Μάνσο Β΄ του Αμάλφι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάνσο Β΄ του Αμάλφι
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΓουαϊμάρος του Αμάλφι
Μάνσο
ΓονείςΣέργιος Γ΄ του Αμάλφι και Μαρία του Αμάλφι και της Κάπουα
ΑδέλφιαΙωάννης Β΄ του Αμάλφι

Ο Μάνσο, γνωστός σαν Μάνσο ο Τυφλός, ήταν Δούκας του Αμάλφι σε τρεις περιπτώσεις: από το 1028 έως το 1029, από το 1034 έως το 1038 και από το 1043 έως το 1052[1].

Ήταν ο δεύτερος γιος του Σέργιου Γ΄ και της Μαρίας της Κάπουα, αδελφή του Πανδόλφου της Κάπουα. Η ζωή του είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στην αντιπαλότητα με τον αδελφό του Ιωάννη Β΄, για να καταλάβει το δουκικό θρόνο. Το Χρονικό του Αμάλφι Chronicon Amalfitanum (γύρω στο 1300) είναι η κύρια πηγή για την θητεία του.

Το 1028, με τη βοήθεια της μητέρας του, κατέλαβε το δουκάτο, πιθανώς μετά από υποκίνηση του θείου του Πανδόλφου, ενώ ο πατέρας του Σέργιος Β 'και ο Ιωάννης Β' κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη. Το 1029, ο Ιωάννης Β΄ επέστρεψε μόνος του από την εξορία και αποκατέστησε την εξουσία του διώχνοντας τον Μάνσον και τη Μαρία. Τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1034, ο Ιωάννης χάνει την εξουσία ξανά από τον Μάνσο και η Μαρία οι οποίοι ενεργούσαν με την υποστήριξη του Πανδόλφου. Στη συνέχεια, η Μαρία παίρνει τους τίτλους της Δούκισσας και της Πατρικίας, σε αντίθεση με τον Μάνσο που δεν έχει κάοιο τίτλο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία της οποίας το δουκάτο ήταν υποτελές. Στη συνέχεια ευθυγραμμίζουν σαφώς την πολιτική τους με τους Λομβαρδούς και όχι με τους Έλληνες.

Το 1038, ο αυτοκράτορας Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλαμβάνει τη Κάπουα και διώχνει τον Πάανδόλφο και ο Ιωάννης κατάφερε να επιστρέψει στο Αμάλφι. Τυφλώνει και εξορίζει τον αδερφό του στα Νησιά των Σηρεινών και στην Νήσο Κόκορα, με την υποστήριξη της Μαρίας, την οποία αποδέχεται ως συνκυβερνήτη. Η σκληρότητα αυτής της πράξης έθεσε τους κατοίκους ενάντια στον δούκα και τη δούκισσα τους και τον Απρίλιο του 1039, εκδίωξαν τον Ιωάννη και τη Μαρία και έθεσαν το δουκάτο υπό την κυριαρχία του Γκουαμάρ Δ΄του Σαλέρνο[2]. Ο Γκουαμάρ διορίζει τον Μάνσο ως Δούκα 1040 ή 1043, υπό την αιγίδα του πριγκιπάτου του Σαλέρνο. Ο Μάνσο δίνει το όνομα του Γκουαμάρ στον γιο του και τον ορίζει ως συνκυβερνήτη το 1047. Το 1052 οι κάτοικοι του Αμάλφι ξεσηκώνονται ενάντια του Μάνσο στο βάρος των φόρων που επιβάλλονται από το πριγκιπάτο του Σαλέρνο και ο Ιωάννης παίρνει την ευκαιρία να ανακτήσει το δουκάτο[3].

Ο Μάνσο παντρεύτηκε την Άννα κόρη του Μάουρο, η οποία του έδωσε έναν γιο τον Γκουαϊμάρ του Αμάλφι δούκας το 1047-1052[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Venance Grume, Traité d'études byzantines La Chronologie I « Préfets et ducs d'Amalfi », Presses universitaires de France, Lieu=Paris, 1958, σ. 422
  2. Ferdinand Chalandon, Histoire de la domination normande en Italie et en Sicilie, Paris, 1907 Volume I σ. 89
  3. Ferdinand Chalandon, Op.cit σ. 132
  4. Medieval Lands Project, Southern Italy: Chapter 5. Amalfi.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]