Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λιβίσι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 36°34′29.94″N 29°5′27.94″E / 36.5749833°N 29.0910944°E / 36.5749833; 29.0910944

Λεβίσσι
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Λεβίσσι
36°34′36″N 29°5′12″E
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήFethiye
Γεωγραφική υπαγωγήΛυκία
Υψόμετρο150 μέτρα
Ζώνη ώραςUTC+03:00 (επίσημη ώρα)
Ώρα στην Τουρκία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Λεβίσσι

Το Λιβίσσι (τουρκικά: Kayaköy, Καγιάκιοϊ), ή επίσης Λειβίσσι και Λεβίσσι, είναι χωριό 8 χιλιόμετρα νότια της Μάκρης (Φετίγιε) στη νοτιοδυτική Τουρκία, όπου ζούσαν Έλληνες της Ανατολίας μέχρι περίπου το 1923. Το χωριό-φάντασμα, που διατηρείται πλέον ως μουσείο, αποτελείται από εκατοντάδες κατοικίες και δύο εκκλησίες, οι οποίες καλύπτουν ένα μικρό μέρος βουνοπλαγιάς και χρησιμεύουν ως τόπο στάθμευσης για τους τουρίστες που επισκέπτονται τη Φετίγιε και το Ολουντενίζ.

Η περιοχή όπου βρίσκεται το Λιβίσι κατοικούνταν από τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια, όπως αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς. Στην ίδια περιοχή που βρισκόταν το Λιβίσι, οι μελετητές τοποθετούν την Λυκιακή πόλη Καρμυλησσό. Η Καρμυλησσός ήταν ένα μικρό πόλισμα κοντά στην παραλία, στο όρος Αντικράγος.

Κατά τη δεκαετία του '90, μια ομάδα Ιαπώνων αρχαιολόγων διενήργησε ανασκαφές στο γειτονικό νησί Γκεμιλέρ Αντάσι (το νησί του Αγίου Νικολάου των Λιβισιανών). Το νησί αυτό ταυτίστηκε με τη Λεβισσό των βυζαντινών πηγών. Η Λεβισσός μαρτυρείται σε Νεαρές από τον 7ο αιώνα έως και το 1120. Δεχόμενοι αυτές τις μαρτυρίες μπορούμε να πούμε ότι το Λιβίσι αποτελεί τη μετεξέλιξη-μετεγκατάσταση της βυζαντινής Λεβισσού, σε μια προσπάθεια των κατοίκων να καταφύγουν στο πιο ασφαλές εσωτερικό, σε μία θέση όπου δεν ήταν ορατός ο οικισμός από τη θάλασσα και τους πειρατές. Κατά τον Σοντίνι[1], αυτή η μετακίνηση προς το εσωτερικό έγινε στο 2ο μισό του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου αιώνα.

Υπάρχουν αναφορές ότι το Λιβίσι κτίστηκε στα ερείπια της αρχαίας πόλης Καρμυλησσού. Όμως κατά το βυζαντινολόγο Jean Pier Sodini[1], «Η ταύτιση του τόπου με την Καρμυλησσό βασισμένη στο Στράβωνα, είναι τουλάχιστον τολμηρή. Η ταύτιση του Λιβισίου με την Καρμυλησσό στις δυτικές πλαγιές του βουνού δεν συμφωνεί με τον Στράβωνα. Μερικά ταφικά μνημεία που βρέθηκαν βόρεια του Λιβισίου, στα περίχωρα του Κετσιλέρ και Κελεμτέρ, ανήκουν κυρίως σε πρόσωπα που κατοικούσαν στην Τελμησσό, ενώ δεν γίνεται καμία νύξη για την Καρμυλησσό. Συγκεκριμένα οι κάτοχοι είναι από την Τελμησσό και τα Σίδυμα». Η περιοχή άλλαξε δημογραφικά μετά τον σεισμό, που ισοπέδωσε την κοντινή Μάκρη το 1856, καθώς και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1885. Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), το Λιβίσι εγκαταλείφθηκε μετά τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφηκε από την ελληνική και τουρκική κυβέρνηση το 1923.

Η σπουδαιότητα του Λιβισίου ήδη από τον 19ο αιώνα για αυτή την περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας φαίνεται από τους δεκάδες χάρτες, στους οποίους αποτυπώθηκε. Η ανάπτυξη του οικισμού σε έναν από τους σημαντικότερους της Λυκίας έχει φυσικά σχέση με τη μετανάστευση πληθυσμών από τα ευάλωτα στους πειρατές Δωδεκάνησα, ενώ είναι γνωστές οι σχέσεις των κατοίκων με το γειτονικό Καστελλόριζο έως και τον 20ο αιώνα. Οι σχέσεις του Λιβισίου και της Μάκρης με το Καστελλόριζο φαίνονται και στη μουσική: δύο μοιρολόγια του Καστελλόριζου έχουν ομοιότητες με αυτά της Μάκρης.

Το Λιβίσι διοικητικά ανήκε στο βιλαέτι Αϊδινίου/Σμύρνης, στο σαντζάκι Μεντεσέ και στον καζά Μάκρης. Το χωριό εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Πισιδίας, γεγονός που οδήγησε πολλούς στο λάθος να εντάσσουν το Λιβίσι και τη Μάκρη και γεωγραφικά στην Πισιδία. Η ανάπτυξη του Λιβισίου σε έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς οικισμούς της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας φαίνεται και στις πολλές μαρτυρίες του 19ου αιώνα από ξένους, κυρίως Άγγλους, περιηγητές. Παρότι οι περιηγητές αυτοί κινήθηκαν στην περιοχή κυρίως ή αποκλειστικά από αρχαιολογικό ενδιαφέρον, μπορούμε εντούτοις μέσα στα βιβλία τους να βρούμε ενδιαφέροντα στοιχεία για το Λιβίσι.

Το 1851 το Λιβίσι και η γύρω περιοχή υπέστησαν μεγάλες ζημιές από καταστροφικό σεισμό. Σχετική είναι η αναφορά (ενδεικτικά)[2]:

«Levisi, ένα μεγάλο ελληνικό χωριό της Ασιατικής Τουρκίας, στο σαντζάκι του Mentasha, χτισμένο σε μία επικλινή πεδιάδα κοντά στην ακτή, 5 μίλια βορειοανατολικά του ακρωτηρίου Άγγιστρο και 3 χιλιόμετρα νότια/νοτιοδυτικά της Μάκρης. Καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από σεισμό το Φεβρουάριο του 1851, ο οποίος, όπως αναφέρεται, ισοπέδωσε όλα τα σπίτια του χωριού, 1500 τον αριθμό και έθαψε 600 κατοίκους στα ερείπια»

Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει τις προγενέστερες περιηγητικές μαρτυρίες και αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη χρονολόγηση των σήμερα σωζωμένων κτισμάτων.

Συνοικίες και ενορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό χωριζόταν σε τρεις συνοικίες-ενορίες, την πάνω γειτονιά (με την εκκλησία του Ταξιάρχη και τη βοτσαλωτή πλατεία του Στούμπου, τα καφενεία και το Αρρεναγωγείο), τη μέση γειτονιά (με την εκκλησία της Αγίας Άννας-«μέση Παναγιά» και το Παρθεναγωγείο-«κάτω σχολειό») και την κάτω γειτονιά με την Παναγία Πυργιώτισσα-«κάτω Παναγιά». Η κάτω γειτονιά θεωρούνταν από τους Λιβισιανούς του Ταξιάρχη πιο λαϊκή συνοικία και ανάλογα ήταν τα περιπαιχτικά δίστιχα: "Στην πάνου γειτονιάν παίζουν τα σπαθιά, στην κάτου γειτονιάν πνίουν τα γατιά".

Άλλες γειτονιές ήταν οι Άι Παρασκηυγή, Καμάρα, Ορούτζα, Αλαμά, Κουνουσάτα, Πουρτίν, Φουρνάρη, Βουνάριν, Ληά του κυρ Παλιού, Σκυλλαρούδα, Χάνιν, Βούρβουρη, Ξηρά Περιβόλια και Σταυρίν.


Οι διώξεις των κατοίκων του Λιβισίου, αλλά και της γειτονικής Μάκρης, εντάσσονται στο ευρύτερο σχέδιο των Νεοτούρκων να εκκενώσουν τα πλούσια παράλια από τους Έλληνες κατοίκους τους. Οι διωγμοί στην περιοχή άρχισαν το 1914 με τον εγκλεισμό των κατοίκων στη Μάκρη. Το 1916 πολλές οικογένειες οδηγήθηκαν στο Ντενιζλί, μετά από πορεία έξι ημερών. Το 1917 άλλοι κάτοικοι οδηγήθηκαν στα χωριά Χουρουτούμ, Ατζί Παγιάμ και Στεφενή, επίσης κοντά στο Ντενιζλί.

Το 1919 εξορίστηκαν οι άντρες ηλικίας 13-70 χρόνων και το 1921 οι εναπομείναντες 480 στο Ικόνιο, την Καισάρεια και τελικά, μετά από πεζοπορία 55 ημερών, στο Χαμητιέ της Συρίας, όπου παρέμειναν έως τον Νοέμβριο του 1922. Οι πρόσφυγες από την περιοχή της Μάκρης εγκαταστάθηκαν στην Αττική ιδρύοντας τον Δήμο Νέας Μάκρης, ενώ οι κάτοικοι από το Λιβίσι ίδρυσαν το Νέο Λειβήσι (/ Νέο Λιβύσσι), που ανήκε στην κοινότητα Μαρκόπουλου. Επίσης Λιβισιανοί εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία (Αγ. Γεώργιος Άμφισσας), τη Φωκίδα (Ιτέα) και την Εύβοια (Φάρακλα).

Αφού το χωριό εγκαταλείφθηκε από τον ελληνικό πληθυσμό του δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι Τούρκοι αρνήθηκαν να εγκατασταθούν στο Λιβίσι, γιατί είχε στοιχειωθεί από τα πνεύματα των Ελλήνων που σφαγιάστηκαν. Έτσι μέχρι και σήμερα παραμένει ερειπωμένο. [3]

Όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους ελληνικούς οικισμούς της Μικράς Ασίας, οι πληροφορίες που έχουμε για τον αριθμό των κατοίκων είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Σχετικά με το Λιβίσι μπορούν να παρατεθούν οι πληροφορίες:

  • του Julius August Schönborn για 2.000 κατοίκους και (του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα) από τη "Γεωγραφία της Μικράς Ασίας": Έλληνες 6.000, Τούρκοι 500.
  • από το περιοδικό του Συλλόγου ‘Ανατολή’ ‘Ξενοφάνης’: 4.500 Έλληνες
  • του Ιωάννη Η. Κάλφογλους, "Ιστορική Γεωγραφία τής Μικρασιατικής Χερσονήσου": 4.000 Έλληνες.

Ο Μουσαίος αναφέρει για τον πληθυσμό της Λυκίας: «Σήμερον τα ναυάγια των Λυκίων ανέρχονται εις δεκαεπτά περίπου χιλιάδας Γραικούς […] πέντε δε περίπου χιλιάδες οικούσι την Μάκρη και το Λειβήσιον» και αλλού «Προς Νότον της Μάκρης εις απόστασιν ωριαίαν κείται κοιλάς ευμεγέθης και εις την μεσημβρινήν αυτής πλευράν εύρηται η κωμόπολις Λειβήσιον, κατοικουμένη υπό 650-700 περίπου οικογενειών χριστιανικών, αμιγής πάσης άλλης φυλής». Νεότεροι μελετητές δίνουν τον αριθμό των 6.500 Ελλήνων κατοίκων[4] ή 4.500 Ελλήνων / 550 οικογενειών[5].

Σήμερα ο οικισμός είναι ακατοίκητος, εκτός από τις ομάδες τουριστών και τους επιχώριους πωλητές που πωλούν χειροτεχνήματα και αντικείμενα ξεθαμμένα από το χωριό.

Όπως και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, έως και τα μέσα του 19ου αιώνα η μοναδική εκπαιδευτική προσπάθεια ήταν η διδασκαλία από ιερείς.

Στο Λιβίσι τα παιδιά συγκεντρώνονταν στον νάρθηκα της εκκλησίας της Αγίας Άννας. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης στο Λιβίσι έπαιξε ο Μιχαήλ Μουσαίος, ο οποίος έμεινε στη μνήμη των Λιβισιάνων έως και μετά την Καταστροφή με το χαρακτηριστικό όνομα "ο δάσκαλος". Προσπάθησε, εκτός των άλλων, να βελτιώσει τη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής γράφοντας το "Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου", πολύτιμη και σπάνια πηγή για τη Λυκία του 19ου αιώνα. Με ενέργειες του Μουσαίου ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο το 1864 στη θέση Κουνουσάτα.

Το 1878 συγχωνεύτηκαν τα οικονομικά τριών ναών (Παναγίας Πυργιώτισσας, Αγίας Άννας και Ταξιαρχών) με σκοπό την καλύτερη διαχείριση των χρημάτων για την εκπαίδευση και ιδρύθηκε η Εφορεία των σχολείων και εκκλησιών. Από τους δασκάλους που δίδαξαν στα σχολεία του Λιβισίου γνωρίζουμε τους Παυλίνο Ιωαννίδη, Α. Σπανό, Σταματιάδη, Βασίλειο Σαράφη και Κυριάκο Τσακίρη. Έως και το 1850 οι μαθητές που φοιτούσαν στα (υποτυπώδη) σχολεία του Λιβισίου έφταναν τους 20-25. Έως το 1868 είχαν αυξηθεί σε 200 μαθητές του αλληλοδιδακτικού και σε 53 του ελληνικού. Το 1896 οι μαθητές και των δύο σχολείων ήταν 400.

Στη δεκαετία του 1910 στο Αρρεναγωγείο οι μαθητές ήταν 420-440, οι δάσκαλοι 5 και η ετήσια δαπάνη 280 τουρκικές λίρες. Αντίστοιχα στο Παρθεναγωγείο οι μαθήτριες ήταν 240-250, οι δασκάλες 3 και η ετήσια δαπάνη 130 τουρκικές λίρες. Άλλη μαρτυρία των αρχών του 20ού αιώνα (περιοδικό Ξενοφάνης) δίνει για το Αρρεναγωγείο τον αριθμό των 398 μαθητών σε 6 τάξεις, 5 δασκάλους και ετήσια δαπάνη 270 τουρκικές λίρες. Οι δάσκαλοι του χωριού είχαν οργανωθεί στον Διδασκαλικό Σύλλογο Λιβίσίου, όπως μαρτυρούν έγγραφα/κώδικες του 1907.

Τα έξοδα της εκπαίδευσης καλύπτονταν με πολλούς και ποικίλους τρόπους: με δωρεές, με δίδακτρα, με φορολογία της προίκας με 2%, με αφιερώματα από τις εκκλησίες, από ενοικίαση κοινοτικών κτημάτων και κτισμάτων, από πρόστιμα για όσους παραβίαζαν τις κοινοτικές αποφάσεις. Σημαντική ήταν η προσφορά του Χατζή Νικόλαου Λουιζίδη, ο οποίος απέκτησε σημαντική περιουσία από τα ορυχεία χρωμίου. Βοήθησε στην κατασκευή Αστικής Σχολής στη Μάκρη, επισκεύασε το παλιό σχολείο και ίδρυσε το 1886 σχολείο στο λόφο του Αγίου Γεωργίου. Επίσης χορήγησε υποτροφίες σε δασκάλους και δασκάλες για σπουδές στην Αθήνα. Ανάλογη ήταν η γενναιοδωρία του και προς την Τουρκική και Εβραϊκή κοινότητα της Μάκρης. Αξιόλογη επίσης ήταν η προσφορά του Βασίλειου Βασιλειάδη με την αγορά οικίας, τη μετασκευή της σε Παρθεναγωγείο και τη χορήγηση 300 φράγκων για μισθούς δασκάλων. Η τελευταία χρονολογικά πληροφορία που έχουμε προέρχεται από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Στο χάρτη που συνοδεύει την «Επίτομη Ιστορία της Μικρασιατικής εκστρατείας» της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρεται ότι το Φεβρουάριο του 1919 συνολικά στον καζά Μάκρης υπήρχαν 1053 μαθητές και 6 εκκλησίες.

Ο πλούτος των Λιβισιανών αλλά και το αυξημένο θρησκευτικό αίσθημα τους οδήγησε στο χτίσιμο συνολικά είκοσι μίας εκκλησιών και παρεκκλησίων μέσα στο χωριό και στη γύρω περιοχή.

Από αυτές οι εννιά βρίσκονταν εντός του οικισμού: Παναγία η Πυργιώτισσα, Ταξιάρχης, Αγία Άννα, ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Γεωργίου, δεύτερος ναός του Αγίου Γεωργίου, ο Άγιος Ιωάννης, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Θαραννός και ο Άγιος Γεώργιος. Επίσης η ανώνυμη εκκλησία ανατολικά από την Παναγία Πυργιώτισσα με κτητορική επιγραφή και σωζόμενες τοιχογραφίες.

Καλύτερα διατηρημένες και πολύ ικανοποιητικά δημοσιευμένες είναι οι δύο μεγαλύτερες, η Παναγία Πυργιώτισσα και ο Ταξιάρχης. Οι δύο αυτοί ναοί ανήκουν στον τύπο των σταυροθολιακών ναών των Δωδεκανήσων. Πιθανώς χτίστηκαν από Δωδεκανήσιους περιοδεύοντες μαστόρους. Η Παναγία Πυργιώτισσα είναι η παλαιότερη των δύο, χτίστηκε το 1840 και επιβίωσε από τον καταστροφικό σεισμό του 1851. Η χρονολογία κατασκευής της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ - Ταξιάρχη δεν είναι γνωστή. Είναι όμως παλαιότερη του βοτσαλωτού (στην πλατεία του Στούμπου) με χρονολογία 1910. Είναι μονόχωρη βασιλική με πέντε σταυροθόλια και σε δεύτερη φάση προστέθηκε γυναικωνίτης (συνολικές διαστάσεις 27 x 9,45 μέτρα). Εξωτερικά οι επιφάνειες είναι από επιχρισμένες λιθοδομές και πιο επιμελημένη η νότια και κύρια όψη. Το τέμπλο ήταν μάλλον μαρμάρινο, αλλά σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη της βάσης του.

Η εκκλησία της Αγίας Άννας θεωρείται η παλαιότερη του χωριού και ονομαζόταν Παλιά Παναγιά, ενώ γύρω από αυτήν βρίσκονταν τα παλαιότερα σπίτια του χωριού. Η Μονή Ευκόλων -στα δυτικά του χωριού- πήρε το όνομα της κατ΄ ευφημισμόν, επειδή η περιοχή όπου βρισκόταν ήταν δύσβατη και απόκρημνη. Υπάρχει όπως και η άποψη ότι ονομάστηκε έτσι επειδή οι γυναίκες που γεννούσαν επικαλούνταν τον προστάτη της μονής Άγιο Ελευθέριο για να ευκολύνει τη γέννα. Στη μονή ανήκαν και δύο σπήλαια, το "Καταφυγίν" προς τιμή του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας.

Το Λεβίσσι υποτίθεται ότι είναι το χωριό που ενέπνευσε το «Εσκίμπαχτσε», το φανταστικό χωριό που επέλεξε ο Λουί ντε Μπερνιέ για το μυθιστόρημά του Πουλιά χωρίς Φτερά του 2004.

Πανόραμα του χωριού
  1. 1,0 1,1 J.P. Sodini ‘Restes Byzantines au sud de Fethyie (Makri- Telmessos) en Lycie occidentale’ Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στο Μ. Χατζηδάκη, vol. 2 (1992)
  2. εγκυκλοπαίδεια ‘A Gazetteer of the World, vol. Iv, 1856, εκδότης Fullarton, σελ. 720
  3. Doumanis, Nicholas. Before the Nation: Muslim-Christian Coexistence and Its Destruction in Late-Ottoman Anatolia (στα Αγγλικά). OUP Oxford. σελ. 99. ISBN 9780199547043. 
  4. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών "Η Έξοδος", τόμος Β΄, VI. 1
  5. Σ. Αναγνωστοπούλου «Μικρά Ασία. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες», «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1998
  • C. B. Elliott "Travels in the three great Empires" Richard Bentley, 1838, vol. ii
  • Μ. Ι. Μουσαίος "Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου, 1884
  • R. M. Dawkins "Modern Greek in Asia Minor" (Journal of Hellenic Studies, 30, 1910, σελ. 109-131)
  • Π. Μ. Κοντογιάννης, "Γεωγραφία της Μικράς Ασίας", 1921
  • Γ. Κ. Σκαλιέρης, "Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας", 1922
  • Ι. Η. Κάλφογλους "Ιστορική γεωγραφία της Μικρασιατικής χερσονήσου", Κωνσταντινούπολη, 1899 (Ανατύπωση: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα, 2002)
  • Κ. Λαμέρας "Η Μάκρη και το Λιβίσι", 1945
  • Κ. Μουσαίου-Μπουγιούκου "Η θανή και ο θρήνος στο Λιβίσι και τη Μάκρη της Λυκίας", Μικρασιατικά Χρονικά, 12ος τόμος, 1965
  • Κ. Μουσαίου-Μπουγιούκου "Έθιμα, δοξασίες, προλήψεις στο Λιβίσι και τη Μάκρη", Μικρασιατικά Χρονικά, 14ος τόμος, 1970
  • Γ. Αμαργιανάκης "Συμβολή εις την μελέτην της δημώδους ελληνικής μουσικής εκ Μάκρης και Λιβισίου Μ. Ασίας", Μικρασιατικά Χρονικά, 14ος τόμος, 1970
  • "Kaya: beau village oublie", Voyager magazine, Νο 71, Mai 1977
  • Ν. Καραγεωργίου "Μάκρη και Λιβίσι Μ. Ασίας", 1986
  • Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχείο προφορικής παράδοσης, φάκελοι Λυκία 1-11
  • Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών "Η Έξοδος", τόμος Β΄, VI. 1
  • Χρ. Σολδάτος "Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας", τόμοι Α-Γ, Αθήνα, 1989
  • Ladislav Zgusta "Kleinasiatische Ostnamen", 1984
  • J. P. Sodini "Restes Byzantines au sud de Fethyie (Makri-Telmessos) en Lycie occidentale", Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στο Μ. Χατζηδάκη, vol. 2, 1992
  • Μ. Δελησάββας ÄΛαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας", 2002
  • Ν. Αγριαντώνης "Ιστορικός χώρος και Περιβάλλον: Λιβίσι, κοινό Ελληνοτουρκικό πρόγραμμα", Διεθνές Συνέδριο στην Καβάλα, 2001 και "Τεχνικά χρονικά", Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2004
  • Π. Μεχτίδης "Λιβίσι: Μία ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της Μ. Ασίας", CORPUS, Τεύχος 63 (Αύγουστος/Σεπτέμβριος 2004)
  • Σ. Αναγνωστοπούλου "Μικρά Ασία. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες", «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1998
  • Π. Μεχτίδης "Λεβισσός: Ιστορία μίας βυζαντινής νησίδας στις ακτές της Λυκίας", 7η Συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδας και Κύπρου, Κομοτηνή, Σεπτέμβριος 2007
  • Γ. Ντέλλας "Οι εκκλησίες της Παναγίας της Πυργιώτισσας και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ - Ταξιάρχη στο Λιβίσι της Μ. Ασίας", Κέντρο σπουδής και ανάδειξης Μικρασιατικού πολιτισμού, 3ο Συμπόσιο «Τρεις χιλιετίες Μικρασιατικού πολιτισμού», 23-25/11/2007
  • Π. Μεχτίδης "Μαρτυρίες Άγγλων περιηγητών για το Λιβίσι και τους Έλληνες της Λυκίας", Μικρασιατικά Χρονικά, 23, 2009
  • Π. Μεχτίδης "Λιβίσι - Το Μουσείο της Μικρασιατικής Καταστροφής", Μικρασιτική Σπίθα, 15, 2010