Μήνυση
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η μήνυση[1][2] είναι ένας από τους τρόπους καταγγελίας (γνώσης του τελούμενου εγκλήματος)[3] αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος (ποινικά αξιόποινης πράξης), η οποία υποβάλλεται ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών καθώς και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους (αστυνομία), είτε από τον ίδιο τον μηνύοντα είτε από τον δικηγόρο με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο φέρει τη γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα. Αν η μήνυση υποβληθεί σε ανακριτικό υπάλληλο, τότε αυτός οφείλει να τη διαβιβάσει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο (άρθ. 46 και 42 παρ. 2,3 ΚΠΔ)[4]. Το άρθρο 42 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. ορίζει "Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε, και οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο".
Η διάκριση της μηνύσεως από την έγκληση[5] συνίσταται στο ότι η έγκληση είναι η καταγγελία διαπραττόμενου εγκλήματος στις αρμόδιες ως άνω αρχές:
- 1. από τον αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθόντα (άρθ. 118 παρ. 1 Π.Κ.), δηλαδή τον φορέα του έννομου αγαθού, που προστατεύεται από την οικεία ποινική διάταξη και προσβάλλεται αντίστοιχα με την εγκληματική πράξη. Π.χ. ο υβρισθείς στην εξύβριση, ο τραυματισθείς στη σωματική βλάβη κ.α.
- 2. από τον αδικηθέντα, δηλαδή αυτόν που ζημιώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο άμεσα από το έγκλημα, ο οποίος δεν είναι όμως και ο παθών. Π.χ. ο ψευδώς καταμηνυθείς στην ψευδή καταμήνυση (άρθρο 229 Π.Κ.) (βλ. ποινικό δικονομικό δίκαιο, Αργύριου Καρρά).
Η προθεσμία για την υποβολή της εγκλήσεως στα κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα είναι 3 μήνες από την ημέρα που ο παθών έλαβε γνώση για την τέλεση εις βάρος του της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε (άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ.). Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, η πράξη παραγράφεται εντός 5 ετών από της τελέσεώς της, οπότε θα πρέπει να επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα εντός της προθεσμίας των 5 ετών από της τελέσεως της πράξεως.
Στο Ποινικό Δίκαιο, μόνος αρμόδιος για την υποβολή μιας υπόθεσης σε δικαστική κρίση με την άσκηση της ποινικής δίωξης είναι ο Εισαγγελέας για κακουργήματα ή πλημμελήματα και ο Δημόσιος κατήγορος για τα πταίσματα.
Αρμόδια Δικαστήρια είναι τα Ποινικά Δικαστήρια, ενώ οι δράστες τιμωρούνται με τις ποινές της φυλάκισης, της κάθειρξης, της χρηματικής ποινής ή/και του προστίμου.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. άρθρο 42.
- ↑ Ποινικά Χρονικά 1979. ΔιατΕισΕφΛαρ 57/1978.
- ↑ Καρράς, Αργύριος (1993). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο. σελ. 281.
- ↑ Μαργαρίτης, Λάμπρος (1197). Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία. Αθήνα.
- ↑ Ποινικός Κώδικας. άρθρα 117, 118, 119, 120. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2019.
Αυτό το νομικό λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |