Κασσιτερίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κασσιτερίτης
Κασσιτερίτης. Προέλευση: Νεβάδα, ΗΠΑ
Γενικά
ΚατηγορίαΟξείδια. Ομάδα ρουτιλίου
Χημικός τύποςSnO2
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα7 gr/cm3
ΧρώμαΚαστανέρυθρο, κίτρινο, μέλαν, ενίοτε άχρουν
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤετραγωνικό
ΚρύσταλλοιΚαλοσχηματισμένοι, βραχείς ή μακροί, πρισματικοί πυραμιδοειδούς απολήξεως
ΥφήΒοτρυοειδής, ινώδης, συμπαγής έως κοκκώδης
ΔιδυμίαΣυχνή {011} επαφής ή διεισδύσεως. Χαρακτηριστική (διδυμία "αγκώνος")
Σκληρότητα6 - 7
Σχισμός{100} ατελής, {110} ασαφής
ΘραύσηΑνώμαλη έως κογχοειδής
ΛάμψηΑδαμαντοειδής έως λιπαρή
Γραμμή κόνεωςΛευκή, ανοικτοκάστανη
ΠλεοχρωισμόςΑπό ασθενής έως ισχυρός: κίτρινο, ερυθρό, καστανό
ΔιαφάνειαΑπό αδιαφανής έως διαφανής (ανοικτόχροες παραλλαγές)

Ο κασσιτερίτης (αγγλ. Cassiterite) είναι ορυκτό οξείδιο του κασσιτέρου. Το όνομά του προέρχεται, όπως και του μετάλλου, από τις "Κασσιτερίδες νήσους", όπως ονομάζονταν, κατά τους προ-ρωμαϊκούς χρόνους, οι ακτές της δυτικής Ευρώπης.[1]

Ο κασσιτερίτης είναι η κύρια πηγή κασσιτέρου από τα παλαιότερα χρόνια ως σήμερα. Το μεγαλύτερο κοίτασμά του βρίσκεται στη Βολιβία και είναι πρωτογενές, καθώς είναι σχηματισμένο από υδροθερμικές φλέβες. Τα περισσότερα σημερινά κοιτάσματά του, ωστόσο, είναι δευτερογενή, σε αλλουβιακές αποθέσεις, καθώς το ορυκτό είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις μηχανικές καταπονήσεις. Παλαιότερα, πρωτογενές κοίτασμα υπήρχε και στην Κορνουάλλη της Βρετανίας, σήμερα, όμως, είναι σχεδόν ολοσχερώς εξαντλημένο. Ερωτηματικό παραμένει ο τρόπος εμπλουτισμού των συγκεκριμένων κοιτασμάτων σε κασσίτερο.

Εμφανίζει χαρακτηριστική διδυμία, καθώς οι δίδυμοι κρύσταλλοί του μοιάζουν με κεκαμμένο στον αγκώνα χέρι (διδυμία αγκώνος). Πολλαπλές αλλεπάλληλες διδυμίες αυτού του τύπου στο ίδιο συσσωμάτωμα σχηματίζουν τους αποκαλούμενους "κυκλικούς διδύμους", που εμφανίζονται, επίσης, και στο ρουτίλιο.

Οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί, συχνά απολήγοντες σε τετραεδρική πυραμίδα. Σε ορισμένες ποικιλίες απαντά και ως βελονοειδής ή και βοτρυοειδής. Σχετίζεται με ρουτίλιο, βολφραμίτη, τουρμαλίνη, αρσενοπυρίτη και μολυβδαινίτη. Είναι ευρέως διαδεδομένο ορυκτό και, εκτός από τα προαναφερθέντα κοιτάσματά του, ανευρίσκεται επίσης στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Τσεχία, την Πορτογαλία, τη Νιγηρία και τη Ναμίμπια. Μεγάλα, επίσης, κοιτάσματα απαντούν στη Μαλαισία, την Ινδονησία, την Αυστραλία και την Κίνα, καθώς επίσης και στην περιοχή Minas Gerais στη Βραζιλία.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η ακριβής θέση αυτών των νήσων έχει γίνει αντικείμενο θερμών αντιπαραθέσεων. Πιθανώς πρόκειται για τις ακτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς οι έμποροι, στους οποίους οφείλεται και η ονομασία, είχαν την τάση να αποκρύπτουν πληροφορίες για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.