Η υπεράσπιση της ποίησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η υπεράσπιση της ποίησης

Η υπεράσπιση της ποίησης (αγγλικός τίτλος: An Apology for Poetry) είναι έργο λογοτεχνικής κριτικής του ελισαβετιανού ποιητή Φίλιπ Σίντνεϊ. Γράφτηκε περίπου το 1580 και δημοσιεύτηκε το 1595, μετά τον θάνατό του.[1]

Στο δοκίμιό του ο Σίντνεϊ, συγγραφέας της Αρκαδίας (1580) και του κύκλου σονέτων Αστρόφιλος και Στέλλα (1583), ενσωματώνει μια σειρά από κλασικές και ιταλικές αρχές για τη μυθοπλασία. Η ουσία του έργου είναι ότι η ποίηση, συνδυάζοντας τη ζωντάνια της ιστορίας με το ηθικό επίκεντρο της φιλοσοφίας, είναι πιο αποτελεσματική είτε από την ιστορία είτε από τη φιλοσοφία στο να παρακινήσει τους αναγνώστες στην αρετή και να εμπνέει ευγενή και ηθική συμπεριφορά.[2]

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπεράσπιση της ποίησης είναι ένα αισθητικό δοκίμιο που γράφτηκε ως απάντηση σε πουριτανικά φυλλάδια που καταδίκαζαν την «επιπόλαια ποίηση» και την αγγλική θεατρική σκηνή και ισχυρίζονταν ότι οι ποιητές παρασύρουν τους ανθρώπους κηρύττοντας την ανηθικότητα. Είναι εμποτισμένο με ανθρωπιστικούς στοχασμούς για τον υψηλό σκοπό της λογοτεχνίας, που διαπλάθει μια ηθική προσωπικότητα και βοηθά στην επίτευξη πνευματικής τελειότητας, κάτι που είναι αδύνατο χωρίς τις συνειδητές προσπάθειες των ίδιων των ανθρώπων. Επί πλέον, προσπαθεί να αποδείξει ότι όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί του κόσμου έχουν εκτιμήσει την ποίηση και το έργο του ποιητή. Για τον Σίντνεϊ, η ποίηση δεν είναι απλώς μέρος του πολιτισμού, είναι πολιτισμός: μια πολιτισμένη και εκπολιτιστική μορφή τέχνης.[3]

Με χιούμορ και πολεμική ζέση, βασιζόμενος στο έργο του Αριστοτέλη Περί ποιητικής, με παραδείγματα από την αρχαία ιστορία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, ο Σίντνεϊ αποδεικνύει ότι ένας ποιητής είναι πιο αποτελεσματικός για την προώθηση υψηλών ηθικών ιδανικών από έναν ηθικό φιλόσοφο ή ιστορικό με το βαρετό κήρυγμα και το ηθικοπλαστικό περιεχόμενο: χάρις στην απεριόριστη φαντασία του, μπορεί ελεύθερα να σκιαγραφήσει την εικόνα του ιδανικού ανθρώπου και την αρετή μέσα από «μια ομιλούσα εικόνα» της οποίας ο στόχος είναι «να διδάσκει και να διασκεδάζει». Ο ποιητής στα μάτια του εξυψώνεται σε συν-δημιουργό και μάλιστα αντίπαλο της Φύσης - όλοι οι άλλοι παρατηρούν τα μοτίβα της και «μόνο ο ποιητής... δημιουργεί ουσιαστικά μια διαφορετική φύση,... κάτι που είναι καλύτερο από αυτό που δημιουργήθηκε ως Φύση ή δεν υπήρξε ποτέ...».[4]

Αποσπάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετικά με το πλεονέκτημα του ποιητή έναντι του φιλοσόφου: «Λέω ότι ο φιλόσοφος διδάσκει, αλλά διδάσκει σκοτεινά, έτσι όπως μόνο οι λόγιοι μπορούν να τον καταλάβουν, δηλαδή τους διδάσκει κάτι που ήδη έχουν διδαχθεί και γνωρίζουν». Αλλά οι ποιητές, αντίθετα, μπορούν να προσεγγίσουν ανθρώπους που δεν έχουν σπουδάσει φιλοσοφία και να τους μεταδώσουν πολύτιμα μαθήματα».

Σχετικά με την ποίηση και το θέατρο ως δημοκρατική τέχνη, προσβάσιμη σε όσους δεν έχουν σπουδάσει φιλοσοφία: «Και το ποιητικό δράμα είναι ίσως το πιο δημοκρατικό από όλα. Η ποίηση απαιτεί έναν αναγνώστη και ένας αναγνώστης πρέπει να έχει διδαχθεί να διαβάζει, έτσι όσοι είναι αναλφάβητοι εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένοι από αυτήν. Όμως το θέατρο παρακάμπτει την ανάγκη του κοινού να είναι εγγράμματος, το μόνο που απαιτεί είναι ένας θεατής, όχι ένας αναγνώστης».[2]

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη κριτική ποίησης στην αγγλική γλώσσα και θεωρείται «η πρώτη θεωρητική τεκμηρίωση της ουμανιστικής λογοτεχνίας στην Αγγλία». Η επιρροή του Φίλιπ Σίντνεϊ μπορεί να φανεί σε όλη τη μετέπειτα ιστορία της αγγλικής λογοτεχνικής ανάλυσης και κριτικής έως και στο έργο του Πέρσι Σέλλεϋ Υπεράσπιση της ποίησης (1821).[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]