Ιστορία του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου Αργεντινής
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Από την πρώτη διοργάνωση του 1891 έως σήμερα, το Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Αργεντινής έχει λάβει διάφορες μορφές.
Ξεκίνησε ως Καμπεονάτο (Campeonato) κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δηλ. ενιαία κατηγορία με διπλούς αγώνες όλων εναντίον όλων. Οι αγώνες ακολουθούσαν τα κλιματικά δεδομένα του νοτίου ημισφαιρίου, ξεκινώντας το Μάρτιο (φθινόπωρο) και λήγοντας το Δεκέμβριο (αρχή καλοκαιριού). Το 1931 έγινε επαγγελματικό αλλά διατήρησε το ίδιο σύστημα διεξαγωγής (κατ' εξαίρεση κάποιες χρονιές δοκιμάσθηκαν πλέι-οφ για την ανάδειξη του πρωταθλητή).
Το 1967 άρχισαν τα διπλά πρωταθλήματα ανά έτος: Μετροπολιτάνο στο πρώτο μισό, Νασιονάλ στο δεύτερο.
Το 1985 επανήλθε το Καμπεονάτο (ή αλλιώς Λίγκα Αρχεντίνα) αλλά σε «εξευρωπαϊσμένες» ημερομηνίες, δηλαδή η αγωνιστική περίοδος ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και έληγε τον Ιούνιο.
Το 1991 έλαβε τη σημερινή του μορφή αυτονομώντας τους δύο γύρους σε χωριστά πρωταθλήματα, την Ινισιάλ (μέχρι πρότινος Απερτούρα) και την Φινάλ (μέχρι πρότινος Κλαουσούρα).
Εισαγωγή του αθλήματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο της Αργεντινής ιδρύθηκε από τους Άγγλους Τόμας και Τζέιμς Χογκ στις 9 Μαΐου 1867. Έδρευε στο Μπουένος Άιρες, ονομαζόταν Buenos Aires Football Club και αγωνιζόταν σε ένα γήπεδο κρίκετ. Ο πρώτος επίσημα καταγεγραμμένος αγώνας διεξήχθη στις 20 Ιουνίου του ιδίου έτους.
Γενικά, οι Βρετανοί που ζούσαν στην Αργεντινή αποτέλεσαν τους κύριους φορείς διάδοσης του αθλήματος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα τα στελέχη και οι εργάτες των αγγλικών εταιρειών που ανέλαβαν την ανέγερση του σιδηροδρομικού δικτύου της αχανούς χώρας. Κάποιες ομάδες που ιδρύθηκαν από Άγγλους και αγωνίζονται έως σήμερα στις ανώτερες κατηγορίες, είναι οι Κίλμες ΑΚ, Φέρρο, Σεντράλ.
Παράλληλα το ποδόσφαιρο διδασκόταν ως μάθημα φυσικής αγωγής στα σχολεία της αγγλικής παροικίας. Ο Σκώτος Αλεξάντερ Ουάτσον Χάττον, διευθυντής του Αγγλικού Γυμνασίου Μπουένος Άιρες, θεωρείται «πατέρας του αργεντίνικου ποδοσφαίρου», αφού διοργάνωσε το πρώτο Πρωτάθλημα Αργεντινής (1891) και ίδρυσε την εθνική ομοσπονδία (1893). Παρόμοια περίπτωση ήταν ο Άιζαακ Νιούελ του Εμπορικού Κολεγίου στο Ροσάριο Σάντα Φε, το όνομα του οποίου επιβιώνει έως σήμερα μέσω της Νιούελς Ολντ Μπόις.
Η βρετανική επιρροή είναι εμφανής ακόμα και σε αμιγώς αργεντίνικες ομάδες που ιδρύθηκαν εκείνη την εποχή, ξεκινώντας από τα χρώματα που επέλεγαν (π.χ. η Ιντεπεντιέντε φόρεσε ερυθρόλευκα για να μοιάζει με τη Νότιγχαμ Φόρεστ) και φτάνοντας έως τις ίδιες τις ονομασίες τους (π.χ. Ρίβερ Πλέιτ αντί για Ρίο ντε λα Πλάτα).
Ερασιτεχνικό Πρωτάθλημα (1891)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα πρωταθλήματα έμοιαζαν περισσότερο με μικρά τουρνουά (η πρώτη φορά που συμμετείχε διψήφιος αριθμός ομάδων ήταν το 1906) και μονοπωλήθηκαν από τις Λόμας, Αλούμνι, Κίλμες ΑΚ, Μπελγράνο Αθλέτικ. Οι ομάδες αυτές ήταν αγγλοκρατούμενες και τερμάτιζαν στις πρώτες θέσεις κάθε διοργάνωσης με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Όσο όμως οι ντόπιοι μάθαιναν περισσότερο το άθλημα, τόσο συνέβαινε μια βαθιά μεταβολή: η κυοφορία του fútbol criollo (κρεολικό ποδόσφαιρο), δηλ. της προσαρμογής του αθλήματος στη λατινοαμερικάνικη ψυχοσύνθεση. Ενώ οι Βρετανοί κουβαλούσαν απ' την πατρίδα τους ένα στυλ παιχνιδιού που βασιζόταν στο τρίπτυχο πειθαρχία - ομαδικότητα - φυσική κατάσταση, οι ντόπιοι άρχιζαν να εξελίσσουν μια νοοτροπία βασισμένη πρωτίστως στις ατομικές ενέργειες, τον επιδέξιο χειρισμό της μπάλας και τον εντυπωσιασμό, ενίοτε εις βάρος της ίδιας της αποτελεσματικότητας.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, από τη δεκαετία του 1910 κι εφεξής η αγγλική προέλευση του αθλήματος μπορεί να ήταν ορατή στις ονομασίες κάποιων ομάδων, αλλά παικτικά είχαν κυριαρχήσει τα «κρεολικά» χαρακτηριστικά. Αυτό σηματοδοτήθηκε με την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τη Ρασίγκ το 1913 - ήταν η πρώτη φορά που ο τίτλος πήγαινε σε ομάδα μη σχετιζόμενη με Βρετανούς. Την ίδια εποχή πρωτοεμφανίζονται οι σημερινοί γίγαντες, όπως η Ρίβερ Πλέιτ, η Μπόκα Τζούνιορς και η Ιντεπεντιέντε, ενώ τοπικά πρωταθλήματα ξεκινούν ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιφέρειες της χώρας.
|
|
Επαγγελματική Α' Κατηγορία (1931)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τα τέλη της δεκαετίας του '20, οι ομάδες άρχισαν να αντιμετωπίζουν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: τη φυγή σπουδαίων παιχτών προς την Ευρώπη, ιδιαίτερα την Ιταλία. Εκεί το ποδόσφαιρο είχε μόλις επαγγελματοποιηθεί και μεγάλοι σύλλογοι δελέαζαν ποδοσφαιριστές με ιταλικές ρίζες να ενταχθούν στο δυναμικό τους, υποσχόμενοι τεράστια (για τα τότε αθλητικά δεδομένα) χρηματικά ποσά. Σε μικρότερο βαθμό, η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και από ισπανικές ομάδες. Έτσι πέρασαν τον Ατλαντικό σπουδαία ονόματα, όπως π.χ. ο Ραϊμούντο Όρσι και ο Λουΐς Μόντι για λογαριασμό της Γιουβέντους.
Η απώλεια ήταν διπλή, αφού οι παίχτες αυτοί πολιτογραφούνταν στις νέες πατρίδες τους και χάνονταν από την Εθνική Ομάδα. Χαρακτηριστικά, η Εθνική Ιταλίας που κατέκτησε το Μουντιάλ του '34 είχε στη βασική ενδεκάδα της τρεις παίχτες με παλαιότερες συμμετοχές στην Εθνική Αργεντινής.
Για να ανακόψουν το κύμα φυγής, οι 18 μεγαλύτεροι σύλλογοι της Αργεντινής εκβίασαν την Ομοσπονδία να «επαγγελματοποιήσει» την Α' Κατηγορία, διοργανώνοντας δικό τους πρωτάθλημα από το 1931 έως το 1933. Τελικά η Ομοσπονδία ανέλαβε ξανά τη διοργάνωση, αποδεχόμενη όμως τη νέα κατάσταση: οι 18 επαγγελματικοί σύλλογοι αποτέλεσαν την Πριμέρα Ντιβιζιόν (Α' Κατηγορία) της αγωνιστικής περιόδου 1934 του Καμπεονάτο, ενώ τα ερασιτεχνικά σωματεία που συμμετείχαν στο τελευταίο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα συγκρότησαν τη Β' Κατηγορία. Ορίσθηκε επίσης ότι όσα σωματεία προβιβάζονταν στο εξής στην Πριμέρα, θα γίνονταν επαγγελματικά. Η αρίθμηση των τίτλων ξεκίνησε από την αρχή, με σημείο εκκίνησης το επαγγελματικό πρωτάθλημα του 1931.
|
|
|
Τα πρώτα διπλά πρωταθλήματα (1967)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πέρασμα στον επαγγελματισμό έδωσε μεν κίνητρο στα μεγάλα ονόματα να παραμείνουν στην Αργεντινή, αλλά διεύρυνε ακόμα περισσότερο το προϋπάρχον χάσμα ανάμεσα στις ομάδες του πλούσιου βορειοανατολικού κομματιού της χώρας (Μπουένος Άιρες, Λα Πλάτα, Ροσάριο Σάντα Φε) και αυτές των υπόλοιπων περιφερειών, οι οποίες αδυνατούσαν να φθάσουν ως την Πριμέρα Ντιβιζιόν ή έκαναν σύντομα περάσματα και ξαναϋποβιβάζονταν. Επιπλέον οι επαρχιακές ομάδες αναγκάζονταν να διανύουν συνεχώς τεράστιες αποστάσεις (η Αργεντινή έχει έκταση 2.766.890 χμ²), με αποτέλεσμα τη φυσική εξάντληση των αθλητών και τον οικονομικό στραγγαλισμό των διοικήσεων.
Σε μια προσπάθεια να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, το 1967 εισήχθη ο θεσμός των διπλών πρωταθλημάτων ανά έτος. Στο πρώτο μισό της χρονιάς οι ομάδες της Μητροπολιτικής Περιοχής (δηλ. του Μπουένος Άιρες και των όμορων αστικοποιημένων περιφερειών) διαγωνίζονταν στο πρωτάθλημα «Μετροπολιτάνο», ενώ στο δεύτερο μισό διεξαγόταν το «Νασιονάλ», όπου συμμετείχαν οι καλύτεροι των επαρχιακών πρωταθλημάτων και οι καλύτεροι του Μετροπολιτάνο. Οι νικητές των δύο διοργανώσεων θεωρούνταν ισοδύναμοι πρωταθλητές Αργεντινής. Το 1980 η σειρά αντιστράφηκε.
Το σύστημα διεξαγωγής των πρωταθλημάτων ήταν περίπλοκο και επιπλέον άλλαζε συνέχεια - τις περισσότερες χρονιές, οι ομάδες χωρίζονταν σε ομίλους και οι πρώτοι έδιναν νοκ-άουτ αγώνες ή συγκροτούσαν έναν τελικό όμιλο για την ανάδειξη του πρωταθλητή.
Τελικά, το μόνο που κατάφερε να πετύχει ο χωρισμός σε Μετροπολιτάνο και Νασιονάλ, ήταν ότι κάθε χρόνο θα συμμετείχε ένας αξιόλογος αριθμός επαρχιακών ομάδων. Τα αποτελέσματα σε επίποδο συγκομιδής τίτλων δεν άλλαξαν, αφού ακόμα και τα Νασιονάλ κατέληγαν στα χέρια των ομάδων της μητροπολιτικής περιοχής.
Σε αγωνιστικό επίπεδο, παρατηρείται μια στροφή προς τις αμυντικές τακτικές και την αγωνιστική πειθαρχία, σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του «fútbol criollo». Το θέαμα βεβαίως δεν εξαφανίσθηκε από τα αργεντίνικα γήπεδα, όμως ομάδες όπως η Εστουδιάντες του 1967 μπόρεσαν να διακριθούν παίζοντας αντιποδόσφαιρο, έχοντας δηλαδή ως πρώτο μέλημα πώς θα καταστρέψουν την ανάπτυξη του αντιπάλου με πρακτικές που κινούνταν στα όρια των κανονισμών.
|
|
Επιστροφή στην ενιαίο Καμπεονάτο (1985)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1985 ο θεσμός των διπλών πρωταθλημάτων εγκαταλείφθηκε και επανήλθε το Καμπεονάτο βασισμένο στα «ευρωπαϊκά» πρότυπα, με ενιαία Πριμέρα Ντιβιζιόν για όλη τη χώρα. Επίσης οι χρόνοι διεξαγωγής συγχρονίσθηκαν με τους ευρωπαϊκούς, δηλαδή η αγωνιστική περίοδος ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και έληγε τον Ιούνιο.
Εν τω μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο της φυγής των μεγαλύτερων ονομάτων προς τους πλούσιους ευρωπαϊκούς συλλόγους, το οποίο διατηρείται έως σήμερα.
- 1985-1986: Ρίβερ Πλέιτ
- 1986-1987: Ροσάριο Σεντράλ
- 1987-1988: Νιούελς Ολντ Μπόις
- 1988-1989: Ιντεπεντιέντε
- 1989-1990: Ρίβερ Πλέιτ
- 1990-1991: Νιούελς Ολντ Μπόις
Σπάσιμο σε Απερτούρα και Κλαουσούρα (1991)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προσπαθώντας να κάνουν το πρωτάθλημα πιο συναρπαστικό, οι διοργανωτές σκέφτηκαν το 1990 να αλλάξουν τον τρόπο ανάδειξης του πρωταθλητή. Αντί να λαμβάνεται υπ'όψιν η συνολική συγκομιδή βαθμών στο Καμπεονάτο, θέσπισαν έναν τελικό ανάμεσα στην καλύτερη ομάδα του πρώτου γύρου (Απερτούρα) και αυτήν του δεύτερου (Κλαουσούρα). Το πείραμα ανέδειξε πρωταθλήτρια τη Νιούελς Ολντ Μπόις, η οποία νίκησε τη Μπόκα Τζούνιορς στον τελικό της σαιζόν 1990-91. Ως συμπέρασμα, το σύστημα αυτό πέτυχε μεν να προσδώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά άφησε ένα αίσθημα πικρίας για τον ηττημένο. Έτσι αποφασίσθηκε από την επόμενη σαιζόν να αναγνωρίζονται και οι δύο ομάδες ως ισότιμοι πρωταθλητές.
Σύμφωνα λοιπόν με το σύστημα που ξεκίνησε το 1991 και ισχύει έως σήμερα, οι ομάδες ξεκινούν να παίζουν όλες εναντίον όλων, όπως στο Καμπεονάτο. Όμως με το τέλος του πρώτου γύρου, της Απερτούρα, η πρωτοπόρος ομάδα στέφεται πρωταθλήτρια και η βαθμολογία μηδενίζεται. Ακολουθεί συνήθως μία διακοπή για το καλοκαίρι (Γενάρης-Φλεβάρης) και ξεκινά ο δεύτερος γύρος, η Κλαουσούρα, της οποίας η πρώτη ομάδα στέφεται επίσης πρωταθλήτρια. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Αργεντινή αναδεικνύει δύο πρωταθλήτριες ανά αγωνιστική περίοδο - ακόμα κι αν μια ομάδα κατακτήσει και την Απερτούρα και την Κλαουσούρα την ίδια σαιζόν, στο παλμαρέ της θα αναφέρονται δύο τίτλοι.
Αποτέλεσμα αυτού του συστήματος είναι πως τυχαία ευνοεί κάποιες ομάδες και αδικεί κάποιες άλλες στο ζήτημα της έδρας των αγώνων της Απερτούρα. Όμως οι εύνοιες και οι αδικίες αντιστρέφονται στην Κλαουσούρα, όταν οι αγώνες διεξάγονται στις αντίθετες έδρες.
Ως συνολικό συμπέρασμα, το παρόν σύστημα αυξάνει τον αριθμό των διεκδικητών του τίτλου, αφού ακόμα και μια μικρομεσαία ομάδα μπορεί να φτάσει ψηλά, εάν έχει καλές κληρώσεις για τους εντός έδρας αγώνες. Αυτό φάνηκε άμεσα στην πράξη, αφού από το 1991-1992 που εφαρμόσθηκε έως σήμερα, ο τίτλος έχει πάει στα χέρια έντεκα διαφορετικών ομάδων.
|
|
Πίνακας πρωταθλητών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα](από την επαγγελματοποίηση -1931- έως την Απερτούρα 2011-12)
|
|