Μαδρέπορα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαδρέπορα
Το είδος Madrepora oculata («κοράλλι ζιγκ-ζαγκ»)
Το είδος Madrepora oculata («κοράλλι ζιγκ-ζαγκ»)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Κνιδόζωα (Cnidaria)
Ομοταξία: Ανθόζωα (Anthozoa)
Υφομοταξία: Εξακοράλλια (Hexacorallia)
Τάξη: Σκληρακτίνια (Scleractinia)
Οικογένεια: Οκουλινίδες (Oculinidae)
Γένος: Μαδρέπορα (Madrepora)
Linnaeus[1], 1758
Συνώνυμα
  • Amphelia (Milne Edwards & Haime, 1849)
  • Amphihelia (Milne Edwards & Haime, 1851)
  • Neohelia (Moseley, 1881)

Τα μαδρέπορα (Madrepora, ονομασία που σημαίνει «μητέρα των πόρων») ή η αμφ(ι)ηλία είναι γένος πετρωδών κοραλλιών της υφομοταξίας εξακοράλλια, που σχηματίζει συχνά κοραλλιογενείς υφάλους ή κοραλλιογενή νησιά (ατόλες) σε τροπικές θάλασσες. Η ονομασία «μαδρέπορα» υποδήλωνε παλαιότερα οποιοδήποτε πετρώδες κοράλλι της τάξεως σκληρακτίνια, δηλαδή χιλιάδες είδη. Τα μαδρέπορα αναπαράγονται με τρεις διαφορετικούς τρόπους, όπως ανακαλύφθηκε από τη ζωολόγο Άννα Τυν (1800-1866).[2] Μερικά είδη είναι γνωστά κοινώς ως «κερατοκοράλλια» (horn coral). Ως αποικίες, διακλαδίζονται με τους πολύποδες (που είναι πολύ μικροί) μέσα σε κυλινδρικά «κύπελλα», που διαχωρίζονται από διάτρητο κοινόστεο. Ο ακραίος πολύποδας κάθε κυπέλλου φέρει 6 πλοκαμάκια, ενώ οι πλευρικοί πολύποδες φέρουν 12. Το γένος συναντάται στη Μεσόγειο Θάλασσα (νοτίως της Γαλλίας, Αδριατική) και στον Ατλαντικό Ωκεανό, σε βάθη έως 600-700 μέτρα. Γνωστότερο είδος είναι το Madrepora oculata.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά από τα είδη μαδρεπόρων είναι τα εξής[3]:

  • Madrepora arbuscula (Moseley, 1881)
  • Madrepora astroites Forskål, 1775
  • Madrepora carolina (Pourtalès, 1871)
  • Madrepora minutiseptum Cairns & Zibrowius, 1997
  • Madrepora oculata Linnaeus, 1758
  • Madrepora porcellana (Moseley, 1881)
  • Madrepora trochiformis Pallas, 1766


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «αμφιλία» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 234