Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος Κοϊδάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σεβασμιώτατος
Κωνσταντίνος Κοϊδάκης
Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος
ΕκκλησίαΟικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως Εκκλησία της Ελλάδος (επιτροπικώς)
ΑρχιεπισκοπήΙερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
ΜητρόποληΙερά Μητρόπολις Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος
Εκλογή1934
Από1934
Έως31 Ιανουαρίου 1954
ΠροκάτοχοςΠαρθένιος
ΔιάδοχοςΒαρνάβας
Άλλοι τίτλοιΥπέρτιμος και Έξαρχος Πάσης Πιερίας
Ιεροσύνη
Χειροτονία6 Φεβρουαρίου 1900
ΒαθμόςΔιάκονος
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση3 Ιουλίου 1876
Αγία Παρασκευή Κρήνης, Μικρά Ασία
Θάνατος30 Μαρτίου 1954 (78 ετών)
Κατερίνη, Ελλάδα
ΤαφήΙερός Καθεδρικός Ναός Θείας Αναλήψεως Κατερίνης
ΕθνικότηταΈλληνας
Ιδιότηταθεολόγος

συγγραφέας

Μητροπολίτης
ΣπουδέςΙερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης
ΔόγμαΧριστιανός Ορθόδοξος

Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος Κοϊδάκης (3 Ιουλίου 1876 - 30 Μαρτίου 1954) ήταν λόγιος Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Κίτρους από το 1934 μέχρι το 1954.

Πρώτα χρόνια και σπουδές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Κρήνης (στα τουρκικά Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1895 - 1901). Στο τέλος της φοιτήσεως υπέβαλε εναίσιμο διατριβή (με σκοπό να πάρει διδακτορικό τίτλο) με τον τίτλο «Ότι ο άνθρωπος συνίσταται εκ σώματος και ψυχής, ήτις καλείται Πνεύμα».

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1900 χειροτονείται Διάκονος στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης. Μετά τη χειροτονία του διορίζεται Διάκονος και Ιεροκήρυξ του Ιερού Ναού Αγίας Ευφημίας Χαλκηδόνος, ενώ με την αποφοίτησή του από τη Χάλκη διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή της Χαλκηδόνος. Στις 21 Μαΐου του 1906 χειροτονείται Πρεσβύτερος στη Χαλκηδόνα, όπου συνεχίζει να υπηρετεί ως Προϊστάμενος πλέον του Καθεδρικού Ναού καθώς και ως Πρωτοσύγκελος της Γεροντικής Μητροπόλεως Χαλκηδόνος.

Στις 26 Αυγούστου από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλέγεται Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Χαλκηδόνος με τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Δαφνουσίας. Η χειροτονία του έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1906. Ως Βοηθός Επίσκοπος παρέμεινε μέχρι το 1912.

Στην Ανατολική Θράκη και στη Χίο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 8 Μαρτίου του 1912, ο Επίσκοπος Δαφνουσίας Κωνσταντίνος προήχθη στην ιστορική Μητρόπολη Καλλιουπόλεως και Μαδύτου της Ανατολικής Θράκης. Από τη νέα του θέση υπηρετεί το ποίμνιό του, το οποίο είχε ταλαιπωρηθεί από τους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912-1913 και από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου διετέλεσε δύο φορές και Συνοδικός, Πρόεδρος της Πατριαρχικής Κεντρικής Επιτροπής και Μέλος του Εθνικού Μικτού Συμβουλίου.

Το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Κωνσταντίνος Κοϊδάκης καταφεύγει και αυτός πρόσφυγας στη Χίο. Στις 7 Οκτωβρίου του 1924, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον τοποθετεί στην προσωποπαγή Μητρόπολη Πλωμαρίου της Λέσβου. Στη Μητρόπολη Πλωμαρίου, ο Κωνσταντίνος Κοϊδάκης θα παραμείνει για δέκα χρόνια (1924-1934). Την χρόνια εκείνη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα εκλέξει τον Πλωμαρίου Κωνσταντίνο Μητροπολίτη στη χηρεύουσα Μητρόπολη Κίτρους.

Μητροπολίτης Κίτρους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά τον θάνατο του τελευταίου Επισκόπου και Πρώτου Μητροπολίτου Κίτρους Παρθενίου Βαρδάκα (1904 - 1933), ήθελε να καταργήσει τη Μητρόπολη Κίτρους, θεωρώντας την προσωποπαγή. Ύστερα από μια έντονη αλληλογραφία μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το τελευταίο, έχοντας το Κανονικό Προνόμιο επί των Επαρχιών αυτών, αρνήθηκε να υπογράψει την κατάργηση της Κίτρους, διότι το Πατριαρχείο τη θεωρούσε κανονική και νόμιμη Μητρόπολη του Θρόνου. Ο Πλωμαρίου Κωνσταντίνος εξελέγη Κίτρους το 1934. Στη Μητρόπολη Κίτρους θα παραμείνει για είκοσι χρόνια από το 1934 έως και το 1954.

Εκτός από αυτά, ο Κίτρους Κωνσταντίνος Κοϊδάκης έμεινε παροιμιώδης για την ιεροπρέπεια και τη μεγαλοπρέπειά του κατά την τέλεση των Ιερών Ακολουθιών[1]. Ο Κίτρους Κωνσταντίνος ήταν και ένα λόγιος Ιεράρχης. Συνέγραψε πλήθος συγγραμμάτων, τόσο κατά την παραμονή του την Ανατολική Θράκη, όσο και ως Μητροπολίτης Κίτρους. Ανάμεσα στα σπουδαία έργα του συγκαταλέγονται: "Η Ορθόδοξος Χριστιανική Κατήχησις", "Λόγοι Εκκλησιαστικοί", "Εγκύκλιος κατά των Χιλιαστών", "Η Ανάστασις του Χριστού", "Κώδιξ Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως", "Γεωλογία της Αγίας Γραφής" "Ο Σχηματισμός της Αγίας Γραφής" "Η γνησιότης των Τεσσάρων Ευαγγελίων" "Το δισύνθετον του ανθρώπου" και πολλά άλλα.

Παραίτηση, διαδοχή και θάνατος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 31 Ιανουαρίου του 1954, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας και πιέσεων, ο Κίτρους Κωνσταντίνος Κοϊδάκης υπέβαλε την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πέθανε ως πρώην Κίτρους στην Κατερίνη στις 30 Μαρτίου 1954 λίγες ημέρες μετά την εκλογή του διαδόχου του, Κίτρους Βαρνάβα.

  1. Μπουγας, Ιωαννης Π (18 Ιανουαρίου 2020). «ENOTHTA: Ο Κίτρους Κωνσταντίνος Κοϊδάκης.Εκκλησιαστικές φωτογραφίες του 20ου αιώνος. ανάρτηση 75η». ENOTHTA. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2020. 
  • Ράπτης Γ. Α., Κατερίνης Οδώνυμα, έκδοση Δήμου Κατερίνης, Όλυμπος εκδοτική, Κατερίνη 2003.