Καθολικισμός στην Εσθονία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Καθολική Εκκλησία στην Εσθονία αποτελεί μέρος της παγκόσμιας Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, κάτω από την πνευματική ηγεσία του Πάπα της Ρώμης.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 13ου αιώνα, η Εσθονία κατακτήθηκε από το γερμανικό Τευτονικό Τάγμα και εκχριστιανίστηκε.[1][2] Κάποια αρχαιολογικά στοιχεία θέλουν τον Χριστιανισμό να ήταν γνωστός, αιώνες πριν από την άφιξη των Τεκτόνων. Τέτοια αρχαιολογικά ευρήματα, όπως σταυροί και μεταλλικές γωνίες βιβλίων, μαρτυρούν αυτό το σενάρια.[3]

Το σύνολο των εσθονικών εδαφών είχε εκχριστιανιστεί μέχρι το έτος 1227 και, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, η Εσθονία διαιρούνταν μεταξύ των καθολικών φεουδαρχών.

Κατά τη διάρκεια του Λιβονιακού Πολέμου, η μεσαιωνική Εσθονία κατακτήθηκε από τους Σουηδούς, οι οποίοι κατέλαβαν αρχικά τη βόρεια Εσθονία και, μετέπειτα, το νότιο μέρος αυτής. Η σουηδική κατοχή, που διήρκεσε από το 1561 ως το 1710, απαγόρευσε τον ρωμαιοκαθολικισμό και επέβαλε τη λουθηρανική εκκλησία.[4]

Με το Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο η Σουηδία έχασε τα εδάφη της στην Εσθονία από τη Ρωσία, η οποία τα κατείχε από το 1710 ως το 1918.[5] Οι Ρώσοι τσάροι χορήγησαν πολλά προνόμια στη γερμανοβαλτική αριστοκρατία της Εσθονίας, συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής ελευθερίας. Κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, Πολωνοί και, έπειτα, Λιθουανοί ευγενείς άρχισαν να κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος, που στόχευσε στη διατήρηση του Λουθηρανισμού στην Εσθονία. Η πρώτη καθολική λειτουργία, μετά από περισσότερα από εκατό έτη, διενεργήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1786. Εκείνη την εποχή υπήρξαν λιγότεροι από 300 Καθολικοί στην Εσθονία. Στις 26 Δεκεμβρίου 1845 εγκαινιάστηκε η νέα καθολική εκκλησία του Τάλιν και, ακολούθησε από τη νέα καθολική εκκλησία του Τάρτου, το 1899.

Το 1918, όταν η Εσθονία κέρδισε την ανεξαρτησία της, οι πολίτες είχαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Η Αγία Έδρα αναγνώρισε την Εσθονία στις 10 Οκτωβρίου 1921. Το 1931 ο Ιησουίτης Έντουαρντ Πρόφιτλιτς έγινε αποστολικός διοικητής για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Εσθονία. Το 1936 έγινε ο πρώτος Εσθονός επίσκοπος. Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, υπήρχαν σχεδόν 5.000 Καθολικοί στην Εσθονία (Τάλιν: 2.333, Τάρτου: 1.073, Νάρβα: περίπου 600, Βάλγκα: περίπου 800).[6] Το 1939 η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Εσθονία και συνέλαβε τον επίσκοπο Πρόφιτλιτς, που πέθανε σε μια σοβιετική φυλακή, το 1942. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής, όλες σχεδόν οι εσθονικές καθολικές εκκλησίες ήταν κλειστές. Μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η Εσθονία επανέκτησε την ανεξαρτησία της και αναγνωρίστηκε εκ νέου από την Αγία Έδρα στις 28 Αυγούστου 1991.[7] Η πρώτη παπική επίσκεψη στη χώρα συνέβη το Σεπτέμβριο του 1993, από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄.[8][9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]