Κολόμπα (νουβέλα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κολόμπα
Εξώφυλλο έκδοσης του 1862
ΣυγγραφέαςΠροσπέρ Μεριμέ
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1840
Ημερομηνία δημοσίευσης1840
Μορφήδιήγημα

Κολόμπα (γαλλικός τίτλος: Colomba) είναι νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, που δημοσιεύτηκε το 1840 στη Revue des Deux Mondes και την ίδια χρονιά εκδόθηκε σε βιβλίο.[1]Η ιστορία διαδραματίζεται στην Κορσική του παρελθόντος, με τα αρχαία και άγρια ​​ήθη της και τις αδυσώπητες βεντέτες. Η Κολόμπα, άγρια ηρωίδα και φύλακας των παραδόσεων, προσπαθεί να πείσει τον αδελφό της που επέστρεψε στη γενέτειρά του να εκδικηθεί.[2]

Θέμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία αφορά τη βεντέτα, μια ιδιωτική διαμάχη εκδίκησης μεταξύ οικογενειών που διεξάγονταν σύμφωνα με τον αρχαϊκό κώδικα τιμής των οικογενειών της Κορσικής, οι οποίες «απέδιδαν δικαιοσύνη» μόνες τους. Η οικογένεια, της οποίας ένα μέλος είχε προσβληθεί, έπρεπε να εκδικηθεί την οικογένεια του δράστη ξεπλένοντας κάθε έγκλημα με αίμα, σώζοντας έτσι την οικογενειακή τιμή στα μάτια των συμπατριωτών τους, ακόμη και των εχθρών τους.

Έμπνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Προσπέρ Μεριμέ είχε επισκεφθεί την Κορσική το 1839, ως επιθεωρητής ιστορικών μνημείων. Πέρα από το ενδιαφέρον του για τα μνημεία, ως εθνολόγος ενδιαφέρθηκε επίσης για τις παραδόσεις. Περιγράφει τα σπίτια της Κορσικής ως λιτές κατοικίες από γρανίτη με στενά παράθυρα που μπορούν να χρησιμεύσουν ως πολεμίστρες σε περιόδους βεντέτας. Συχνά, αυτές οι κατοικίες περιλαμβάνουν φούρνο και πηγάδι για περιπτώσεις πολιορκίας.

Στις περιπλανήσεις του, του διηγήθηκαν μια βεντέτα που το 1833 έφερε αντιμέτωπες δύο οικογένειες από το χωριό Φότσανο, κοντά στη Σαρτέν, τους Καμπαρέλι και τους Ντουράτσο: το 1830, ένας Ντουράτσο αρνήθηκε να παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα Καραμπέλι, την οποία είχε εκθέσει. Στις 7 Ιουνίου 1830, τρεις άνδρες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας αντίποινων, μεταξύ των οποίων και δύο Καραμπέλι. Η Κολόμπα, ψυχή και εμψυχωτής της οικογένειας Καμπαρέλι, οργάνωσε την εκδίκηση και, τον Δεκέμβριο του 1833, τέσσερις άνδρες σκοτώθηκαν σε μια αντιπαράθεση, δύο Ντουράτσο και δύο Καμπαρέλι, μεταξύ των οποίων και ο γιος της Κολόμπα.[3]

Ο Μεριμέ γνώρισε την Κολόμπα Καμπαρέλι και εμπνεύστηκε μια διαφορετική ιστορία βεντέτας στην οποία η Κολόμπα είναι η ηρωίδα του. Σήμερα, στο Φότσανο διατηρούνται το σπίτι και ο τάφος της Κολόμπα.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο χρόνια πριν, ο πατέρας της Κολόμπα ντελα Ρέμπια δολοφονήθηκε από τον δικηγόρο Μπαριτσίνι, αρχηγό μιας αντίπαλης για πολλές γενιές οικογένειας. Ο δολοφόνος μπόρεσε να καλύψει το έγκλημά του από τη δικαιοσύνη, αλλά η Κολόμπα θέλει να εκδικηθεί. Έχει έναν αδερφό, τον Όρσο ντελα Ρέμπια, υπολοχαγό της γαλλικής Αυτοκρατορικής Φρουράς, που έχει αποταχθεί μετά τη μάχη του Βατερλώ και πρόκειται σύντομα να επιστρέψει στην Κορσική. Αυτός είναι τώρα ο αρχηγός της οικογένειας και σύμφωνα με τα έθιμα της Κορσικής, πρέπει να εκδικηθεί τον πατέρα του: όταν κάποιος έχει έναν εχθρό, πρέπει να επιλέξει μεταξύ των τριών S: "schioppetto, stiletto o strada ” (τουφέκι, στιλέτο ή δρόμο).

Όταν ο πολυαναμενόμενος Όρσο επιστρέφει επιτέλους στο σπίτι, η Κολόμπα ανακαλύπτει ότι η παραμονή του στη Γαλλία και η παιδεία του τον έκαναν να αναπτύξει για την τιμή και τη δικαιοσύνη συναισθήματα διαφορετικά από αυτά των συμπατριωτών του και ειδικά τα δικά της: ο Όρσο αποστρέφεται τη βεντέτα. Και επί πλέον, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κορσική γνώρισε τον Ιρλανδό συνταγματάρχη σερ Τόμας Νέβιλ και ερωτεύτηκε την όμορφη κόρη του Λύντια. [4]

Επιστρέφοντας στο πατρογονικό χωριό Πιετρανέρα, η Κολόμπα παροτρύνει, με ένα μείγμα αδελφικής αγάπης και θέρμης για εκδίκηση, τον αδελφό της σε έναν εκδικητικό φόνο, τον οποίο θα είχε διαπράξει η ίδια αν δεν πίστευε ότι η εκτέλεση της εκδίκησης ανήκε στον αδερφό της ως αρχηγό της οικογένειας. Για να εξάψει την οργή και το μίσος του εναντίον των εχθρών τους, τον οδηγεί στον τόπο όπου σκοτώθηκε ο πατέρας τους και όταν επιστρέφουν στο σπίτι του δείχνει το πουκάμισο του πατέρα τους καλυμμένο με μεγάλες κηλίδες αίματος και τις δύο σφαίρες που τον σκότωσαν.

Ο Όρσο, συγκινημένος από την αδερφή του και τη γνώμη των συμπατριωτών του, συνεχίζει ωστόσο να αποφεύγει τη βεντέτα, δείχνοντας σεβασμό στην πειθαρχία στους νόμους, με τη σύμφωνη γνώμη της Λύντιας, η οποία προσπαθεί να τον αποτρέψει. Ωστόσο, η Κολόμπα είναι έτοιμη για οποιαδήποτε υπονόμευση για να πετύχει τους σκοπούς της. Όταν ο Όρσο δέχεται επίθεση σε ενέδρα στα βουνά από τους δύο γιους του δικηγόρου Μπαριτσίνι, ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα, καταφέρνει να τους σκοτώσει, έτσι ακούσια εκτελεί την εκδίκηση της Κολόμπα.

Τις πρώτες στιγμές, ο τραυματισμένος Όρσο αναγκάζεται να κρυφτεί στα αδιαπέραστα βουνά που χρησίμευαν ως καταφύγιο για τους Κορσικανούς ληστές, σύντομα όμως η εξέταση των πτωμάτων και η μαρτυρία του συνταγματάρχη απέδειξαν ότι ήταν μόνος την ώρα της επίθεσης και ότι ανταπέδωσε τα πυρά στους επιτιθέμενούς του.[5]

Λίγους μήνες αργότερα, ο Όρσο και η Λύντια, νιόπαντροι, ταξιδεύουν στην Ιταλία. Επισκέπτονται την Πίζα, συνοδευόμενοι από την Κολόμπα και τον συνταγματάρχη. Η Κολόμπα βλέπει έναν πολύ εξασθενημένο γέρο και αναγνωρίζοντας σ'αυτόν τον δικηγόρο Μπαριτσίνι που φιλοξενείται από έναν Ιταλό εξάδερφό του, άκαμπτη, του ρίχνει ένα νικηφόρο βλέμμα αγαλλίασης και θριάμβου.[6]

Επιρροή και διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Το έργο επιβάλλεται ως μοντέλο άξιο θαυμασμού και μίμησης, ως ο βασικός οδηγός για να ανακαλύψει κανείς την Κορσική και έχει μυητική διάσταση»,[7] όπως στην περίπτωση του Γκυστάβ Φλωμπέρ που ξεκίνησε για το νησί με ένα αντίγραφο της Κολόμπα. Έτσι, στον απόηχο του έργου, άλλοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον πρωτόγονο κόσμο της Κορσικής. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, ο Αλέξανδρος Δουμάς έγραψε το μυθιστόρημα Οι Κορσικανοί αδελφοί, το οποίο αφιέρωσε στον Μεριμέ. Το 1852 ο Πονσόν ντυ Τεράιγ δημοσίευσε το Οι ληστές εμπνευσμένο επίσης από το έργο του Μεριμέ.

Το θέμα της Κολομπά διασκευάστηκε πολλές φορές για τον κινηματογράφο,[8] την τηλεόραση,[9] την όπερα το 2014[10] και σε κόμικς.[11]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κολόμπα

  • μετάφραση: Κωνστ. Θ. Παραλεξάνδρου, εκδόσεις: Γράμματα, 1979
  • μετάφραση: Ντόρα Λαΐνη-Ζαγκούρογλου, εκδόσεις Καστανιώτης, 1989
  • μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος, εκδόσεις Μπιλιέτο, 2012

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. . «l.21-bal.com/law/Colomba». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαΐου 2023. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2022. 
  2. . «babelio.com/livres/Merimee-Colomba». 
  3. Vannina Sandra Culioli,La Corse et la vendetta: le romantisme , Paris, DCL, 2001, 482 p.
  4. . «interlettre.com/bac/770-colomba-de-prosper-merimee-resume-et-analyse». 
  5. . «schoolmouv.fr/fiches-de-lecture/colomba-prosper-merimee/fiche-de-lecture». 
  6. . «alalettre.com/merimee-oeuvres-colomba». 
  7. Demartini, Anne-Emmanuelle (2018). «’Colomba’ ou la beauté du diable». Les Collections de L’Histoire (en francés) (81): 54-58.
  8. . «imdb.com/Vendetta/1950». 
  9. . «imdb.com/Colomba/TV Movie/2005». 
  10. . «francetvinfo.fr/culture/musique/opera/colomba-par-jean-claude-petit-a-l-opera-de-marseille». 
  11. . «babelio.com/livres/Bertocchini-Colomba».