Μάνρα Νήσος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 04°27′00″S 171°16′00″W / 4.45000°S 171.26667°W / -4.45000; -171.26667

Μάνρα (Σίδνεϋ) Νήσος
Θέση Ειρηνικός Ωκεανός
Νησιά Φοίνικα
Συντεταγμένες 04°27′S 171°16′W / 4.450°S 171.267°W / -4.450; -171.267
Χώρα Κιριμπάτι
Έκταση (χλμ²) 4,4
Πληθυσμός ακατοίκητο

Η Μάνρα Νήσος είναι το νοτιοανατολικότερο από τα Νησιά Φοίνικα. Βρίσκεται 495 χλμ. νότια του ισημερινού, 1.111 χλμ. βόρεια του Πάγκο Πάγκο (διοικητική πρωτεύουσα της Αμερικανικής Σαμόα), και 111 χλμ. ανατολικά της Νήσου Χαλλ. Με τα νησιά Εντέρμπουρυ, Μπίρνι και Φοίνικα σχηματίζει έναν σταυρό (σαν τον Σταυρό του Νότου που βοηθά στον προσανατολισμό προς τον νότο στο νότιο ημισφαίριο), με το Εντέρμπουρυ 152 χλμ. στα βόρεια, το Μπίρνι στα βορειοδυτικά και το Φοίνιξ στα βορειοανατολικά να απέχουν το καθένα 102 χλμ. από την Μάνρα.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μάνρα Νήσος μπορεί να περιγραφεί ως ένα τρίγωνο με στρογγυλεμένες γωνίες, με την βάση περίπου 3,2 χλμ, από ανατολή προς δύση, και τις δυο άλλες πλευρές περίπου 2,8 χλμ. Στο κέντρο βρίσκεται μια κυκλική, πολύ αλατισμένη λιμνοθάλασσα, με διάμετρο περίπου 1,6 χλμ. και βάθος 4,5 - 5,5 μέτρα, χωρίς έξοδο προς την θάλασσα και γεμάτη με νησίδες και ξέρες. Στην νοτιοανατολική γωνιά σε μια περιοχή που είχε σκαφτεί για γκουανό παλαιότερα, δημιουργήθηκαν μικρές, υφάλμυρες δεξαμενές νερού, που ξεραίνονται εντελώς κατά τις ξηρές περιόδους.

Το νησί είναι περιτριγυρισμένο από έναν περιβάλλοντα ύφαλο, με πλάτος περίπου 46 μέτρα, πίσω από τον οποίο υψώνεται στα 4,5 - 6 μ. μια απότομη παραλία, εν μέρει αμμώδης και εν μέρει καλυμμένη με πλάκες αμμόλιθου και κοραλλιογενή χαλίκια. Υπάρχει ένα καλό αγκυροβόλιο στην δυτική πλευρά, περίπου 183 μ. έξω από τον ύφαλο, με βάθος στα 18 - 26 μέτρα, που είναι μαρκαρισμένο με έναν ραδιοφάρο στην ακτή. Η αποβίβαση δεν είναι εύκολη, και κάποιες φορές είναι επικίνδυνη.

Χλωρίδα και Πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την παραλιακή ράχη το έδαφος κατηφορίζει σταδιακά προς την λιμνοθάλασσα. Η δυτική πλευρά έχει φυτευτεί με κοκοφοίνικες, που φτάνουν σε ύψος πάνω από τα 21 μ. (24 – 30 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας). Στην βορειοανατολική πλευρά βρίσκεται ένας πυκνός, κατά τόπους αδιαπέραστος, θύλακας με χαμηλό δάσος, 5 – 6 μ. ύψος. Κοντά στις πρώην λιμνούλες στα νοτιοανατολικά, έχει φυτευτεί ένα μικρό άλσος με κοκοφοίνικες, με αρχή περίπου το 1904. Στην βόρεια και νότια πλευρά της λιμνοθάλασσας υπάρχει ανοικτό θαμνοδάσος, που αποτελείται από τα συνήθη βότανα, θάμνους και περικοκλάδες που απαντώνται στο άδενδρο νησί.

Τα είδη πτηνών είναι παρόμοια με τα υπόλοιπα νησιά, αλλά λιγότερο άφθονα. Πάπιες που σύχναζαν στις λιμνούλες, πλέον με την αποξήρανση τους δεν εμφανίζονται. Τα οικόσιτα γουρούνια έχουν γίνει άγρια. Υπάρχουν οι συνήθεις αρουραίοι, σαύρες και καβούρια ερημίτες. Τα έντομα είναι άφθονα σε κάποια είδη, που περιλαμβάνουν μπλε και λευκές πεταλούδες, αρκετά είδη σκόρων, δρακόμυγες, μυρμήγκια, μύγες, σκαθάρια, κοριούς, σφήκες και αράχνες. Παλαιότερα δεν υπήρχαν κουνούπια, αλλά λέγεται ότι αυτά έφτασαν με ένα πλοίο από την Ταϊτή γύρω στο 1884.

Αλατισμένο νερό διέρρευσε στην λιμνοθάλασσα, που βρίσκεται 0,5 μέτρο κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, και εξατμίστηκε, αφήνοντας πίσω της το αλάτι, μέχρι που αυτή η συγκεντρωμένη άρμη δεν μπορεί να υποστηρίξει την θαλάσσια ζωή. Τα ψάρια και τα μαλάκια παλαιότερα ήταν άφθονα στην λιμνοθάλασσα.

Μια μεγάλη ποικιλία θαλάσσιας ζωής κατοικεί στον περιβάλλοντα ύφαλο. Τα ψάρια στην νήσο Μάνρα έχουν την φήμη ότι είναι δηλητηριώδη, αλλά αυτό ισχύει μόνο για κάποια από τα είδη του υφάλου που τρέφονται με φύκια, τα υπόλοιπα είναι βρώσιμα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του νησιού είναι τα αρχαία ερείπια, που υποδηλώνουν την παλαιότερη επίσκεψη Πολυνησίων. Κρυμμένες ανάμεσα στους θύλακες θαμνοδάσους, στην βορειοδυτική και βορειοανατολική πλευρά βρίσκονται καμιά δωδεκάδα πλατφόρμες και περιφράξεις από πλάκες αμμόλιθου. Από μια μελέτη του εθνολόγου του επισκοπικού μουσείου, Κ.Π. Έμορυ, συμπεραίνεται ότι υπήρξαν τουλάχιστον δύο ομάδες πρώιμων επισκεπτών. Η μία κατασκεύασε ένα μαράε ή ιερό τυπικό της Ανατολικής Πολυνησίας. Μια άλλη ομάδα κατασκεύασε τις πλατφόρμες που υποδηλώνουν ότι προέρχονταν από την Μικρονησία. Υπήρχε μια δεξαμενή ψαριών στην λιμνοθάλασσα, αρκετά πηγάδια και λάκκοι που ίσως χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα.

Η νήσος Μάνρα ανακαλύφθηκε από τον καπετάνιο Έμμετ με το Λονδρέζικο φαλαινοθηρικό πλοίο "Σίδνεϊ Πάκετ" το 1823, που την ονόμασε Σίδνεϊ. Ενώ αναζητούσε την νήσο Σίδνεϊ το πλοίο "Βίνσεννς" της Αμερικανικής εξερευνητικής αποστολής «ανακάλυψε» την Νήσο Χαλλ, στις 26 Αυγούστου 1840. Στην ακτή βρήκαν έναν άρρωστο Γάλλο και 11 Ταϊτινούς, που τους πληροφόρησαν ότι το Σίδνεϊ βρίσκεται 111 χλμ. στα ανατολικά. Ο θυελλώδης καιρός και τα ισχυρά ρεύματα τους απέτρεψαν να βρουν το νησί.

Το Σίδνεϊ ήταν ανάμεσα στα νησιά που διεκδικήθηκαν από τα Αμερικανικά ενδιαφέροντα για γκουανό, αλλά δεν έγινε καμία τέτοια χρήση του νησιού. Γύρω στο 1882 με 1883 ο Τζων Αρουντέλ έλαβε μια εκμίσθωση από την βασίλισσα της Βρετανίας. Ο «Φίλος», τον Σεπτέμβριο του 1883 επισήμανε τα εξής: Τα πιθανά πλοία συλλογής γκουανό πρέπει να γνωρίζουν ότι οι επικρατούντες άνεμοι είναι από τα ανατολικά, από τα βόρεια στα ανατολικά και τα νότια, από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο. Ο καπετάνιος Μανν ήταν ο διαχειριστής. «Το γκουανό πρέπει να φτάνει στα πλοία με βάρκες που πρέπει να παρέχουν οι ιδιοκτήτες των πλοίων. Επιβιβάζεται σε σάκους, που πρέπει να επιστρέφονται όταν αδειάζουν».

Η εκσκαφή γκουανό συνεχίστηκε το 1884 – 85. Υπήρχε μια σιδηροτροχιά γύρω από την βόρεια πλευρά της λιμνοθάλασσας, τόσο καλά κατασκευασμένη που ακόμα και σήμερα είναι επίπεδη. Άλλη μια μικρή γραμμή έτρεχε από την νοτιοανατολική εκσκαφή γκουανό προς μια πέτρινη προβλήτα στην λιμνοθάλασσα. Τα ίχνη της υποδηλώνουν ότι το επίπεδο του νερού έπεσε 0,60 μέτρα κατά τα τελευταία 60 χρόνια. Η κατασκήνωση και το μέρος αποβίβασης ήταν, όπως και τώρα, στο δυτικό άκρο. Η φόρτωση του γκουανό στα πλοία ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της κακής προσέγγισης. Το πλοίο Λορέντσο ναυάγησε ενώ φόρτωνε, και ίσως και άλλα πλοία να είχαν την ίδια μοίρα.

Η Βρετανική σημαία υψώθηκε και ανακηρύχτηκε προτεκτοράτο στις 26 Ιουνίου 1889. Το νησί το 1905 το εκμεταλλεύονταν οι Αδερφοί Λέβερ. Το 1916 εκμισθώθηκε για 87 χρόνια στον Καπετάνιο Άλλεν, που αντιπροσώπευε την Μεταφορική και Εμπορική Εταιρεία Σαμόας. Χρησιμοποιούσε έως και 16 ιθαγενείς για την κοπή και αποξήρανση κόπρας και το φύτεμα κοκοφοινίκων. Τον Μάρτιο του 1924 υπήρχαν στο νησί 11 Σαμοανοί και Νησιώτες από τα Έλλις (τώρα Τουβαλουανοί) υπό την εποπτεία του Τσαρλς Τζέννινγκς.

Μετά τον θάνατο του Καπετάνιου Άλλεν το 1925 ανέλαβε την εκμίσθωση η εταιρεία Μπερνς Φιλπ. Με το πρόσφατα αφυπνισμένο ενδιαφέρον για τον κεντρικό ειρηνικό, το νησί το επισκέφτηκε το 1937 το "HMS Λέιθ" με καπετάνιο τον Ταντγουέη, που επαναβεβαίωσε την διεκδίκηση στο όνομα του βασιλιά Γεωργίου του 6ου.

Την ίδια χρονιά τα δικαιώματα της Εταιρείας Μπερνς Φιλπ εξαγοράστηκαν, και το νησί έγινε τμήμα της Αποικίας Νήσων Γκίλμπερτ και Έλλις (τώρα Δημοκρατία του Κιριμπάτι και Δημοκρατία του Τουβαλού), όταν και το επισκέφτηκε ο Διοικητικός Αξιωματούχος με το HMCS Νιμανόα τον Οκτώβριο του 1937.

Η Νήσος Σίδνεϊ ήταν ανάμεσα στα νησιά που επιλέχθηκαν για το Σχέδιο Αποίκησης των Νήσων Φοίνικα. Τα χωριά στις συστάδες Γκίλμπερτ και Έλλις γίνονταν πολυπληθή, και εδώ υπήρχε ένα νησί που είχε ανάγκη κατοίκων. Έτσι το φθινόπωρο του 1933, μια αποικία ιθαγενών μεταφέρθηκε στο Σίδνεϊ. Το χωριό είχε 130 άτομα, με ιθαγενή άρχοντα, χειριστή ραδιοεπικοινωνίας, και ενεργητικό προϊστάμενο δημοσίων έργων και ενεργό διοικητή τον Κίμα Τζακ Πέντρο, έναν Τοκελάου – Καυκάσιο, αδερφό της Κυρίας Αλεξάντερ Τζέννινγκς, σύζυγο του ιδιοκτήτη της Νήσου Σουαίηνς.

Κατασκευάστηκε ένα σύγχρονο χωριό, μια τσιμεντένια δεξαμενή χωρητικότητας 117.000 λίτρων, και 15 πηγάδια. Δυστυχώς η ξηρασία του 1939 στέρεψε την δεξαμενή και τα πηγάδια έγιναν υφάλμυρα, αλλά οι βροχές καλυτέρεψαν την κατάσταση. Σε κάθε άντρα και γυναίκα δόθηκαν 50 κοκοφοίνικες, για να τους χρησιμοποιήσουν για τροφή ή την παρασκευή κόπρας, και σε κάθε παιδί, δύο αφύτευτους τομείς, ο καθένας περίπου 14 τετραγωνικά μέτρα. Το πείραμα υπήρξε τόσο δημοφιλές στον ντόπιο πληθυσμό που δύο άντρες και μια γυναίκα ταξίδεψαν από τα Γκίλμπερτς, με αντίθετο άνεμο και ρεύματα με ένα μικρό κανό.

Το Σίδνεϊ ανακηρύχτηκε καταφύγιο πτηνών το 1938 και καταφύγιο άγριας ζωής το 1975.

Το Γκιλμπερτιανό (Κιριμπάσιο) όνομα για το νησί είναι Μάνρα, που έγινε και το επίσημο όνομα του νησιού με την ανεξαρτησία του Κιριμπάτι.