Κρυπτοχριστιανοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κρυπτοχριστιανός)


Οι κρυπτοχριστιανοί ήταν (ή και είναι) χριστιανοί που ασκούσαν (ή ασκούν και στην σύγχρονη εποχή) τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κρυφά, ενώ δημοσίως και φανερά ασκούσαν (ή ασκούν) κάποια άλλη θρησκεία. Αυτό συνέβαινε σε περιόδους όπου οι χριστιανοί διώκονταν ή ο χριστιανισμός ήταν παράνομος.

Κρυπτοχριστιανοί υπήρξαν σε διάφορες εποχές και σε διάφορες περιοχές, όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ειδικά πριν το Διάταγμα των Μεδιολάνων του 313), η Ιαπωνία (17ος – 19ος αι.), τα Βαλκάνια, η Μικρά Ασία και η Κύπρος κατά την εποχή της τουρκοκρατίας (14ος – 20ος αι.), η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική από την εποχή της αραβικής εξάπλωσης (632 – 732 μ.Χ.), η Σοβιετική Ένωση και οι Χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η Ναζιστική Γερμανία. Υπό διάφορα χριστιανικά καθεστώτα υπήρχαν επίσης κατά περιόδους χριστιανικές αιρέσεις/δόγματα/εκκλησίες που λειτουργούσαν κρυφά (π.χ. κρυπτο-Καθολικοί στην Προτεσταντική Αγγλία μετά το 1558).

Κρυπτο-ασσύριοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρυπτο-ασσύριοι ονομάζονται οι Ασσύριοι χριστιανοί οι οποίοι εξισλαμίστηκαν βίαια κατά της διάρκειας της Οθωμανικής περιόδου. Όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους κρυπτοχριστιανούς, δεν μπορεί να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός τους.

Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Κύπρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια πρώιμη αναφορά και αιτιολόγηση του κρυπτοχριστιανισμού υπάρχει σε επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΔ' (1334-1347) προς τους χριστιανούς της Βιθυνίας (Μ. Ασία). Οι τελευταίοι, επειδή πιέζονταν από τους Τούρκους που είχαν καταλάβει τη Νίκαια (1330) ρώτησαν τον πατριάρχη αν μπορούσαν από το ισλάμ να επανέλθουν στον χριστιανισμό. Αυτός απάντησε μεταξύ άλλων, ότι:

« … όσοι δε τω φόβω των κολάσεων καθ’ εαυτούς και εν των λεληθότι διαζήν θελήσουσι, τα των χριστιανών ενστερνιζόμενοι και ποιούντες, και αυτοί σωτηρίας επιτεύξονται, μόνον κατά το δυνατόν τηρείν σπουδάζοντες τας του Θεού εντολάς, …»

Δηλαδή, όσοι από τον φόβο των διώξεων θελήσουν να πιστεύουν και να ασκούν τον χριστιανισμό κρυφά, και αυτοί θα επιτύχουν τη σωτηρία, εφ’ όσον τηρούν κατά το δυνατόν τις εντολές του Θεού.[1]

Πιθανολογείται ότι κρυπτοχριστιανοί μπορεί να υπήρξαν και κατά την αραβική κατοχή της Κρήτης (825-961).[2]

Πολλές αναφορές περί κρυπτοχριστιανών προέρχονται από την Κύπρο. Πριν από την οθωμανική κατάκτηση στο νησί ζούσαν Καθολικοί και Ορθόδοξοι χριστιανοί. Οι πρώτοι κρυπτοχριστιανοί πιστεύεται ότι προήλθαν από τους Καθολικούς, ενώ οι Ορθόδοξοι - δυσαρεστημένοι από τη διοίκηση των Ενετών - αρχικά δέχτηκαν θετικά τους Οθωμανούς. Μετά τον 17ο αιώνα και οι Ορθόδοξοι βρέθηκαν υπό την πίεση να γίνουν μουσουλμάνοι. Σταδιακά οι Καθολικοί υιοθέτησαν τις ορθόδοξες πρακτικές και απέκτησαν ορθόδοξη συνείδηση. Οι Κύπριοι κρυπτοχριστιανοί τελούσαν κρυφά τις τελετές του βαπτίσματος, του γάμου, τις νηστείες και τη Θεία Κοινωνία, ενώ έδιναν στα παιδιά τους κρυφά χριστιανικά ονόματα παράλληλα με τα μουσουλμανικά. Ονομάζονταν κοινώς "Λινοβάμβακοι", ονομασία που υπονοεί τη "διπλή ύφανση", χριστιανική και μουσουλμανική. Επίσης ονομάζονταν "Λαρδοκοφτήδες" (επειδή έτρωγαν χοιρινό), "Μεσοκηρτήδες", "Μέσοι" ή "Παράμεσοι", κ.ά. Οι Κύπριοι κρυπτοχριστιανοί άρχισαν να εμφανίζουν την πραγματική τους πίστη κυρίως μετά την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία (1878).[3]

Κρήτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί κρυπτοχριστιανοί υπήρξαν και στην Κρήτη. Αμέσως μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους οθωμανούς το έτος 1667, πιθανώς στα τέλη του 1670-80, ζήτησαν τη γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχη για το αν επιτρέπεται να γίνουν επιφανειακά μουσουλμάνοι και κρυφά να παραμείνουν χριστιανοί. Ο Πατριάρχης - πιθανώς φοβούμενος ότι έτσι θα γίνουν όλοι μουσουλμάνοι, όπως είχε συμβεί και αλλού - απάντησε με το απόσπασμα του Ευαγγελίου: "όστις δε με αρνηθή ενώπιον των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αρνηθή αυτόν ενώπιον των αγγέλων του Θεού." (Λ. 12:9). Στη συνέχεια οι Κρητικοί ζήτησαν τη γνώμη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκταρίου Πελοπίδα (1664-82), ο οποίος ήταν Κρητικός και ο οποίος πάνω στην αρχή της "Θείας Οικονομίας" τούς επέτρεψε να αλλάξουν πίστη επιφανειακά και εφ' όσον ήταν μεγάλη ανάγκη. Οι Κρητικοί κρυπτοχριστιανοί λέγονταν επίσης "λινοβάμβακοι". Έδιναν στα παιδιά τους ονόματα που έμοιαζαν με μουσουλμανικά, όπως Ηλίας/Αλής, Ελένη/Εμινέ. Μιλούσαν μόνο ελληνικά και οι γυναίκες σπάνια φορούσαν ισλαμική ενδυμασία. Οι ισχυρότεροι λινοβάμβακοι είχαν ιδιωτικά παρεκκλήσια στα σπίτια τους. Όταν κάποιος πέθαινε, καλούσαν έναν Ορθόδοξο ιερέα να ψάλλει πριν ο νεκρός αποτεθεί σε μουσουλμανικό κοιμητήριο, ή ζητούσαν από τον ιερέα να ψάλει σε μια εκκλησία χαμηλόφωνα κατά την ώρα της ταφής. Γνωστή και ισχυρή οικογένεια Κρητικών κρυπτοχριστιανών ήταν οι Κουρμούληδες της Μεσσαράς, οι οποίοι το 1821 αποκήρυξαν τον ισλαμισμό και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης.[4]

Κρυπτοχριστιανοί πιστεύεται ότι υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως στα Δωδεκάνησα, στη Λέσβο και στη Μακεδονία, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για τέτοιους στην Πελοπόννησο.[5]

Πόντος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καλά τεκμηριωμένη είναι η παρουσία κρυπτοχριστιανών στον Πόντο (Μ. Ασία) κατά τον 19ο και έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτοί αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά επίσημα το 1856 εκμεταλλευόμενοι την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος «Χαττί Χουμαγιούν», που υποσχόταν θρησκευτική και πολιτική ελευθερία σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχηματίστηκαν διεθνείς επιτροπές που κατέγραφαν τους κρυπτοχριστιανούς υπό την επίβλεψη των Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να αναγνωριστούν ως χριστιανοί. Το 1857 είχαν απογραφεί 30.000 άτομα, μεταξύ των οποίων και ολόκληρα χωριά. Οι οθωμανικές αρχές θορυβημένες από το γεγονός σταμάτησαν την απογραφή και έλαβαν μέτρα εναντίον όσων είχαν αναγνωριστεί επίσημα ως χριστιανοί. Το χειρότερο μέτρο ήταν η επιστράτευση που ισοδυναμούσε με θάνατο, καθώς οι κρυπτοχριστιανοί αντιμετωπίζονταν ως αρνησίθρησκοι στα στρατόπεδα. Έτσι πολλοί κατέφυγαν στη Ρωσία. Το 1910 η νεοτουρκική βουλή επανέλαβε την αναγνώριση των κρυφών χριστιανών, αλλά η ταραχώδης περίοδος που ακολούθησε εμπόδισε τους τελευταίους από το να επωφεληθούν από την αναγνώριση. Στην ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε πολλοί κρυπτοχριστιανοί παρέμειναν στην Τουρκία καταγραμμένοι επίσημα ως μουσουλμάνοι. Στοιχεία για τους κρυπτοχριστιανούς του Πόντου υπάρχουν στα κρατικά βρετανικά και ρωσικά αρχεία.[6] Μια καλή περιγραφή των Κρυπτοχριστιανών Ελλήνων του Πόντου (που συχνά αναφέρονται ως Σταυριώτες), καθώς και βιβλιογραφία για άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνεται από F.W. Hasluck.[7]

Αλβανία, Σερβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αλβανία υπήρχαν Καθολικοί και Ορθόδοξοι κρυπτοχριστιανοί. Η πρώτη σαφής αναφορά ανάγεται στο 1610 από τον Καθολικό αρχιεπίσκοπο του Αντίβαρι (Bar) μετά από επίσκεψή του στο χωριό Kalevac (Calevacci). Εκεί οι κάτοικοι είχαν γίνει εξωτερικά μουσουλμάνοι για να μη πληρώνουν φόρους. Παρόμοια αναφορά υπάρχει από Καθολικό ιεραπόστολο το 1650-51 για χωριά κοντά στο Prizren. Οι κάτοικοι ωθούνταν στον κρυπτο-χριστιανισμό μετά από αποτυχημένες εξεγέρσεις σε συνεργασία με τους Ενετούς ή Αυστριακούς, ώστε να αποφύγουν τα αντίποινα των μουσουλμάνων. Το 1743 ο ιεραπόστολος Nikolic αναφέρει στον Πάπα Βενέδικτο 14ο ότι στη Σερβία υπάρχουν δύο ειδών Καθολικοί: Αυτοί που θρησκεύονται φανερά και υφίστανται όλες τις ταλαιπωρίες και τους φόρους, και αυτοί που θρησκεύονται κρυφά ενώ δημοσίως δηλώνουν μουσουλμάνοι. Η Καθολική Εκκλησία επισήμως δεν δεχόταν ότι οι κρυπτο-καθολικοί μπορούσαν να συμμετέχουν στις τελετές της Εκκλησίας. Ωστόσο ο Πάπας επέτρεψε να βαπτίζονται τα παιδιά των κρυπτοχριστιανών μόνο στην περίπτωση που ήταν κοντά στο θάνατο, ενώ οι Ορθόδοξοι ιερείς έκαναν αυτές τις βαπτίσεις σε οποιοδήποτε χρόνο. Γενικά η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν περισσότερο ανεκτική στους κρυπτοχριστιανούς.

Πολλοί κρυπτο-καθολικοί φανέρωσαν την πίστη τους μετά το "Τανζιμάτ". Το 1846, τέσσερα χωριά στην περιοχή Sprska Crna Gora, βόρεια και κοντά στα Σκόπια, δήλωσαν ανοιχτά ότι ήταν χριστιανοί ενώ προηγουμένως εμφανίζονταν ως μουσουλμάνοι. Οι τοπικές οθωμανικές αρχές συγκέντρωσαν τους ηγέτες των χωριών και μετά από βασανιστήρια τους εκτόπισαν σε ελώδη περιοχή της Ανατολίας. Το συμβάν προκάλεσε την επέμβαση της Βρετανίας η οποία πέτυχε την έκδοση φιρμανίου με το οποίο όσοι επέζησαν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Από το φόβο των διωγμών πολλοί παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί για αρκετό διάστημα μετά το Τανζιμάτ. Το 1893 ένας Ιησουίτης ιεραπόστολος αναφέρει στη Ρώμη ότι στην αρχιεπισκοπή Σκοπίων υπάρχουν ολόκληρα χωριά κρυπτοχριστιανών από τον φόβο των "Τούρκων" (εισαγωγικά όπως στην πηγή).[8]

Οι Κρυπτο-Αρμένιοι πιστεύεται ότι αποτελούν τουλάχιστον δύο ομάδες Αρμενίων που ζουν στη σύγχρονη Τουρκία. Η μία ομάδα έχει εξισλαμιστεί υπό την απειλή της φυσικής εξόντωσης ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των πογκρόμ του 1896 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915. Μια πολύ μικρότερη κρυπτο-αρμενική ομάδα ζεί σε ξεχωριστά χωριά που κατοικούνται από Τούρκους και Κούρδους στην ανατολική Τουρκία (σε εδάφη της ιστορικής Αρμενίας). Η ομάδα αυτή διαφέρει από την προαναφερθείσα ως προς τη διαδικασία και το βάθος του εξισλαμισμού.[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιωάννης ΙΔ’ πατριάρχης Κων/πόλεως, «Πιττάκιον πατριαρχικόν εις τους ευρισκομένους εις την Νίκαιαν», στο Franz Miklosich & Josef Müller Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana (1860), σ. 184. Αναφέρεται στο Δημ. Κιτσίκης, "Η σημασία του μπεκτασισμού-αλεβισμού για τον ελληνισμό», Αθήνα, «Εκάτη», 2006, σ. 47.
  2. Stavro Skendi, Crypto-Christianity in the Balkan Area under the Ottomans, Slavic Review, Vol. 26, No. 2 (Jun., 1967), pp. 228, σημ. 3.
  3. Skendi, σ. 230, 231.
  4. Skendi, σ. 232, 233.
  5. Skendi, σ. 234. Παραπέμπει στο Ανδριώτης Νικόλαος, "Κρυπτοχριστιανική Φιλολογία", Θεσσαλονίκη, 1953, σ. 10.
  6. Αζέλης, Νικόλαος Ανδριώτης, Θεοχάρης Δετοράκης, Γεώργιος Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Γ΄ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ), 3ος τόμος, έκδοση π. 2012-2016. Κεφ Γ4. «Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου», σελ. 242-244.
  7. F. W. Hasluck (1929) Christianity and Islam Under the Sultans, ed. Clarendon press, Oxford, vol. 2, pp. 469-474.
  8. Skendi, σ. 236-240.
  9. Karen Khanlaryan (2005), The Armenian ethnoreligious elements in the Western Armenia. Στον ιστοχώρο του Noravank Scientific Educational Foundation, Αρμενία.
    Ο Karen Khanlaryan είναι Αρμένης δημοσιογράφος και βουλευτής.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γενική Ελληνική και Παγκόσμια ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ, τόμος 9, Εκδόσεις Δομική, σελ. 127