Κρητικό ελαιόλαδο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιγαντιαία πιθάρια στη Κνωσό

Η παρουσία της ελιάς στην Κρήτη επιβεβαιώνεται με μαρτυρίες από ανασκαφές κατά την 3η π.Χ. χιλιετία και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την καλλιέργεια της βρώσιμης ελιάς από την προμινωική περίοδο (2800-2100 π.Χ.).[εκκρεμεί παραπομπή]

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καρποί ελιάς βρέθηκαν στο Ανάκτορο της Κνωσού και στις Αρχάνες,[εκκρεμεί παραπομπή] ενώ το πιο εντυπωσιακό εύρημα, θεωρείται το κύπελλο με βρώσιμες ελιές που βρέθηκε στο Ανάκτορο της Ζάκρου, και διατηρούσαν ακόμα την σάρκα τους για πάνω από 3.500 χρόνια.[εκκρεμεί παραπομπή] Κατά την Μεσομινωική περίοδο το ναυτικό των Κρητών διοχέτευε το λάδι σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Στη Μινωική Κρήτη είναι σημαντική η συμβολή της ελιάς στην οικονομία της Κνωσού και από κει μεταφέρεται εν συνεχεία στην οικονομία και τη ζωή της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Η ελιά και ο ρόλος της στην οικονομία και τη διατροφή, αποτυπώνεται πολύ συχνά στη μινωική τέχνη. Πληροφορίες για την ελιά και το λάδι έχομε από τοιχογραφίες, ζωγραφισμένα αγγεία, κοσμήματα σε χρυσό και κείμενα σε γραμμική Β. Από πάρα πολλά ευρήματα είναι προφανές ότι η ελιά και το λάδι, χρησιμοποιούνταν εξαιρετικά από τους Μινωίτες, για τη λατρεία της Μεγάλης Μινωικής Θεάς, για τις ανάγκες των ανθρώπων και για εξαγωγές.

Η καλλιέργειά της ξεκίνησε από την νεολιθική εποχή (7000- 3500 π.Χ ) κυρίως στη νότια Κρήτη και από τότε ο ελαιόκαρπος περιλαμβανόταν στα βασικά είδη διατροφής των Κρητών. Στοιχεία για μελέτη - όπως πυρήνες ελιάς - έχουμε από το 3000- 2000 π.Χ. Από την Παλαιοανακτορική περίοδο (2000- 1700 π.Χ) υπάρχουν ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η συγκομιδή φυλασσόταν με τη φροντίδα της κεντρικής εξουσίας.

Ο Κρητικός ελαιώνας μέσα στους αιώνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από την οικονομία, το συναντάμε σε πολλές τελετές που συνδέονται με την θρησκεία, με έθιμα και με λαϊκές απαρχές.

Που τρώει λάδι και ψωμί ή λαδωτό πιτάρι
δεν τον επιάνουν οι σαϊτιές του χαρομακελάρη.

Όπως και τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, έτσι και η σήμερα η ελιά εξακολουθεί να δεσπόζει στο νησί και να προσφέρει τα πολύτιμα οφέλη της όχι μόνο στους κατοίκους της αλλά και σε όλο τον κόσμο με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, όπως: Ως καρπός που αποτελεί διατροφικό προϊόν (ωμό, μαγειρευμένο, επεξεργασμένο ή μη), ως χυμός (ελαιόλαδο) που χρησιμοποιείται ως διατροφικό προϊόν, για φαρμακευτική, καλλυντική και καθαριστική χρήση(σαπούνι) και, τέλος, ως δέντρο αποτελώντας πρώτη ύλη εργαλείων και κατασκευών, θέρμανσης, ύλη τέχνης και έκφρασης.

Στην Κρήτη της κλασικής και ελληνιστικής εποχής υπήρχε πολύ μεγάλη ελαιοπαραγωγή. Στα ρωμαϊ¬κά χρόνια το νησί φαίνεται να παράγει μεγάλες ποσότητες ελαιολάδου. Στα βυζαντινά χρόνια, έχουμε μείωση της παραγωγής, αλλά με την ανάπτυξη της σαπωνοποιίας στην Ευρώπη μετά το 15° αιώνα, ενίσχυσε εκ νέου το εμπόριο του ελαιολάδου.

Σήμερα το 65% (2.350.000 στρ.) της γεωργικής έκτασης του νησιού είναι ελαιώνες, που περιλαμβάνουν τουλάχιστο 35 εκατομμύρια δένδρα. Στην Κρήτη παράγονται ετησίως 80.000 - 120.000 τόνοι ελαιολάδου, το 1/3 περίπου της εγχώριας παραγωγής, από το οποίο το 90% ανήκει στην κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου.

Η παραγωγή ανά Νομό (σε τόνους) έχει ως εξής:

Ελαιοκομικό έτος Ν. Χανίων Ν. Ρεθύμνου Ν. Ηρακλείου Ν. Λασιθίου ΣΥΝΟΛΟ
2006-2007 33.500 9.900 43.000 27.000 113.400
2007-2008 29.700 5.660 33.000 11.000 79.360

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Κρητικού ελαιολάδου οφείλονται στο ήπιο κλίμα που επικρατεί στο νησί, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του φθινοπώρου και του χειμώνα, περίοδο κατά την οποία δημιουργείται το λάδι, στον καρπό, στις ιδιαίτερες εδαφολογικές συνθήκες που ευνοούν την καλλιέργεια καθώς και στις ποικιλίες που ευδοκιμούν στο νησί. Επίσης, η συγκομιδή και η μεταφορά του ελαιοκάρπου γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και με την βοήθεια των σύγχρονων μηχανημάτων εξαγωγής που χρησιμοποιούνται από τα ελαιουργεία σήμερα στην Κρήτη, παράγεται ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας.

Ο ρόλος του Ελαιόλαδου στην Κρητική Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διεθνείς μελέτες που ξεκίνησαν από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όπως αυτή του Ιδρύματος Ροκφέλερ[εκκρεμεί παραπομπή], η μελέτη «Lyon Diet Heart Study» αλλά κυρίως η «Μελέτη των Επτά Χωρών» - έδειξαν ότι ο πληθυσμός της Κρήτης παρουσίαζε την καλύτερη κατάσταση υγείας και τα μικρότερα ποσοστά θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο και καρκίνο, σε σχέση με όλους τους άλλους πληθυσμούς που μελετήθηκαν.

Στην «Μελέτη των Επτά Χωρών»[εκκρεμεί παραπομπή], η κατανάλωση ελαιολάδου στην Κρήτη εμφανίζεται πολύ πιο αυξημένη, σε σχέση με αυτή άλλων περιοχών της Μεσογείου και χωρών, εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού χώρου. Είναι το μοναδικό λάδι που εξάγεται με μηχανικές διεργασίες σε αντίθεση με τα σπορέλαια που παράγονται με χημική διαδικασία. Έτσι το ελαιόλαδο, διατηρεί τις αντιοξειδωτικές του ουσίες, για τις οποίες σήμερα πιστεύεται ότι αποτρέπουν τις οξειδωτικές βλάβες που οδηγούν στην αθηροσκλήρωση, στις διάφορες μορφές καρκίνου, σε πλήθος εκφυλιστικών ασθενειών και στην άνοια. Η βιολογική αξία του ελαιολάδου Το ελαιόλαδο είναι ένα φυτικό έλαιο με υψηλή θρεπτική (αποδίδει 9,3 Kcal/gr) και βιολογική αξία. Χαρακτηρίζεται από:

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Πολιτισμός της Ελιάς, Το ελαιόλαδο», Νίκος και Μαρία Ψιλάκη, Ηλίας Καστανάς- Εκδόσεις Ελληνική Ακαδημία Γεύσης 1999, ISBN 960-7448-17-0
  • «Η Ελιά και το Λάδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου», Κατερίνα Χατζάκη (Ελαιουργία στην περιοχή της Ιεράπετρας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2003, ISBN 960-404-040-5
  • «Η Ελιά και το Λάδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου», Δημήτριος Καραμπερόπουλος (Το λάδι σε ελληνικά ιατρικά κείμενα του 18ου αιώνα) Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2003. ISBN 960-404-040-5
  • «Η Ελιά και το Λάδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου», Παναγιώτης Υφαντής (Η χρήση ελαιολάδου στην ορθόδοξη θεολογία και λαϊκή ευσέβεια) Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2003. ISBN 960-404-040-5
  • «Η Ελιά και το Λάδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου», Άννα Κυδώνη, (Λάδι στα ψιθύμια των γυναικών στην Νεότερη Ελλάδα) Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2003. ISBN 960-404-040-5
  • «Η Ελιά και το Λάδι από την Αρχαιότητα έως σήμερα – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου», Απόστολος Αρέθας (Το άθερμο ελαιόλαδο), Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2003. ISBN 960-404-040-5
  • «Λάδι, γεύσεις και πολιτισμός 5000 χρόνων» Μυρσίνη Λαμπράκη, Ελληνικά Γράμματα 1999, ISBN 960-344-818-4

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]