Μαύρος καλαμοκανάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαύρος καλαμοκανάς
Ενήλικος μαύρος καλαμοκανάς
Ενήλικος μαύρος καλαμοκανάς
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Ανωραμφίδες (Recurvirostridae)
Γένος: Ιμαντόπους (Himantopus) Brisson, 1760 Μ
Είδος: H. novaezelandiae
Διώνυμο
Himantopus novaezelandiae (Ιμαντόπους της Νέας Ζηλανδίας)
Gould, 1841

Ο Μαύρος καλαμοκανάς είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά αποκλειστικά στη Νέα Ζηλανδία. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Himantopus novaezelandiae και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [1]

  • Ο μαύρος καλαμοκανάς, όχι μόνον κατατάσσεται στα Κρισίμως Κινδυνεύοντα είδη,[2] αλλά αποτελεί ένα από τα σπανιότερα πτηνά στην υφήλιο.
  • Ο μαύρος καλαμοκανάς ή καλαμοκανάς της Νέας Ζηλανδίας, είναι περισσότερο γνωστός ως κακί, ονομασία που τού έδωσαν οι ιθαγενείς Μαορί.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑ [2]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία himantopus, είναι ελληνική (ιμάντας + πους) και συσχετίζεται, όπως και η λαϊκή ονομασία μαύρος καλαμοκανάς με τα λεπτά -σαν ιμάντες ή σαν καλάμια- πόδια του πτηνού.

Η λέξη stilt στην αγγλική ονομασία του (Black-stilt), σημαίνει «πάσσαλος», «στύλος», αλλά σημαίνει και το κάθε ένα από τα «ξύλινα πόδια» των «ξυλοπόδαρων», εκείνων των ζογκλέρ, δηλαδή, που περπατάνε πάνω σ’αυτά. Ο συσχετισμός με τα πόδια του πτηνού είναι σαφέστατος, [3] όπως και η αναφορά στο μαύρο πτέρωμά του.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Άγγλο ορνιθολόγο Τ. Γκουλντ (John Gould, 1804 – 1881), ως Himantopus novæ-zelandiæ (Port Nicholson, Βόρεια Νήσος, Νέα Ζηλανδία, 1841). Φυλογενετικά, συνδέεται στενά με το H. himantopus, με το οποίο είναι γνωστό ότι σχηματίζει υβρίδια. [4]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαύρος καλαμοκανάς απαντά αποκλειστικά στη Νέα Ζηλανδία ως σπανιότατο ενδημικό πτηνό της χώρας, αναπαραγόμενος μόνον στα κεντρικά τμήματα της Νοτίας Νήσου (Λεκάνη Μακένζι), ενώ διαχειμάζοντες πληθυσμοί υπάρχουν εκεί και σε πολύ μικρούς θύλακες στην Βόρεια Νήσο (εκατέρωθεν του Ώκλαντ) (βλ. Κατάσταση πληθυσμού).

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαύρος καλαμοκανάς φωλιάζει αποκλειστικά στις αμμώδεις κοίτες των ποταμών που διασχίζουν τα αναπαραγωγικά του ενδιαιτήματα, αλλά απαντά και στους γειτνιάζοντες υγρότοπους-βαλτότοπους, [5] κυρίως όχθες λιμνών, έλη και ρηχούς νερόλακκους. [6] Επίσης, τμήμα του συνολικού πληθυσμού διαχειμάζει κατά μήκος της ακτογραμμής σε ενδιαιτήματα που βρίσκονται ανάμεσα σε παλιρροιακές θέσεις. [7]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καλαμοκανάς

Ο μαύρος καλαμοκανάς της Νέας Ζηλανδίας είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, εξαιρετικά μακρείς ταρσούς του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indintinguishable).

Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη μαύρη «ενδυμασία», με πρασινωπή μεταλλική ανταύγεια στην ράχη και τις πτέρυγες. Η ουρά είναι μαύρη, το μέτωπο, οι παρειές και ο λάρυγγας γκρι. Τα νεαρά άτομα έχουν λευκό στήθος, λαιμό και κεφάλι, με μια μαύρη κηλίδα γύρω από τους οφθαλμούς.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 37 έως 40 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 67 έως 85 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 8,7 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Βάρος: 220 γραμμάρια, κατά μέσον όρο

(Πηγές: [8][9]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαύρος καλαμοκανάς τρέφεται κυρίως με έντομα, επίσης με μαλάκια [10] και μικρά ψάρια. [11]

(για μεθόδους αναζήτησης τροφής)

Κύριο λήμμα: Καλαμοκανάς

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καλαμοκανάς

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος αναπαραγωγής του μαύρου καλαμοκανά ποικίλλει ανάλογα με τις βροχές, αλλά συνήθως είναι από τον Σεπτέμβριο-Ιανουάριο ενώ, αντίθετα από τον καλαμοκανά, προτιμάει να φωλιάζει μοναχικά. [12]

  • Κάποια άτομα, ωστόσο, φωλιάζουν από τις αρχές Αυγούστου, μια εποχή όπου τα αρπακτικά πιθανόν να είναι πεινασμένα λόγω του χαμηλού αριθμού της κύριας τροφή τους, των αγριοκούνελων.

Μερικές φορές, η φωλιά είναι κατασκευασμένη από γρασίδι αλλά, πιο συχνά, δεν είναι παρά ένα μικρό βαθούλωμα στο έδαφος, σε μια αμμώδη προεξοχή, ποτέ πολύ μακριά από το νερό. Πολύ πιο σπάνια, κάποια φωλιά μπορεί να ανακαλυφθεί σε ένα κούτσουρο ή σε ένα παρασυρόμενο από το νερό ξύλο.

Γενικά, οι φωλιές των μαύρων καλαμοκανάδων βρίσκονται σε σημεία, όπου συχνάζουν σε μεγάλο βαθμό αρπακτικά ζώα. Επί πλέον, επειδή φωλιάζουν μοναχικά, δεν έχουν τα πλεονεκτήματα των πτηνών που φωλιάζουν σε αποικίες, όπως π.χ. την ικανότητα να εντοπίζουν και να διώχνουν τα αρπακτικά. Επίσης, οι νεοσσοί είναι αναγκασμένοι να αναζητούν τροφή σε μεγαλύτερη έκταση από εκείνη των πτηνών που φωλιάζουν σε αποικίες, στοιχείο που τους καθιστά πιο ευάλωτους. [13]

Το είδος είναι μονογαμικό και τα πουλιά ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής. Η γέννα περιλαμβάνει (3-) 4 αβγά και παραγματοποιείται άπαξ, εκτός εάν η πρώτη χαθεί, οπότε επαναλαμβάνεται. Την επώαση αναλαμβάνουν και τα δύο φύλα. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι και μπορούν να τρέξουν σχεδόν αμέσως μόλις εκκολαφθούν. Όταν ενοχληθούν κρύβονται επιδέξια πίσω από πέτρες, ή κάποια άλλη κρυψώνα. Η περίοδος μέχρι την πτέρωση είναι μεγαλύτερη από εκείνη του καλαμοκανά (39-55 ημέρες). Θεωρείται ότι, ο επιπλέον χρόνος που δαπανάται στο έδαφος αυξάνει την πιθανότητα θήρευσης, ιδιαίτερα όταν οι νεοσσοί εκκολάπτονται αργά -τον Φεβρουάριο. Άλλωστε, ο μαύρος καλαμοκανάς, λόγω του ομοιόχρωμου πτερώματός του, δεν διαθέτει το καμουφλάζ των άλλων καλοβατικών, καθιστώντας τον ευκολότερη λεία για τα αρπακτικά. [14] Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στην ηλικία των τριών ετών. [15]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ξενικοί θηρευτές, ειδικότερα τα εισηγμένα θηλαστικά όπως οι γάτες, οι ικτίδες (Mustela furo και Μ. erminea), οι σκαντζόχοιροι (Erinaceus sp. ) και οι καφέ αρουραίοι (Rattus norvegicus), καθώς και τα ιθαγενή πτηνά Circus approximans και Larus dominicanus [16][17] αποτελούν σήμερα την κύρια απειλή για τον μαύρο καλαμοκανά, αλλά η συνδυαστική επίδραση της απώλειας των ενδιαιτημάτων του έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Μεγάλο μέρος των οικοτόπων του έχει χαθεί μέ την αλλαγή χρήσης της γης και τα έργα εκμετάλλευσης της υδροηλεκτρικής ενέργειας. [18] Οι φωλιές καταστρέφονται, και η θήρευση είναι πιθανώς αυξημένη, με την αποστράγγιση και υδροηλεκτρική ανάπτυξη, την ανάπτυξη των ζιζανίων και των προγραμμάτων αντιπλημμυρικών έργων. [19] ενώ τα πουλιά που φωλιάζουν ενοχλούνται από τα αθλήματα αναψυχής στις κοίτες των ποταμών. Τυχόν δυσμενείς καιρικές συνθήκες και φυσικές πλημμύρες δρουν ως συμπληρωματικές, απρόβλεπτες απειλές. [20]

Μαύρος καλαμοκανάς κοντά στο Τουίζελ, Νέα Ζηλανδία

Τέλος, σοβαρό κίνδυνο αποτελεί, πλέον, η υβριδοποίηση με το υποείδος H. h. leucocephalus -κατ’ άλλους με το είδος H. leucocephalus- η οποία αφέθηκε να συνεχιστεί υπό τις πρώην στρατηγικές διαχείρισης. Η ρύθμιση της αναλογίας φύλου, η χαμηλή αναπαραγωγική επιτυχία σε υβριδικά θηλυκά και υψηλή θνησιμότητα είναι οι πιθανοί λόγοι για την έλλειψη ευρείας ανάμιξης του γενετικού υλικού μεταξύ των δύο taxa. [21].

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος άλλοτε ήταν αρκετά διαδεδομένο, αναπαραγόταν και διαχείμαζε σε όλη την έκταση των δύο νησιών της Νέας Ζηλανδίας, αλλά μετά από μακροχρόνια μείωση των πληθυσμών του, περιορίζεται πλέον κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου στην άνω κοιλάδα Waitaki στο Νότιο Νησί. Περίπου το 90% του πληθυσμού περιλαμβάνει επιδημητικά άτομα, αλλά μικροί αριθμοί εξακολουθούν να διαχειμάζουν στο Βόρειο Νησί. Στη δεκαετία του 1940, ο συνολικός πληθυσμός μπορεί να έφθανε τα 500-1.000 πουλιά (Pierce 1984), αλλά το είδος έκτοτε, έπαψε να αναπαράγεται στο Βόρειο Νησί και ήταν σπάνιο ως φωλιάζον στα πεδινά. Συνέχισε να υποχωρεί και έφθασε μόλις στα 23 (sic) άτομα το 1981, όταν άρχισε η εντατική εφαρμογή των μέτρων διαχείρισης. [22][23] Το 2001, ο άγριος αναπαραγωγικός πληθυσμός αποτελείτο από, μόλις, 7 ζεύγη, [24] με ανώτατο όριο τους 84 ενήλικες τον Αύγουστο του 2002. [25]

Κατά την περίοδο αναπαραγωγής 2004-2005, υπήρχαν 11 ζευγάρια. [26] Από αυτό το σημείο, ο πληθυσμός έχει αρχίσει να αυξάνεται, κυρίως χάρη στην ετήσια απελευθέρωση ατόμων που εκτρέφονται σε διαδικασίες «ταχύρυθμης» αιχμαλωσίας. Κατά την περίοδο 2007-2008 εξετράφησαν 77 υποενήλικα και 16 ανήλικα άτομα, πάνω από 80 το 2009 και άλλα 70 το 2012 κοντά στη λίμνη Tekapo. [27][28] Βέβαια, στην περίοδο 2007-2008, υπήρχαν συνολικά μόλις 20 αναπαραγωγικά ζευγάρια και 78 ώριμα άτομα στην άγρια φύση (αν και δεν είναι, πλέον, σαφές πόσα από αυτά προήλθαν από αιχμαλωσία και δεν έχουν ακόμη πολλαπλασιαστεί στο φυσικό τους περιβάλλον. [29] Το 2012, πριν από την ετήσια απελευθέρωση των πτηνών που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία, ο συνολικός «ελεύθερος» πληθυσμός ανήλθε στα 130 άτομα, περίπου. [30]

Η επιβίωση του είδους εξακολουθεί να εξαρτάται από τις προσπάθειες εκτροφής σε αιχμαλωσία, έως ότου μπορεί να διατηρηθεί χωρίς θηρευτές ο βιότοπος αναπαραγωγής. [31] Λιγότερα από 20 άτομα-υβρίδια Η. novaezelandiae x H. leucocephalus είναι γνωστά σήμερα. [32]

  • Παρά τα -περισσότερα από- 20 χρόνια εντατικών προσπαθειών διατήρησης, ο μαύρος καλαμοκανάς παραμένει ένα από τα πιο απειλούμενα καλοβατικά πτηνά στον κόσμο, κατά κάποιους ερευνητές το σπανιότερο καλοβατικό στην υφήλιο. [33] Κατατάσσεται ως Κρισίμως Κινδυνεύον (CR, επειδή, παρόλο που έχει ανακάμψει κατά την τελευταία δεκαετία, εξακολουθεί να έχει πολύ μικρό πληθυσμό. Η ετήσια απελευθέρωση σημαντικού αριθμού ατόμων από αιχμαλωσία, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των θηρευτών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι απέτρεψε από το Εξαφανιστεί στην Φύση (ΕΧ), ενώ η μακροπρόθεσμη επιβίωσή του εξαρτάται από τα εντατικά μέτρα διαχείρισης (βλ. παρακάτω). [34]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρέχοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρόσφατες εξελίξεις στις μεθόδους απελευθέρωσης φαίνεται να έχουν αυξήσει την αρχική επιβίωση των απελευθερωμένων πουλιών από 20-45% σε 80-100%, αλλά χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές. Η ενεργή διαχείριση περιλαμβάνει διπλή και τριπλή επώαση από τους γονείς με την αφαίρεση των πρώτων αβγών, για την «πυροδότηση» εκ νέου ωοτοκίας. Τα αφαιρούμενα αυγά οδηγούν σε δημιουργία πτηνών σε αιχμαλωσία. Χρησιμοποιούνται ηχογραφημένες φωνές των γονέων στους νεοσσούς κατά τη διάρκεια της εκτροφής σε αιχμαλωσία, για να εξοπλιστούν με τις ηθολογικές και ακουστικές δεξιότητες αναγνώρισης, που είναι απαραίτητες για την επιβίωση στο άγριο περιβάλλον, όταν απελευθερωθούν. [35]

Η περίφραξη ώστε να αποκλειστεί η πρόσβαση θηρευτών εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο χώρο κοντά στη λίμνη Tekapo στα τέλη του 1970, [36] ενώ η παγίδευση των θηρευτών γύρω από όλες τις άγριες φωλιές ήταν σε εξέλιξη μετά το 1997, [37] καθώς και η έρευνα για να καθοριστεί η φύση της απειλής από κάθε είδος αρπακτικού. [38]

Προτεινόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Συνέχιση της παρακολούθησης των τάσεων του πληθυσμού.
  • Παρακολούθηση των ποσοστών απώλειας και υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων σε όλο το φάσμα κατανομής του είδους.
  • Διατήρηση και βελτίωση της παραγωγικότητας του πληθυσμού σε αιχμαλωσία, και εξασφάλιση ότι, τα ζεύγη αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία είναι γενετικά «απομακρυσμένα», ώστε να αποτραπεί πιθανή πίεση λόγω ενδογαμίας. [39]
  • Εγκατάσταση ενός αυτοτροφοδοτούμενου πληθυσμού σε κάποιο, χωρίς θηρευτές, νησί.
  • Ενθάρρυνση του κόσμου για την υποστήριξη των προσπαθειών. [40]
  • Επιδίωξη διατήρησης αναπαραγωγικών οικοσυστημάτων χωρίς θηρευτές.
  • Συνέχιση των προσπαθειών για την πρόληψη της υβριδοποίησης και διατήρηση της ισορροπίας στον αριθμό ατόμων των φύλων, ώστε να αποφεύγονται οι συνθήκες υπό τις οποίες υπάρχει ανάμιξη γενετικού υλικού με το H. himantopus. [41]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 133
  2. 2,0 2,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22693690/0
  3. http://dictionary.reference.com/browse/stilt?s=t&path=/
  4. http://www.hbw.com/species/black-stilt-himantopus-novaezelandiae
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22693690/0
  6. http://www.hbw.com/species/black-stilt-himantopus-novaezelandiae
  7. http://www.iucnredlist.org/details/full/22693690/0
  8. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2015. 
  9. planetofbirds.com
  10. Anon. 2009
  11. Pierce 1986a
  12. http://www.hbw.com/species/black-stilt-himantopus-novaezelandiae
  13. planetofbirds.com
  14. planetofbirds.com
  15. Anon. 2009
  16. Pierce 1986b
  17. DP. Murray per A. Grant in litt. 1999
  18. Anon. 2009
  19. Dowding & Murphy in press.
  20. DP. Murray per A. Grant in litt. 1999
  21. Steeves et al
  22. Keedwell
  23. Maloney & Murray
  24. Keedwell et al
  25. M. Bayliss in litt. 2002
  26. R. Maloney in litt. 2005
  27. R. Maloney in litt. 2008
  28. Anon. 2012
  29. R. Maloney in litt. 2008
  30. Anon. 2012
  31. Keedwell
  32. R. Maloney in litt. 2008
  33. Morris & Alison
  34. http://www.iucnredlist.org/details/22693690/0
  35. Galbraith et al
  36. Anon. 2009
  37. R. Maloney in litt. 1999
  38. DP Murray per A. Grant in litt. 1999
  39. Hagen et al
  40. Reed et al
  41. Steeves et al

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anon. 2012. 45 black stilt released to boost wild population of just 130 birds. Wildlife Extra News. Available at: https://web.archive.org/web/20150321002418/http://www.wildlifeextra.com/go/news/black-stilt012.html#cr. (Accessed: 11/10/2013).
  • Chambers, G. K.; MacAvoy, E. S. 1999. Molecular genetic analysis of hybridisation. Department of Conservation, Wellington.
  • Dowding, J.E. and Murphy, E.C. 2001. The impact of predation by introduced mammals on endemic shorebirds in New Zealand: a conservation perspective. Biological Conservation 99: 47-64.
  • Galbraith, J. A.; Sancha, S. E.; Maloney, R. F.; Hauber, M. E. 2007. Alarm responses are maintained during captive rearing in chicks of endangered Kaki. Animal Conservation10(1): 103-109.
  • Hagen, E. N.; Hale, M. L.; Maloney, R. F.; Steevs, T. E. 2011. Conservation genetic management of a Critically Endangered New Zealand endemic bird: minimizing inbreeding in the Black Stilt Himantopus novaezelandiae. Ibis 153: 556-561.
  • Heather, B. D.; Robertson, H. A. 1997. The field guide to the birds of New Zealand. Oxford University Press, Oxford, UK.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015).
  • Keedwell, R. 2005. Black Stilt (Kaki) recovery effort. Wingspan 15: 15.
  • Keedwell, R. J.; Maloney, R. F.; Murray, D. P. 2002. Predator control for protecting kaki (Himantopus novaezelandiae) - lessons from 20 years of management. Biological Conservation 105: 369-374.
  • Maloney, R., and Murray, D. 2002. Kaki (black stilt) recovery plan 2001-2011, NZ Department of Conservation: Wellington.
  • Morris Rod, Alison Ballance (2008), Rare Wildlife of New Zealand, Random House, page 113
  • Murray, D. P.; Sanders, M. D. 2000. Assessment of Chatham island as a location for liberation of Black Stilts.
  • Pierce, R. 1986. Black Stilt. John McIndoe, Dunedin.
  • Pierce, R. J. 1986. Differences in susceptibility to predation during nesting between Pied and Black Stilts Himantopus spp. The Auk 103: 273-280.

Pierce, R. J. 1984. The changed distribution of stilts in New Zealand. Notornis 31: 7-18.

  • Reed, C. E. M.; Murray, D. P.; Butler, D. J. 1993. Black Stilt recovery plan (Himantopus novaezealandiae) . Department of Conservation, Wellington.
  • Steeves, T. E.; Maloney, R. F.; Hale, M. L.; Tylianakis, J. M.; Gemmell, N. J. 2010. Genetic analyses reveal hybridization but no hybrid swarm in one of the world’s rarest birds. Molecular Ecology 19(23): 5090-5100.
  • Wallis, G. 1999. Genetic status of New Zealand Black Stilt Himantopus novaezelandiaeand the impact of hybridisation.


Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»