Μάχη του Καντές

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 34°33′20″N 36°29′53″E / 34.555487°N 36.498028°E / 34.555487; 36.498028

Μάχη του Καντές
Μέρος της Δεύτερης συριακής εκστρατείας του Ραμσή Β΄
Ο Ραμσής επάνω σε άρμα, στη μάχη του Καντές. (Ανάγλυφο στο εσωτερικό του ναού Αμπού Σίμπελ.)
ΧρονολογίαΤέλη Μαΐου 1274 π.Χ.
ΤόποςΣτον Ορόντη ποταμό κοντά στην
ΈκβασηΣυνθήκη ειρήνης
Τακτική: αιγυπτιακή πύρρειος νίκη
Στρατηγική: νίκη των Χετταίων
(Η Αυτοκρατορία των Χετταίων επεκτάθηκε προς νότο)
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Ραμσής Β΄

Δυνάμεις
20.000 άνδρες
23.000 - 50.000 άνδρες
Απολογισμός
Άγνωστος
Άγνωστος

Η Μάχη του Καντές - ή Κίντζα, στη χεττιτική γλώσσα, διεξήχθη το 1274 π.Χ. στις όχθες του ποταμού Ορόντη, στη σημερινή Συρία, και συμμετείχαν σ' αυτήν οι μεγάλες δυνάμεις της συγκεκριμένης περιόδου στη Μέση Ανατολή: η Αιγύπτος του Ραμσή και οι χεττιτικές δυνάμεις του Μουβατάλις Β΄. Αποτέλεσε την τελευταία πράξη μιας μακράς σειράς πολέμων ανάμεσα στα δύο βασίλεια, και ήταν πιθανότατα η μάχη στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τα περισσότερα ιππήλατα πολεμικά άρματα (περίπου 5.000). Ήταν επίσης η πρώτη μάχη της ιστορίας που υπήρξε τόσο καλά τεκμηριωμένη, ώστε να είναι δυνατή η ανασύνθεση κάθε σταδίου της.

Ως πολεμικό γεγονός είναι αυτό που μνημονεύεται πιο πολύ από όλα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή του Μεγάλου ή Ραμσή Β΄. Η εκδοχή της μάχης διατηρήθηκε σε 13 παπύρους, που φυλάσσονταν και ανακαλύφθηκαν στα ιερά του Αμπού Σίμπελ, στην Άβυδο, στο Καρνάκ και στο Ραμεσσείο. Κατά το πέμπτο με έκτο έτος της βασιλείας του, ο Ραμσής έπρεπε να αντιμετωπίσει το στρατό των Χετταίων. Η μάχη δόθηκε στα περίχωρα της πόλης Καντές, κοντά στον ποταμό Ορόντη: οι Χετταίοι είχαν επικεφαλής τον βασιλιά τους Μουβατάλις Β΄ και οι Αιγύπτιοι τον φαραώ Ραμσή Β΄. Η μάχη κατέληξε σε τακτική νίκη των Αιγυπτίων, με βαριές απώλειες, αλλά ουσιαστικά σε στρατηγική ήττα τους, αφού αποχώρησαν χωρίς να καταλάβουν το οχυρό και μετά πρακτικά αποφάσισαν να παραχωρήσουν το προτεκτοράτο τους της Αμορού στους Χετταίους. Η προέλαση των Χετταίων προς το νότο και τις κτήσεις της Αιγύπτου όμως ανακόπηκε. Ύστερα από δεκάξι χρόνια από την ημερομηνία της μάχης ο Ραμσής Β΄ συμφώνησε με τον νέο βασιλιά των Χετταίων Χατουσίλις Γ΄ να κλείσουν συνθήκη ειρήνης και να θέσουν τέρμα στις εχθροπραξίες των δυο λαών. Ο Ραμσής για να ενισχύσει τη συνθήκη παντρεύτηκε δύο Χετταίες πριγκίπισσες. Από τους γάμους αυτούς έχουμε αναπαράσταση στο Ραμέσσειο και στο Αμπού Σίμπελ.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ραμσής συγκέντρωσε 20.000 άντρες, πεζούς και αρματηλάτες, τους οποίους χώρισε σε τέσσερις φάλαγγες. Κατά τα συνήθη πρότυπα της εποχής, το πεζικό αποτελούσαν οι απλοί χωρικοί με ανώτερους ευγενείς να διοικούν το κάθε σώμα μάχης και τα άρματα τα επάνδρωναν οι ευγενείς μαζί με ένα οδηγό. Ο Ραμσής φέρθηκε υπεροπτικά και δεν κρατούσε το σώμα με συνοχή, αρκετές φορές τα σώματα μεταξύ τους απείχαν μέχρι και 15 χιλιόμετρα, ενώ επίσης δεν τοποθέτησε και ανιχνευτές μπροστά να ελέγχουν τις διαβάσεις. Αντίθετα ο βασιλιάς των Χετταίων Μουβατάλις, παρότι διέθετε λιγότερες δυνάμεις μαζί του, δηλαδή 16.000, ενώ είχε συγκεντρώσει 40.000 και τους είχε διαθέσει να φυλάνε διάφορα περάσματα, κρατούσε τα σώματα με συνοχή και πειθαρχία και τοποθέτησε ανιχνευτές να παρακολουθούν κάθε κίνηση του αντίπαλου στρατού. Όταν ο στρατός του Ραμσή περνούσε τον ποταμό Ορόντη κοντά στο Καντές, ο Μουβατάλις έστειλε 2.500 άρματα, με 3 άνδρες στο καθένα, να επιτεθούν. Ο στρατός του Ραμσή, που πέρναγε το ποτάμι μαζί με τον ίδιο, αποδιοργανώθηκε. Όμως ο ίδιος ο Φαραώ συγκράτησε την υποχώρησή του και γρήγορα ένα από τα σώματα του στρατού του που είχε μείνει πιο πίσω απώθησε τους Χετταίους. Ύστερα οι δυνάμεις των Αιγυπτίων προσπάθησαν να καταλάβουν το φρούριο της περιοχής, χωρίς επιτυχία όμως.

Ο Ραμσής επέστρεψε στην Αίγυπτο ως ο νικητής της μάχης. Η αλήθεια όμως είναι ότι κανένας από τους δύο ηγεμόνες, τον Αιγύπτιο και τον Χετταίο, δεν είχε κανένα ουσιαστικό όφελος μετά τη μάχη. Κανένας από τους δύο δεν παρέταξε στο σύνολό του το στρατό που είχε μαζί του και οι Χετταίοι δεν χρησιμοποίησαν το πλεονέκτημα ότι κατείχαν σιδερένια όπλα έναντι των ορειχάλκινων των Αιγυπτίων. Μόνο ο Ραμσής διέδωσε ότι ήταν νικητής της μάχης, μιας μάχης που στη πραγματικότητα δεν ανέδειξε κανένα νικητή, πλην όμως θεωρείται ως τέτοιος αφού και ο Χετταίος ηγεμόνας δεν διεκδίκησε τη νίκη αυτή.

Οι Στρατοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χετταίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Αιγυπτίων, ο Μουβατάλις είχε καταφέρει να δημιουργήσει το μεγαλύτερο συνασπισμό που είχε υπάρξει έως τότε: υπολογίζεται ότι συγκέντρωσε περίπου 40.000 ένοπλους άνδρες και 3.700 πολεμικά άρματα -στα οποία γίνεται αναφορά με τρόμο ακόμη και στη Βίβλο- που προέρχονταν από 17 επαρχίες και συμμαχικά βασίλεια.

Βασίλειο Αρχηγός Σύνθεση
Χατταίοι Μουβατάλις 500 άρματα και 5.000 πεζοί
Ακπίς Χατουσίλις 500 άρματα και 5.000 πεζοί
Πιτάσσα (Πήδασος) Μιτταναμουβάς 500 άρματα και 5.000 πεζοί
Βιλούσα (Τροία), Μίρα και Απάλλα Πιγιάμα-Ιναράς (Πρίαμος;) 500 άρματα και 5.000 πεζοί
Μάσα, Καρκάσα (Καρκισσός) και Αραουάνα Άγνωστος 200 άρματα και 4.000 πεζοί
Κιζουβάντνα Άγνωστος 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Καρκεμίς Σαουρουνουβάς 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Μιττάνι Σαττουάρα 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Ουγκαρίτ Νικμέπα 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Χαλέπι Τάλμι-Σαρούμα 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Καντές Νικμ Άμπου 200 άρματα και 2.000 πεζοί
Λούκκα (Λυκία) Άγνωστος 100 άρματα και 2.000 πεζοί
Χώρα του Ποταμού Σεχά Μαστουρίς 100 άρματα και 1.000 πεζοί
Νουχάσε Άγνωστος 100 άρματα και 1.000 πεζοί
Σύνολο 3.700 άρματα και 40.000 πεζοί

Αιγύπτιοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στρ/τική μονάδα Ονομασία Έμβλημα Έδρα
Πρώτο σώμα Ισχύς των Τόξων Άμμων Θήβαι
Δεύτερο σώμα Περίσσια Γενναιότητα Ρα Ηλιούπολις
Τρίτο σώμα Δύναμη των Τόξων Σηθ Πι-Ραμσής
Τέταρτο σώμα Άγνωστη Φθα Μέμφις

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anglim, Simon, κ.ά. Τεχνικές μάχης στον αρχαίο κόσμο, 3000 π.Χ.-500 μ.Χ. (Στρατιωτική ιστορία). Αθήνα: Σαββάλας, 2005.
  • Αρχαία Αίγυπτος: Αμπού Σίμπελ και Ραμσής Β΄ (Αρχαίοι Πολιτισμοί, τεύχ. 60). Αθήνα: DeAgostini Hellas, 2001.
  • Lanning, L. Michael. Οι 100 μεγαλύτερες μάχες όλων των εποχών. Αθήνα: Ενάλιος, 2004.