειδών αλλάζει ριζικά την καλλιέργεια της γης, τις μεταφορές και επικοινωνίες. Η ίδρυση κοινοτήτων στη βόρεια ακτογραμμή (νεκροπόλεις) επιδρά σε έναρξη επικοινωνίας με εξωτερικό περίγυρο νησιού.[20]

Πολιτική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανισότητες στα κτερίσματα των τάφων δεν παρατηρούνται αλλά επισημαίνονται διαφορές στην αρχιτεκτονική τους. Στα τέλη της Πρωτοκυπριακής ΙΙΙ εντοπίζονται συλλογικοί τάφοι με πλούσια κτερίσματα. Έτσι υποδηλώνεται πως αναδεικνύεται η οικογένεια ή ομάδες με κοινή καταγωγή με υφιστάμενη και κληρονομική εξουσία.[21] Η ύπαρξη όπλων-σημείο εξουσίας, χρυσών αργυρών και χάλκινων κοσμημάτων-διακριτικά πλούτου, συνιστούν τεκμήρια ταξικών διαφορών. Επίσης τα εξωτικά εισηγμένα από το εξωτερικό αντικείμενα τεκμαίρει εξουσιαστικές σχέσεις. Το πιο σημαντικό τεκμήριο διοικητικής οργάνωσης συνιστά η εκμετάλλευση χαλκούχων κοιτασμάτων.[22]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μαντζουράνη, σελ. 87.
  2. Μαντζουράνη, σελ. 88.
  3. Georgiou, σελίδες 49–71.
  4. Μαντζουράνη, σελίδες 88–89.
  5. Μαντζουράνη, σελ. 89.
  6. 6,0 6,1 Μαντζουράνη, σελ. 90.
  7. Μαντζουράνη, σελίδες 90–91.
  8. Μαντζουράνη, σελίδες 108–109.
  9. Μαντζουράνη, σελ. 91.
  10. Μαντζουράνη, σελ. 92.
  11. Μαντζουράνη, σελίδες 109–110.
  12. Μαντζουράνη, σελ. 111.
  13. Μαντζουράνη, σελίδες 97–98.
  14. Μαντζουράνη, σελίδες 101–103.
  15. Μαντζουράνη, σελίδες 100–101.
  16. Karageorghis, σελίδες 45–48.
  17. Μαντζουράνη, σελίδες 104–106.
  18. Μαντζουράνη, σελ. 112.
  19. 19,0 19,1 Μαντζουράνη, σελ. 113.
  20. Μαντζουράνη, σελίδες 114–115.
  21. Μαντζουράνη, σελίδες 115–116.
  22. Μαντζουράνη, σελ. 116.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Georgiou, Giorgos (2001). «Three Early Bronze Age Tombs from the hills of Larnaka District». Επιστημονική Επετηρίς του τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου: 49–71. 
  • Karageorghis, Vassos (2001). «Two anthropomorphic vases of the Early Cypriot Bronze Age». Επιστημονική Επετηρίς του τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου: 45–48. 
  • Μαντζουράνη, Ελένη (2001). Η αρχαιολογία της προϊστορικής Κύπρου. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. ISBN 978-960-354-116-5.