Λεπτοσπείρωση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεπτοσπείρωση
Leptospira magnified 200 times with dark-field microscope
Ειδικότηταλοιμωξιολογία
Συμπτώματαπυρετός, μυαλγία, πονοκέφαλος, δηλητηρίαση, νεφρική ανεπάρκεια, μυοκαρδίτιδα, εξάνθημα, Διάχυτη ενδαγγειακή πήξη και ρίγος[1]
Ταξινόμηση
ICD-10A27
ICD-9100
OMIM607948
DiseasesDB7403
MedlinePlus001376
eMedicinemed/1283 emerg/856 ped/1298
MeSHC01.252.400.511

Η Λεπτοσπείρωση (επίσης γνωστή ως πυρετός των αγρών,[2] νόσος των ποντικών,[3] και πυρετός των βάλτων[4] μεταξύ άλλων ονομασιών) είναι μία λοίμωξη που προκαλείται από το βακτήριο σπειροειδούς μορφής Spirochaetae το οποίο ονομάζεται λεπτόσπειρα. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη ορατά ή ήπιας μορφής, όπως πονοκέφαλοι, μυικοί πόνοι και πυρετός, ή βαριάς μορφής με πνευμονική αιμορραγία, αίμα από τους πνεύμονες ή μηνιγγίτιδα.[5][6] Αν λόγω της λοίμωξης προκαλούνται ίκτερος, νεφρική ανεπάρκεια και αιμορραγία, πρόκειται για τη νόσο του Weil.[6] Αν προκαλείται ακατάσχετη αιμορραγία στους πνεύμονες, πρόκειται για το σύνδρομο πνευμονικής αιμορραγίας βαρέας μορφής.[6]

Αιτίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αίτιο της λεπτοσπείρωσης είναι το βακτηρίδιο leptospira interrogans.[7] Η ασθένεια μεταδίδεται τόσο από άγρια όσο και από οικόσιτα ζώα.[6] Τα πιο συνηθισμένα ζώα που μεταδίδουν την αρρώστια είναι τα τρωκτικά.[8] Συνήθως μεταδίδεται από τα ούρα ή από νερό ή χώμα με ούρα ζώων σε περίπτωση επαφής, όταν υπάρχουν σκασίματα στο ανθρώπινο δέρμα, στα μάτια, στο στόμα ή στη μύτη.[5][9] Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αρρώστια συνήθως προσβάλλει τους αγρότες και τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που ζουν στις πόλεις.[6] Στις ανεπτυγμένες χώρες, συνήθως προσβάλλει άτομα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες στη φύση σε ζεστές και υγρές περιοχές.[5]

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λεπτοσπείρωση μπορεί να λάβει πολλές μορφές. Η πιο ήπια, η "βακτηριακή λεπτοσπείρωση" προκαλεί μη ειδικά συμπτώματα όπως κεφαλαλγία, πυρετό και υπεραιμία επιπεφυκότων. Είτε θα ιαθεί μετά από μια εβδομάδα είτε θα εξελιχθεί σε άσηπτη μηνιγγίτιδα, είτε σε ικτερική λεπτοσπείρωση (νόσος Weil) είτε θα αναπτυχθεί πνευμονικό σύνδρομο.[10]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάγνωση της αρρώστιας γίνεται με αναζήτηση αντισωμάτων ενάντια στο βακτήριο ή με ανεύρεση του DNA στο αίμα.[11] Η λεπτοσπειρώσεις μπορούν να ανιχνευθούν στο αίμα ή στα ούρα. [12]

Πρόληψη και θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την πρόληψη της ασθένειας, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται ειδικός εξοπλισμός προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί η επαφή με ζώα που πιθανώς έχουν προσβληθεί, συστήνεται πλύσιμο μετά από επαφή και μείωση του πλυθισμού τρωκτικών σε περιοχές όπου ζουν και εργάζονται άνθρωποι.[5] Η αντιβίωση δοξυκυκλίνη, όταν χρησιμοποιείται για προληπτικούς λόγους σε ταξιδιώτες προκειμένου να αποφευχθούν μολύνσεις, έχει αμφίβολα αποτελέσματα.[5] Υπάρχουν εμβόλια ζώων για ορισμένους τύπους λεπτόσπειρας, τα οποία μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης σε ανθρώπους.[5] Σε περίπτωση μόλυνσης, ακολουθείται θεραπεία με αντιβιοτικά όπως δοξυκυκλίνη, πενικιλίνηή κεφτριαξόνη.[5] Η νόσος του Weil και το σύνδρομο πνευμονικής αιμορραγίας έχουν ποσοστά θνησιμότητας μεγαλύτερα από 10% και 50% αντίστοιχα, ακόμα και με θεραπευτική αγωγή.[6]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπολογίζεται ότι επτά με δέκα εκατομμύρια άνθρωποι προσβάλλονται από λεπτοσπείρωση κάθε χρόνο.[13] Ο αριθμός θανάτων από αυτή την αιτία δεν είναι γνωστός.[13] Η αρρώστια είναι πιο συνηθισμένη σε τροπικές περιοχές αλλά μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε.[5] Επιδημική έκρηξη μπορεί να υπάρξει στις παραγκουπόλεις του αναπτυσόμενου κόσμου.[6] Η νόσος χαρακτηρίσθηκε για πρώτη φορά από τον Weil το 1886 στη Γερμανία.[5] Τα ζώα που έχουν προσβληθεί μπορεί να μην παρουσιάζουν συμπτώματα ή να παρουσιάζουν ελαφριάς ή βαριάς μορφής συμπτώματα.[14] Τα συμπτώματα μπορεί να είναι διαφορετικά από ζώο σε ζώο.[14] Σε ορισμένα ζώα η λεπτόσπειρα ζει στο αναπαραγωγικό σύστημα και μεταδίδεται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.[15]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Αγγλικά) οντολογία των ασθενειών. 27  Μαΐου 2016. purl.obolibrary.org/obo/doid.owl. Ανακτήθηκε στις 29  Νοεμβρίου 2020.
  2. Mosby's Medical Dictionary (9η έκδοση). Elsevier Health Sciences. 2013. σελ. 697. ISBN 9780323112581. 
  3. McKay, James E. (2001). Comprehensive health care for dogs. Minnetonka, MN.: Creative Pub. International. σελ. 97. ISBN 9781559717830. 
  4. William D. James· Timothy G. Berger· Dirk M. Elston (2006). Andrews' Diseases of the Skin: clinical Dermatology. Saunders Elsevier. ISBN 0-7216-2921-0. :290
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 5,8 Slack, A (Ιούλιος 2010). «Leptospirosis.». Australian family physician 39 (7): 495–498. PMID 20628664. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 AJ McBride; DA Athanazio; MG Reis; AI Ko (Οκτώβριος 2005). «Leptospirosis». Current opinion in infectious diseases 18 (5): 376–386. doi:10.1097/01.qco.0000178824.05715.2c. PMID 16148523. 
  7. Davidson, 16η εκδοση, 5η ελληνική, σελ=332
  8. Wasiński B; Dutkiewicz J (2013). «Leptospirosis—current risk factors connected with human activity and the environment». Ann Agric Environ Med 20 (2): 239–244. PMID 23772568. http://aaem.pl/fulltxt.php?ICID=1052323. 
  9. «Leptospirosis (Infection)». Centers for Disease Control and Prevention. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2014. 
  10. Davidson, 16η εκδοση, 5η ελληνική, σελ=332
  11. Picardeau M (Ιανουάριος 2013). «Diagnosis and epidemiology of leptospirosis». Médecine Et Maladies Infectieuses 43 (1): 1–9. doi:10.1016/j.medmal.2012.11.005. PMID 23337900. 
  12. Davidson, 16η εκδοση, 5η ελληνική, σελ=333
  13. 13,0 13,1 «Leptospirosis». NHS. 7 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 
  14. 14,0 14,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Center2013.
  15. Faine, Solly· Adler, Ben· Bolin, Carole (1999). «Clinical Leptospirosis in Animals». Leptospira and Leptospirosis (2η αναθεωρημένη έκδοση). Melbourne, Australia: MediSci. σελ. 113. ISBN 0 9586326 0 X.