Εργατικό δίκαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εργατικό Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη κοινωνική σχέση εξαρτημένης εργασίας, επ΄ αμοιβή και την νομική θέση εκείνων που κατ΄ επάγγελμα αποζούν από αυτήν.

Το Εργατικό Δίκαιο αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της νομικής επιστήμης με αντικείμενο έρευνας και μελέτης το σύνολο των κανόνων που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις.Αυτό επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, ενώ είναι στενά συνδεδεμένο με την οικονομική λειτουργία ενός κράτους, με στόχο την προστασία της. Συνδέεται με την έννοια της αυτονομίας σε ένα πλαίσιο συλλογικής εφαρμογής και δράσης.

Σε αντίθεση με λοιπούς κλάδους του δικαίου, διατηρεί μια ιδιαίτερη νοοτροπία και μεθοδολογία εφαρμογής του. Συνδέεται ρητά με τη διεθνή πραγματικότητα και ενσωματώνει άμεσα ζητήματα που αφορούν στην εργασία, ιδίως στα πλαίσια της ΔΟΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για τα κράτη μέλη αυτής).

Ως κλάδος του δικαίου το εργατικό δίκαιο αποτελεί αυτοτελή κλάδο ο οποίος θεωρείται τμήμα του Ιδιωτικού δικαίου. Πριν θεωρηθεί αυτοτελής κλάδος, εξετάζοντας στα πλαίσια του αστικού δικαίου και συγκεκριμένα του ενοχικού δικαίου. Σε πολλά σημεία το εργατικό δίκαιο παρουσιάζει κοινά σημεία με το δημόσιο δίκαιο.

Γένεση και ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γέννηση και ανάπτυξη του Εργατικού Δικαίου ήρθε ως αποτέλεσμα των συλλογικών αγώνων των εργαμένων για βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν τα διάφορα κράτη να εισάγουν στο νομικό σύστημα διατάξεις προστασίας των εργαζομένων και αναγνώρισης των εργατικών ενώσεων. Οι πρώτες ρυθμίσεις τέτοιου είδους εμφανίστηκαν στην Αγγλία τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα το Εργατικό Δίκαιο εμφανίζεται ως αυτόνομος κλάδος δικαίου.

Στοιχεία του ατομικού εργατικού δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εργασία γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον όρο εργασία νοείται κάθε απασχόληση του ανθρώπου η οποία αποβλέπει σε ένα ορισμένο σκοπό. Μπορεί να είναι σωματική ή πνευματική ανάλογα αν επικρατεί το χειρωνακτικό ή το διανοητικό στοιχείο σε αυτήν. Κάθε άνθρωπος μπορεί να εργάζεται είτε για τον εαυτό του είτε για κάποιον άλλο. Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσιάζει άμεσο ενδιαφέρον για το δίκαιο. Για παράδειγμα, αν κάποιος μαγειρεύει στο σπίτι του για τον εαυτό του. Αν όμως μαγειρεύει ως μάγειρας σε ένα εστιατόριο τότε η εργασία του παρέχεται για λογαριασμό του εργοδότη του με τον οποίο συνδέεται με μια έννομη σχέση. Τη σχέση αυτή ρυθμίζει το δίκαιο και ειδικότερα το εργατικό δίκαιο. Από την σχέση αυτή προκύπτει η υποχρέωσή του να εργαστεί για να επιτελέσει το έργο που έχει αναλάβει. Αντίστοιχα προκύπτει η υποχρέωση του εργοδότη να τον πληρώσει για την εργασία που παρείχε.

Η εργασία ως δημιουργική εκδήλωση της προσωπικότητας και θεμέλιο του οικονομικού πλούτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εργασία αποτελεί πρωταρχική έννοια του Εργατικού Δικαίου. Για χιλιετίες θεωρήθηκε απλό αντικείμενο συναλλαγής και εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, στην εποχή της δουλείας η εργασία θεωρούνταν υποτιμητική και αντάξια μόνο για τους δούλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική γλώσσα η λέξη δουλειά ετυμολογείται από τη λέξη δουλεία και η λέξη αφεντικό από τον αφέντη, δηλαδή τον κύριο του δούλου. Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια για αιώνες. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση ο θεσμός της δουλείας υποχώρησε. Ωστόσο, και πάλι η εργασία συνέχισε να θεωρείται αντικείμενο συναλλαγής και μόνο. Η εκμετάλλευση της εργασίας και συνακόλουθα των εργαζομένων, δεν είχε όρια και οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες (παιδική εργασία, εξαντλητικά ωράρια, έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης κ.λ.π.). Η κατάσταση αυτή πυροδότησε πολύχρονους και αιματηρούς αγώνες. Σταδιακά, και ως αποτέλεσμα των αγώνων αυτών, αναγνωρίστηκε ότι η εργασία δεν είναι απλώς αντικείμενο συναλλαγής αλλά αποτελεί δημιουργική εκδήλωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας και ότι η προστασία της είναι παράλληλα και προστασία της προσωπικότητας. Στα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης η εργασία αναγνωρίζεται ως διακριτός παραγωγικός συντελεστής με θεμελιώδη ρόλο στη δημιουργία του οικονομικού πλούτου και η προστασία της αποβαίνει σε όφελος του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον, η εξασφάλιση ικανοποιητικών αμοιβών και όρων εργασίας για τους εργαζόμενους συμβάλλει στην ισορροπία της κοινωνικής ζωής και του οικονομικού συστήματος.

Η εργασία για το εργατικό δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εργατικό δίκαιο ενδιαφέρεται για τις περιπτώσεις παροχής εργασίας από ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο και μάλιστα μόνο για εκείνη τη μορφή εργασίας που παρέχεται σε τρίτο που καλείται εξαρτημένη εργασία. Η εργασία που προσφέρει ο δημόσιος υπάλληλος καθώς και εκείνη που παρέχει ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν ρυθμίζονται από το εργατικό δίκαιο. Από τη σκοπιά του εργατικού δικαίου, εργασία είναι η ενέργεια που ένα άτομο, ο μισθωτός, προσφέρει σε κάποιον άλλον, τον εργοδότη, για την εξυπηρέτηση σκοπών του δεύτερου και στα πλαίσια μια ειδικής έννομης σχέσης που ονομάζεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο σκοπός του εργοδότη είναι κατά κανόνα οικονομικός. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο σκοπός είναι διαφορετικός όταν η εργασία παρέχεται για την άμεση ωφέλεια του εργοδότη (για παράδειγμα η εργασία υπηρέτριας ή η εργασία baby sitter). Η σχέση εξαρτημένης εργασίας ρυθμίζεται από τη σύμβαση εργασίας. Με άλλα λόγια, η εργασία είναι το αντικείμενο της έννομης σχέσης που συνδέει το μισθωτό με τον εργοδότη.

Εξαρτημένη εργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαρτημένη εργασία είναι η εργασία που υπόκειται στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα της διεύθυνσης και της εποπτείας της εργασίας ενώ καθορίζει το χρόνο, τον τρόπο, τον τόπο και τις λοιπές συνθήκες παροχής της. Ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη.

Μισθωτός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μισθωτός είναι το πρόσωπο, το οποίο βάση σχέσεως εξαρτημένης εργασίας τελεί στην υπηρεσία τρίτου και υποχρεούται στην παροχή εργασίας προς αυτόν. Δεν είναι μισθωτοί οι ελεύθεροι επαγγελματίες, τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη, εάν παρέχουν εργασία εκ του νόμου, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εταίροι και τα μέλη σωματείου, εάν παρέχουν υπηρεσίες προς την εταιρία ή το σωματείο.

Διακρίσεις μισθωτών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργοδότης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργοδότης είναι το πρόσωπο που απασχολεί άλλο ως μισθωτό. Μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή και το Δημόσιο.

Μισθός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μισθός είναι η κάθε παροχή του εργοδότη, οποιασδήποτε μορφής ή ονομασίας ή ειδικότερης αιτίας, που χορηγείται ως αντάλλαγμα για την εργασία που καταβάλλει ο μισθωτός.

Επιχείρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

·        θεωρείται κάθε οικονομική μονάδα που παράγει υλικά προϊόντα ή υπηρεσίες συνδυάζοντας κατάλληλα τους συντελεστές παραγωγής.

(κεφάλαια,εργασία,εγκαταστάσεις,επιχειρηματικότητα)προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της.

Εκμετάλλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκμετάλλευση είναι η οργανωτική ενότητα προσωπικών και υλικών μέσων και άϋλων αγαθών, όπου επιδιώκεται το τεχνικό αποτέλεσμα της εργασίας

Στοιχεία του συλλογικού εργατικού δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στοιχεία του διεθνούς εργατικού δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικές έννοιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγχρονες τάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα πλαίσια μια παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οι υποστηρικτές των εργασιακών δικαιωμάτων επιδιώκουν την καθιέρωση διεθνών ρυθμίσεων που θα συμβάλλουν στην διακυβέρνηση των παγκόσμιων αγορών ώστε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων στην προοπτική της διασφάλισης των ευρύτερων κοινωνικών συμφερόντων και της αρμονικής συνεργασίας των λαών. Ωστόσο, η ανάπτυξη διεθνών μηχανισμών για την προστασία των εργατικών δικαιωμάτων είναι ακόμη σε εμβρυική μορφή. Χαρακτηριστική εξαίρεση αποτελεί το Ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στις συνομιλίες που έλαβαν χώρα στο Γύρο της Ντόχα στα πλαίσια του Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου ένα από τα εξετασθέντα ζητήματα ήταν και η υιοθέτση κάποιων ελάχιστων μέτρων για την προστασία των εργαζομένων. Κεντρικό υπήρξε το ερώτημα εάν η άρση των εμποδίων στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας που μπορεί να ωφελήσει τους καταναλωτές, μπορεί ταυτόχρονα να επαυξήσει τις δυνατότητες των πολυεθνικών επιχειρήσεων να συμπιέζουν το κόστος εργασίας τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις υπό ανάπτυξη χώρες. Η δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να μεταφέρουν δραστηριότητές τους από τη μία χώρα στην άλλη με σχετική ευκολία μπορεί να, και πρακτικά έχει, πυροδοτήσει μια γενικευμένη απορρύθμιση στην αγορά εργασίας πιέζοντας τα Κράτη, να αμβλύνουν την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων προκειμένου να προσφέρουν ανταγωνιστικές συνθήκες για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, παράλληλα και με τη θέσπιση ευνοϊκών φορολογικών μέτρων και την ανάπτυξη υποδομών και δημοσίων υπηρεσιών που αποσκοπούν στην προσέλκυση επενδύσεων από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους. Σε αντίθετη περίπτωση, τα Κράτη θεωρούνται ότι απειλούνται με μειωμένες ξένες επενδύσεις, και ακόμη χειρότερα με φυγή κεφαλαίων, με συνέπεια μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και την αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός των Κρατών για επενδυτικά κεφάλαια μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην καλύτερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών σε διεθνές επίπεδο, τα οφέλη δεν επιμερίζονται δίκαια ενώ παράλληλα η κατίσχυση της κερδοσκοπικής λογικής ανατρέπει τα ενδεχόμενα οφέλη και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν φαινόμενα ντόμινο σε διεθνές επίπεδο λόγω και της ταχύτατης ροής πληροφοριών και του κυρίαρχου ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος επί της πραγματικής οικονομίας.

Διεθνής Οργανισμός Εργασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για οργανισμό που έχει έδρα τη Γενεύη και αποτελεί ένα από τους παλιότερους διεθνείς οργανισμούς και το μόνο θεσμό που επιβιώνει ακόμη από όσους συνέστησε η Κοινωνία των Εθνών που ιδρύθηκε μετά τη λήγη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Βασική αρχή του είναι ότι η εργασία δεν είναι εμπόρευμα που ανταλλάσσεται όπως τα υλικά προϊόντα, οι υπηρεσία και το κεφάλαιο και ότι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας την ίση και δίκαιη μεταχείριση των εργαζομένων.

Στα πλαίσια του Διεθνή Οργανισμού Εργασίου έχουν συναφθεί σημαντικές διεθνείς συνθήκες που αφορούν την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων και οι οποίες έχουν υιοθετηθεί από πολλά Κράτη και αποτελούν βασικές πηγές του διεθνούς εργατικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι της εθνικής νομοθεσίας. Εναπόκειται στους εργαζόμενους κάθε χώρας να αξιοποιούν τις διεθνείς αυτές συμβάσεις και να επιβάλουν την εφαρμογή τους καταφεύγοντας, όποτε απαιτείται, στα αρμόδια διεθνή όργανα για να καταγγέλουν την καταστρατήγησή τους.

Ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ευρωπαϊκή Ένωση με την οδηγία 93/104/EC για τη διαχείριση του χρόνου εργασίας περιόρισε το μέγιστο όριο εργασίας σε 48 ώρες ανά εβδομάδα και θέσπισε ελάχιστη περίοδο ανάπαυσης 11 ωρών το 24ωρο. Όπως όλες οι οδηγίες, έτσι κι αυτή απαιτεί από τα Κράτη Μέλη να μεριμνήσουν για την εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με αυτήν. Παρά το γεγονός ότι η οδηγία είναι υποχρεωτική για όλα τα Κράτη Μέλη, στη Μεγάλη Βρετανία είναι δυνατή η παραβίαση του ορίου των 48 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως. Η Γαλλία έχει υιοθετήσει αυστηρότερα μέτρα από τα προβλεπόμενα στην οδηγία περιορίζοντας την εβδομάδα εργασίας σε 35 ώρες παρά το γεγονός ότι επιτρέπει κατ' εξαίρεση και τη δυνατότητα μεγαλύτερης διάρκειας εργασίας.

Μεγάλη συζήτηση και αντιπαραθέσεις έχουν προκληθεί από την αποκαλούμενη οδηγία Bolkestein που υιοθετήθηκε το 2006 και ανατρέπει κάποιες από τις ρυθμίσεις της οδηγίας για τη διαχείριση του χρόνου εργασίας.