Μαδρέπορα
Μαδρέπορα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Madrepora oculata («κοράλλι ζιγκ-ζαγκ»)
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||
|
Τα μαδρέπορα (Madrepora, ονομασία που σημαίνει «μητέρα των πόρων») ή η αμφ(ι)ηλία είναι γένος πετρωδών κοραλλιών της υφομοταξίας εξακοράλλια, που σχηματίζει συχνά κοραλλιογενείς υφάλους ή κοραλλιογενή νησιά (ατόλες) σε τροπικές θάλασσες. Η ονομασία «μαδρέπορα» υποδήλωνε παλαιότερα οποιοδήποτε πετρώδες κοράλλι της τάξεως σκληρακτίνια, δηλαδή χιλιάδες είδη. Τα μαδρέπορα αναπαράγονται με τρεις διαφορετικούς τρόπους, όπως ανακαλύφθηκε από τη ζωολόγο Άννα Τυν (1800-1866).[2] Μερικά είδη είναι γνωστά κοινώς ως «κερατοκοράλλια» (horn coral). Ως αποικίες, διακλαδίζονται με τους πολύποδες (που είναι πολύ μικροί) μέσα σε κυλινδρικά «κύπελλα», που διαχωρίζονται από διάτρητο κοινόστεο. Ο ακραίος πολύποδας κάθε κυπέλλου φέρει 6 πλοκαμάκια, ενώ οι πλευρικοί πολύποδες φέρουν 12. Το γένος συναντάται στη Μεσόγειο Θάλασσα (νοτίως της Γαλλίας, Αδριατική) και στον Ατλαντικό Ωκεανό, σε βάθη έως 600-700 μέτρα. Γνωστότερο είδος είναι το Madrepora oculata.
Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μερικά από τα είδη μαδρεπόρων είναι τα εξής[3]:
- Madrepora arbuscula (Moseley, 1881)
- Madrepora astroites Forskål, 1775
- Madrepora carolina (Pourtalès, 1871)
- Madrepora minutiseptum Cairns & Zibrowius, 1997
- Madrepora oculata Linnaeus, 1758
- Madrepora porcellana (Moseley, 1881)
- †Madrepora trochiformis Pallas, 1766
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ «ITIS Standard Report Page: Madrepora». Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2008.
- ↑ «On the increase of Madrepores». Annals and Magazine of Natural History (Λονδίνο: Taylor and Francis) 3 (29): 449-461. 1859. https://books.google.com/books?id=CrBMAAAAYAAJ&lpg=PA449&ots=wRUXd0ykn7&dq=anne%20thynne%20zoology&pg=PA449#v=onepage&q&f=false.
- ↑ http://www.marinespecies.org/aphia.php?p=taxdetails&id=135123
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Το λήμμα «αμφιλία» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 234