Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισονίνος (ύπατος το 58 π.Χ.)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισονίνος
Ύπατος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας
Περίοδος
58 π.Χ. – 57 π.Χ.
Μαζί μεΑύλο Γαβίνιο
Προσωπικά στοιχεία
ΠαιδιάΚαλπουρνία και Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισονίνος
ΕπάγγελμαΠολιτικός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισονίνος (λατινικά: Lucius Calpurnius Piso Caesoninus‎‎, περ. 105-101 π.Χ. – 43 π.Χ. ή αργότερα), ήταν Ρωμαίος πολιτικός της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, πολιτικός σύμμαχος και τελευταίος πεθερός του Ιουλίου Καίσαρα. Ήταν πατέρας της Καλπουρνίας και του Λεύκιου Καλπούρνιου Πείσωνα Καισονίνου, επονομαζόμενου ο Ποντίφηκας (Lucius Calpurnius Piso Caesoninus "Pontifex", ύπατος το 15 π.Χ.).

Σύμφωνα με σωζόμενες πηγές, ο Πείσων ανήκε στον κλάδο των Πεισώνων (Pisones) του πληβείου γένους των Καλπουρνίων (Calpurnii). Η οικογένεια αυτή είχε συγκεντρώσει θέσεις από τον πρώτο Πείσωνα πραίτορα το 211 π.Χ. Στη συνέχεια οι Πείσωνες διακλαδίστηκαν σε Φρούτζι (Frugi) και Καισονίνοι (Caesonini). Ανήκε λοιπόν σε ένα γένος που εμπλεκόταν έντονα στη ρωμαϊκή πολιτική και όπου υπήρχαν αρκετοί πραίτορες και ύπατοι. Η μητέρα του δεν ανήκε σε αυτό το περιβάλλον, προερχόταν από την ανώτερη αστική τάξη της αποικίας Πλακεντία στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (κοιλάδα του Πάδου) και ο πατέρας της ήταν πλούσιος επιχειρηματίας.[1] Θα μπορούσε να τεθεί ως υπόθεση πως αυτός ο γάμος είχε στόχο να παρέξει μια μεγάλη πελατεία (clientèle) προς τους Πεισώνες σε αυτές τις στρατηγικές περιοχές που υφίστανται ρωμαϊκοποίηση.

Θεωρείται ένας από τους λίγους σύγχρονούς του που ακολούθησε τη «σειρά αξιωμάτων» (cursus honorum). Κατείχε τη θέση του ταμία (quaestor), του αγορανόμου (aedilis) το 64 π.Χ. και του πραίτορα περί το 61 π.Χ. Kατείχε τη θέση του ύπατου το 58 π.Χ., μαζί με τον Αύλο Γαβίνιο (Aulus Gabinius). Από το 57 π.Χ. έως το 55 π.Χ., διετέλεσε ανθύπατος της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονία και οι δραστηριότητές του σε αυτή τη θέση δέχθηκαν εξαιρετικά αρνητικές αξιολογήσεις. Το 50 π.Χ. εκλέχθηκε κήνσορας. Αυτό του εξασφάλισε μια πολύ υψηλή εξουσία (auctoritas) στο τέλος της καριέρας του.

Στον Εμφύλιο Πόλεμο μεταξύ Καίσαρα και Γναίου Πομπήιου του Μεγάλου (49 π.Χ.) λέγεται πως δεν υποστήριξε καμία πλευρά και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως μεσολαβητής. Η πολιτική σταδιοδρομία του μάλλον έληξε γύρω στο 43 π.Χ., περίπου έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Η ημερομηνία του θανάτου του Πείσωνα είναι άγνωστη.

Εικάζεται ότι ο Πείσων ήταν ο ιδιοκτήτης της Βίλας των Παπύρων στο Ερκουλάνεουμ, όπου διασώθηκε μια βιβλιοθήκη κυρίως με συγγράμματα που είναι παρεμφερή με την επικούρεια φιλοσοφία, καθώς και ότι ήταν προστάτης του φιλόσοφου Φιλόδημου του Γαδαρηνού.

Τα περισσότερα στοιχεία - συμπεράσματα αναφορικά με την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή τού Πείσωνα εξάγονται κυρίως από τα κείμενα του Κικέρωνα, τους διασωζόμενους ρητορικούς λόγους (Orationes) και την αλληλογραφία του. Ωστόσο, οι σύγχρονοι μελετητές είναι επιφυλακτικοί ως προς τις περιγραφές αυτές. Ενδεικτικά: 1) «υπέρ του Πουμπλίου Σέστιο» (Oratio pro Publio Sestio· XIV §§ 32–33, XXIV §§ 53–54, XXXI § 68, XXXII § 70, XLIII §§ 93–94)· 2) «περί των Υπατικών Επαρχιών» (Oratio de Provinciis Consularibus)· 3) «κατά του Λ. Καλπουρνίου Πείσωνα» (In L. Calpurnium Pisonem Oratio)· 4) η επιστολή «Για την οικία του» (Pro domo sua).

Χρήσιμες ενδείξεις αντλούνται επίσης και από τα έργα του Δίωνος Κάσσιου, του Αππιανού και του Πλούταρχου.

Πολιτικές θέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κατά τη διάρκεια των κρίσεων που περνούσε η δημοκρατία, ο Πείσων πιθανώς προτιμούσε τον ρόλο του συμβιβαστή και δεν πήρε κομματική θέση. Αποχώρησε από τη Ρώμη με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 49 π.Χ. και παρέμεινε ουδέτερος.
  • Μετά τη δολοφονία του γαμπρού του, τον Μάρτιο του 44 π.Χ., οργάνωσε την κηδεία του και φρόντισε για τη διαθήκη του.[2] Υποστήριξε τον Μάρκο Αντώνιο στη συμφιλιωτική πολιτική του των πρώτων μηνών και στη συνέχεια αποσχίστηκε από αυτήν. Τον Αύγουστο του 44 π.Χ., ήταν ο πρώτος[3] που άνοιξε εχθροπραξίες στη Γερουσία κατά του Αντώνιου, με μια ομιλία που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή.[4] Ο Κικέρων τον ακολούθησε από τον Σεπτέμβριο με τους «Φιλιππικούς» του. Την άνοιξη του 43 π.Χ., καθώς διαφαινόταν ένας νέος εμφύλιος πόλεμος, επιχείρησε μια τελική συνεννόηση και στάλθηκε από τη Γερουσία σε μια πρεσβεία στον Αντώνιο, όταν βρισκόταν στη Μόντενα. Αυτή πιθανώς ήταν η τελευταία πολιτική παρέμβασή του.
  • Νομικός και εκτελεστής της διαθήκης του Καίσαρα, πλησίασε στη συνέχεια τον υιοθετημένο γιο και κληρονόμο του, Οκταβιανό, τον μελλοντικό Αύγουστο. Δεν είναι γνωστό αν έπαιξε ενεργό ρόλο στην άνοδό του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλ. P. Grimal, In Pisonem, CUF, πρόσθετη σημείωση 2 στην § 14, σ.160. Ο μητρικός παππούς ονομαζόταν Καλουέντιος και καταγόταν από τη φυλή των Ινσούβρων. Αυτό το πατριδωνυμικό μαρτυρείται ευρέως στη Σισαλπική Γαλατία και αναμφίβολα καλύπτει ένα κελτικό όνομα.
  2. Αππιανός, Guerres civiles à Rome, II, 135-136.
  3. Cicéron, Ad fam., XII, 2 (= DCCCIX στην έκδοση της Αλληλογραφίας (Correspondance), συλ. των Πανεπιστημίων της Γαλλίας (coll. Budé), tome X).
  4. Cicéron, Ad Att., XVI, 7 (= DCCCIV στην έκδοση της Αλληλογραφίας (Correspondance), συλ. των Πανεπιστημίων της Γαλλίας (coll. Budé), tome X).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σακελλαρόπουλος, Σ. Κ. (1880). «Η εν τω Ηρακλείω έπαυλις των Πεισώνων και η εν αυτή βιβλιοθήκη». Παρνασσός (3 (Έτος Δ)): 217-228.  (διαθέσιμο Online)
  • Σαρικάκης, Θεόδωρος Χ. (1964). «Συμβολή εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἠπείρου κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ρωμαϊκής κυριαρχίας (167-31 π.Χ.)». «Αρχαιολογική Εφημερίς» (ΑΕ): 105-119.  (διαθέσιμο Online (στο PDF: σσ. 174-188))
  • Benfehrat Y, Cives Epicurei. Les épicuriens et l'idée de monarchie à Rome et en Italie de Sylla à Octave, Βρυξέλλες, εκδόσεις Latomus, 2005. Βλέπε κεφάλαιο IV: «Pison ou les devoirs d'un Romain», σελ. 173-232.
  • Syme, Ronald (1967). La révolution romaine. Paris: Gallimard. 
  • Pierre Grimal, Introduction et notes complémentaires à l'édition de l'In Pisonem dans la collection des Universités de France (CUF), Les Belles Lettres, 1966.
  • Pierre Grimal, Le contenu historique du Contre Pison, Comptes rendus des séances de l'Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 1966,  1, p. 95-107. Lire en ligne [archive]
  • Quintus, Asconius Pedianus (1907). Q. Asconii Pediani; Orationvm Ciceronis qvinqve enarratio (στα Λατινικά). Recognovit brevique adnotatione critica instrvxit Albertvs Cvrtis Clark. Oxonii e Typographeo Clarendoniano. Internet Archive. Robarts - University of Toronto. σελ. 16.