Καμπύλη Φίλλιπς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Ρυθμός μεταβολής των μισθών (κάθετος άξονας) σε συνάρτηση με ποσοστό ανεργίας (οριζόντιος άξονας), Ηνωμένο Βασίλειο 1913–1948, Phillips (1958).

Η Καμπύλη Φίλλιπς απεικονίζει τη βραχυπρόθεσμα αντίστροφη σχέση που υπάρχει, σύμφωνα με εμπειρικές παρατηρήσεις, μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού σε μια οικονομία.

Ο πρώτος που έδειξε τη στατιστική αυτή σχέση είναι ο Ουίλιαμ Φίλλιπς (αγγλ: Alban W. Phillips) το 1958. Οι οικονομολόγοι Σόλοου και Σάμιουελσον ήταν οι πρώτοι που ονόμασαν την εμπειρική αυτή σχέση ως Καμπύλη Φίλλιπς. Έως τα τέλη του 1960, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι η καμπύλη Φίλλιπς περιγράφει μία μακροχρόνια σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας (ή κατά αντιστοιχία πληθωρισμού και προϊόντος). Δηλαδή η οικονομική πολιτική θα μπορούσε να επιλέξει συνδυασμούς επί της Καμπύλης Φίλλιπς και να πετύχει παραδείγματος χάριν υψηλό επίπεδο προϊόντος, επιλέγοντας ένα υψηλό επίπεδο πληθωρισμού. Ο μηχανισμός πίσω από την Καμπύλη μπορεί να αναλυθεί με ένα διάγραμμα προσφοράς-ζήτησης για την αγορά εργασίας. Όταν έχουμε υπερβάλλουσα ζήτηση εργασίας[1], τότε η αγορά τείνει να πιέζει προς τα επάνω τον ονομαστικό μισθό. Αυτό οδηγεί σε μείωση της ανεργίας (ήτοι αύξηση του προϊόντος) και ταυτόχρονα αύξηση των τιμών, γεγονός που θεμελιώνει την ύπαρξη της Καμπύλης Φίλλιπς.

Στα τέλη της δεκαετίας του '60, οι οικονομολόγοι Φρίντμαν και Φελπς, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, επιτέθηκαν στην θεωρία: υποστήριξαν ότι μακροχρόνια υπάρχει ένα φυσικό ποσοστό ανεργίας, ήτοι ένα ποσοστό το οποίο θα προέκυπτε από τον μηχανισμό εκκαθάρισης μίας Βαλρασιανής οικονομίας, όταν σε αυτή ληφθούν υπόψη ατέλειες στις αγορές προϊόντος, ελλειπή και ατελή πληροφόρηση, κόστος αναζήτησης εργασίας, αναποτελεσματικές συνθήκες στην αγορά εργασίας κτλ. Το επιχείρημα λοιπόν ήταν ότι, μακροπρόθεσμα, το φυσικό ποσοστό ανεργίας προσδιορίζεται μόνο από πραγματικά μεγέθη και όχι από νομισματικά, και ως εκ τούτου η οικονομική πολιτική θα έπρεπε να λαμβάνει σε μακροχρόνιο επίπεδο ως δεδομένο αυτόν τον περιορισμό.

Ο μηχανισμός που περιέγραψαν οι δύο οικονομολόγοι ήταν πως όταν η οικονομική πολιτική αυξήσει το επίπεδο των τιμών, οι εργαζόμενοι μακροπρόθεσμα θα αλλάξουν την προσδοκία τους για τις τιμές: οποιαδήποτε οικονομική πολιτική θα μπορούσε να αυξήσει το προϊόν πέρα από το φυσικό επίπεδο μόνο σε βραχυχρόνιο επίπεδο.

Η κριτική των Φρίντμαν και Φελπς άρχισε να γίνεται αποδεκτή μέσα στην δεκαετία του '70. Σε αυτό συνετέλεσαν δύο γεγονότα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η επανάσταση των Ορθολογικών Προσδοκιών έλαβε χώρα, ενώ σε εμπειρικό επίπεδο ο στάσιμος πληθωρισμός της εποχής εκείνης υπέδειξε ότι δεν υπάρχει αναγκαστικά αρνητική σχέση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού ακόμα και σε βραχυχρόνιο επίπεδο.

Το πρόβλημα με την Καμπύλη Φίλλιπς, όπως περιγράφεται παραπάνω, είναι ότι, παρόλο που λαμβάνει υπόψη τις προσδοκίες, αυτές δεν ήταν απόλυτα συνεπείς με το Ορθολογικά αναμενόμενο. Για να υπάρχει βραχυχρόνια σχέση, έπρεπε οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να κοιτάνε προς τα πίσω. Επίσης ένα άλλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη μικρο-οικονομικής θεμελίωσης στο Υπόδειγμα. Η βραχυχρόνια Καμπύλη Φίλιπς στηριζόταν σε ένα ad hoc μηχανισμό προσαρμογής των ονομαστικών μισθών που, σε όρους θεωρίας παιγνίων, δεν ήταν συμβατός κατά κίνητρα.

Η εξέλιξη του μακροοικονομικού Υποδείγματος από το 1980 και μετά ήταν ραγδαία. Στηριζόμενοι στην Κριτική του Λούκας, οι οικονομολόγοι θεμελίωναν τα μακροοικονομικά υποδείγματα πάνω σε μικροοικονομικά υποδείγματα γενικής ισορροπίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε και η Νέα Κεϋνσιανή Καμπύλη Φίλλιπς: Μία σχέση μεταξύ πληθωρισμού και προϊόντος, η οποία λαμβάνει υπόψη την μικροοικονομική συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων. Το πρόβλημα με αυτή τη νέα θεωρία είναι ότι απαιτείται η ad-hoc υπόθεση περί της ύπαρξης ατελειών στην τιμολόγηση των επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να λάβει μορφή π.χ. ως κόστη προσαρμογής (menu costs) ή ως υπόθεση ότι μόνο ένα μέρος των επιχειρήσεων αλλάζει σε κάθε χρονική στιγμή τιμές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ζήτηση εργασίας σημαίνει οι επιχειρήσεις ζητούν να προσλάβουν εργαζόμενους. Να μη συγχέεται με την "αναζήτηση εργασίας" από την πλευρά κάποιου που είναι άνεργος.