Ρουτίλιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρουτίλιο
Ρουτίλιο. Προέλευση: Μαδαγασκάρη
Γενικά
ΚατηγορίαΟξείδια (ομώνυμη ομάδα)
Χημικός τύποςTiO2
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα4,5 gr/cm3
ΧρώμαΡουβινέρυθρο, καστανό, κίτρινο, ιώδες, μέλαν
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤετραγωνικό
ΚρύσταλλοιΠρισματικοί, ορισμένες φορές επιμηκυσμένοι, σπάνια διπυραμιδοειδείς
ΥφήΣτιφρή. Συχνά σε βελονοειδή ή πρισματικά συσσωματώματα
Διδυμία{011} συχνή, επαφής
Σκληρότητα6 - 6,5
ΣχισμόςΚαλός {110}, ατελής (111}
ΘραύσηΚογχοειδής, ανώμαλη
ΛάμψηΑδαμαντοειδής, ενίοτε θαμπή μεταλλική
Γραμμή κόνεωςΚαστανέρυθρη έως ανοικτοκόκκινη
ΠλεοχρωισμόςΕμφανής (κόκκινο, καστανό, κίτρινο, πράσινο)
ΔιαφάνειαΑδιαφανής, ημιδιαφανής σε λεπτούς κρυστάλλους

Το ρουτίλιο (αγγλ. rutile) είναι ορυκτό του τιτανίου, του οποίου αποτελεί και το κυριότερο μετάλλευμα. Το όνομα προέρχεται από τη λατινική λέξη rutilus, που αποδίδεται ως «κοκκινωπός», λόγω του χρώματος των κρυστάλλων του. Είναι παλαιά ονομασία (pre-IMA, "grandfathered").

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απαντά τόσο σε εκρηξιγενή πετρώματα (ανορθοσίτης, γρανιτικός πηγματίτης) όσο και μεταμορφωσιγενή πετρώματα (μεταμόρφωση υπό υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις), όπως μέσα σε γνεύσιο, μεταμορφωμένους ασβεστολίθους επαφής) αλλά και σε σχιστολίθους. Σε περιπτώσεις χαμηλότερων πιέσεων σχηματίζονται τα πολυμορφικά του ορυκτά ανατάσης και μπρουκίτης[1]. Συχνά στη δομή του ρουτιλίου συμμετέχουν σίδηρος, νιόβιο και ταντάλιο, τα οποία του προσδίδουν μελανό χρώμα.

Είναι ορυκτό συνδεδεμένο με αιματίτη, ιλμενίτη, απατίτη, αδουλάριο, τιτανίτη και, ιδιαίτερα, χαλαζία.

Το φαινόμενο του αστερισμού, που εμφανίζουν ορισμένοι πολύτιμοι λίθοι, όπως το ζαφείρι, οφείλεται στην ύπαρξη μικρών κρυστάλλων ρουτιλίου.

Η σιδηρόμαυρου χρώματος παραλλαγή του ονομάζεται νιγρίνης (nigrin)[2]

Χρησιμοποιείται, κυρίως, για την παρασκευή τιτανίου και άλλων, σπανιότερων μετάλλων, όπως ταντάλιο και νιόβιο, αλλά και για την επικάλυψη των ηλεκτροδίων της ηλεκτροσυγκόλλησης, οπότε το παραγόμενο κράμα περιέχει και τιτάνιο.

Ανευρίσκεται σε πολλές περιοχές ανά τον πλανήτη. Κύριοι παραγωγοί ρουτιλίου είναι η Αυστραλία, η Νότια Αφρική, η Ινδία, η Ουκρανία, η Σρι Λάνκα και η Μαδαγασκάρη.

Στην Ελλάδα απαντάται στα νησιά Άνδρο, Νάξο, Σάμο, στα μεταλλεία Λαυρίου (Πλάκα αριθ. 80), στην Κρήτη (Βιάννος (Ηρακλείου, στα Χανιά και στη Σητεία), στα μεταλλεία Κασσάνδρας (ορυχείο Ολυμπιάδας), στην Κοζάνη (οφιολιθικό σύμπλεγμα Βούρινου), στο Πολυδένδρι Θεσσαλονίκης, στη Λακωνία και στις Άνω Θέρμες του Νομού Ροδόπης.

Ανευρίσκεται επίσης και ο πολύμορφος ανατάσης στα μεταλλεία Λαυρίου και στις βωξιτικές αποθέσεις στην περιοχή των Μεγάρων.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το όνομα αυτό συχνά συγχέεται με τον μπρουσίτη (brucite, Mg(OH)2), με τον οποίο δεν έχει καμία σχέση
  2. Π. Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. ΚΑ', λήμμα "ρουτίλιο"

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana: Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008, ISBN 1-4437-4224-4
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills: Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2