Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάρελ Χέντρικ Τεοντόρ Μπουσεμάκερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάρελ Χέντρικ Τεοντόρ Μπουσεμάκερ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση5  Ιανουαρίου 1864[1][2][3]
Ντέβεντερ[3][4]
Θάνατος6  Σεπτεμβρίου 1914[1][2][3]
Λέιντεν[3]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο των Κάτω Χωρών[2]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΟλλανδικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΟλλανδικά
Εκπαίδευσηδιδακτορικό δίπλωμα
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Λέιντεν
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός
διδάσκων πανεπιστημίου[2][5][4]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Λέιντεν (1905–1914)[2]
Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν (1895–1905)[3]
Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν[4]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κάρελ Χέντρικ Τεοντόρ Μπουσεμάκερ (Carel Hendrik Theodoor Bussemaker, 5 Ιανουαρίου 18646 Σεπτεμβρίου 1914) ήταν Ολλανδός ιστορικός που υπήρξε τακτικός καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν και στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν.

Ο Μπουσεμάκερ γεννήθηκε στην πόλη Ντέβεντερ και ήταν γιος του ζυθοποιού Μπάρεντ Μπαρλάγεν Μπουσεμάκερ[6] και της Χερτρουντα Μπέρτα Χεράρντα Ελίζαμπετ Ρέζιους. Αφού τελείωσε το σχολείο στη γενέτειρά του, σπούδασε ολλανδική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, όπου πήρε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα (master) σε χρόνο-ρεκόρ το 1886, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ δραστήριος και σε άλλους τομείς, ιδιαιτέρως στη φοιτητική ένωση (Studentencorps).[7] Στις 27 Ιουλίου 1887 πήρε για σύζυγό του την Ελίζαμπετ Χεντρίκα Χερμάνσε Φέρφουρτ (Hendrika Hermance Vervoort) και απέκτησαν έναν γιο και μία θυγατέρα.[8]

Μετά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού στο Λέιντεν, ο Μπουσεμάκερ άρχισε μια σταδιοδρομία δασκάλου φιλολογίας και γεωγραφίας, πρώτα σε γυμνάσιο του Ζαλτμπόμελ και αργότερα σε γυμνάσιο του Χάαρλεμ.[8]

Παράλληλα ωστόσο εκπονούσε και διδακτορική διατριβή υπό την επίβλεψη του Ρόμπερτ Φρούιν και το 1888 πήρε το διδακτορικό του στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Ο τίτλος της διατριβής του ήταν: Geschiedenis van Overijsel gedurende het eerste stadhouderlooze tijdperk - Part I, δηλαδή «Ιστορία του Οφεράισσελ κατά την Πρώτη Περίοδο Ακυβερνησίας - Μέρος Ι» (το δεύτερο Μέρος κυκλοφόρησε το 1889).[8]

Συμμετέχοντας στον διαγωνισμό συγγραφής πραγματείας που διοργάνωσε η Επιστημονική Εταιρεία Teylers Tweede το 1892, ο Μπουσεμάκερ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο με το έργο του De afscheiding der Waalsche gewesten van de Generale Unie (= «Η απόσχιση των Βαλλωνικών επαρχιών από τη Γενική Ενωση»), που εκδόθηκε αργότερα, το 1895-1896 σε δύο τόμους υπό τον ίδιο τίτλο. Αυτό το έργο αναφοράς έκτισε τη φήμη του ως ιστορικού[9] και συνακόλουθα εκλέχθηκε ως ο διάδοχος του Πέτρους Γιοχάνες Μπλοκ στην έδρα της Ιστορίας και Πολιτικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν. Ο Μπουσεμάκερ παρέμεινε εκεί την επόμενη δεκαετία, με κυριότερο ερευνητικό ενδιαφέρον του τη διπλωματική ιστορία, ιδίως του 18ου αιώνα.[8][10]

Το 1904 ο Μπουσεμάκερ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να ερευνήσει τοπικά αρχεία για έγγραφα σχετικά με την ολλανδική ιστορία. Δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που ανέμενε και αντιθέτως κόλλησε μια νόσο που πιθανώς να συνεισέφερε στον πρόωρο θάνατό του δέκα χρόνια αργότερα.[8]

Με τον θάνατο του Πήτερ Λόντεβικ Μύλερ το 1905, ο Μπουσεμάκερ τον διαδέχθηκε στην έδρα της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Η εναρκτήρια διάλεξή του εκεί είχε τίτλο «Επί της αξιολογήσεως των δεδομένων στην ιστορική έρευνα και την ιστοριογραφία»). Σε αυτή διετύπωσε εκτενώς τις απόψεις του για το τι μπορεί να κάνει στην πράξη ένας ιστορικός στο να αποκλείσει την υποκειμενικότητα από την επιλογή τού τι είναι «σημαντικό» (ο Μπουσεμάκερ αμφέβαλλε ότι αυτό είναι δυνατόν, παρότι δεν συνηγορούσε στον «υποκειμενισμό»). Αστειευόταν με την άποψη του Μπλοκ ότι ο ιστορικός θα πρέπει να αποδέχεται «αυτό που θεωρείτο σημαντικό κατά την ίδια την ιστορική περίοδο που ερευνά, χωρίς να επιβάλλει την προσωπική του κρίση», καθώς αμφέβαλλε ότι αυτό ήταν κατορθωτό στην πράξη. Ως προς τη συζήτηση σχετικώς με τη γερμανική ιστοριογραφία, απέρριπτε τον θετικισμό (δηλαδή τη μίμηση των μεθόδων των φυσικών επιστημών) του Λέοπολντ φον Ράνκε, προτιμώντας την προσέγγιση των Βίλχελμ Βίντλμπαντ και Χάινριχ Ρίκερτ.[11]

Το 1904 ο Μπουσεμάκερ έγινε μέλος της εθνικής επιτροπής για την εξέταση των καθηγητών της ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1909 διορίσθηκε μέλος της υψηλού κύρους Συμβουλευτικής Επιτροπής Εκδόσεων Ιστορίας της Αυτοκρατορίας, υπό την προεδρία του Κολενμπράντερ. Το 1913 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών της Ολλανδίας.[12]

Ο Μπουσεμάκερ μπορεί να αμέλησε να δημοσιεύσει τόσο μεγάλο όγκο ερευνητικού έργου σε συγκριση π.χ. με τον Μπλοκ, αλλά ήταν αγαπητός στους φοιτητές του για την εμπνευσμένη διδασκαλία του.[13] Αποφασιστική ήταν η επίδρασή του πάνω στον Ολλανδό ιστορικό Πήτερ Γκέυλ.[8]

Ο Μπουσεμάκερ πέθανε αιφνιδίως στο Λέιντεν σε ηλικία.[8]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Carel Hendrik Theodoor Bussemaker». Biografisch Portaal. 03263381.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 (Ολλανδικά) Leidse Hoogleraren. 395. Ανακτήθηκε στις 19  Ιουνίου 2019.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Catalogus Professorum Academiae Groninganae. 212. Ανακτήθηκε στις 12  Νοεμβρίου 2019.
  4. 4,0 4,1 4,2 «Onze Hoogleeraren». (Ολλανδικά) Onze Hoogleeraren. Nijgh & Van Ditmar. Ρότερνταμ. 1898. σελ. 107.
  5. 212. Ανακτήθηκε στις 12  Νοεμβρίου 2019.
  6. Brugmans, Levensbericht, σελ. 19
  7. Brugmans, Levensbericht, σσ. 20-23
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Zilverberg, Bussemaker
  9. Brugmans, Levensbericht, σσ. 32-34
  10. Tollebeek, Bussemakers kritiek, σελ. 106
  11. Tollebeek, Bussemakers kritiek, σσ. 108-114
  12. «C.H.Th. Bussemaker (1864 - 1914)». Royal Netherlands Academy of Arts and Sciences. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2020. 
  13. Tollebeek, Bussemakers kritiek, σελ. 105