Καλιαρντά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sirca (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικών λαθών με τη χρήση AWB
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
'''Τα καλιαρντά''' είναι μια ιδιωματική [[διάλεκτος]] των [[ομοφυλόφιλος|ομοφυλοφίλων]]. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του [[1940]] και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την [[Τουρκική γλώσσα|τουρκική]], [[Γαλλική γλώσσα|γαλλική]] και [[Ιταλική γλώσσα|ιταλική]] [[γλώσσα]].
'''Τα καλιαρντά''' είναι μια ιδιωματική [[διάλεκτος]] των [[ομοφυλόφιλος|ομοφυλοφίλων]]. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του [[1940]] και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την [[Τουρκική γλώσσα|τουρκική]], [[Γαλλική γλώσσα|γαλλική]] και [[Ιταλική γλώσσα|ιταλική]] [[γλώσσα]].


Τα καλιαρντά διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στα ''απλά καλιαρντά'' που είναι πιο διαδεδομένα, και στα ''ντούρα καλιαρντά'' που έχουν πολλά στοιχεία της [[καθαρεύουσα|καθαρεύουσας]].
Τα καλιαρντά διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στα ''απλά καλιαρντά'' που είναι πιο διαδεδομένα, και στα ''ντούρα καλιαρντά'' που έχουν πολλά στοιχεία της [[καθαρεύουσα]]ς.


Στις μέρες μας τα καλιαρντά δεν θεωρούνται κρυφή γλώσσα, μια και με την πάροδο του χρόνου ο λαός έμαθε αυτή τη διάλεκτο μέσα από την τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλήρως και επισήμως καταγεγραμμένη σε ελληνικά λεξικά από ινστιτούτα μελέτης και καταγραφής της γλώσσας, πράγμα που παραπέμπει τη διάλεκτο αυτή ως "διάλεκτο του δρόμου".
Στις μέρες μας τα καλιαρντά δεν θεωρούνται κρυφή γλώσσα, μια και με την πάροδο του χρόνου ο λαός έμαθε αυτή τη διάλεκτο μέσα από την τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλήρως και επισήμως καταγεγραμμένη σε ελληνικά λεξικά από ινστιτούτα μελέτης και καταγραφής της γλώσσας, πράγμα που παραπέμπει τη διάλεκτο αυτή ως "διάλεκτο του δρόμου".
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
*Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
*Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
*Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
*Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
*Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
*Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
*Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
*Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
*Αβέλω νάψες - μιλώ
*Αβέλω νάψες - μιλώ
*Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
*Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
*Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
*Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
*Αποκατέ - από εκεί
*Αποκατέ - από εκεί
*Ατζινάβωτος - απονήρευτος
*Ατζινάβωτος - απονήρευτος
*Βακουλή - εκκλησία
*Βακουλή - εκκλησία
*Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
*Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
*Βουτρά - βυζιά
*Βουτρά - βυζιά
*γαργαρότεκνο - ναύτης
*γαργαρότεκνο - ναύτης
*Γκουνιότα - λεσβία
*Γκουνιότα - λεσβία
*Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
*Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
*Γουγούμης - σκύλος
*Γουγούμης - σκύλος
*Δικέλω - βλέπω
*Δικέλω - βλέπω
*Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
*Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
*Ηράκλω - γυναικάρα
*Ηράκλω - γυναικάρα
*Θεά - εύγευστη τροφή
*Θεά - εύγευστη τροφή
*Θεόλατσος - ωραιότατος
*Θεόλατσος - ωραιότατος
*Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
*Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
*Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
*Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
*Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
*Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
*Κάδροω - άσχημη
*Κάδροω - άσχημη
*Καλιαρντός - άσχημος, κακός
*Καλιαρντός - άσχημος, κακός
*Καπί - κουτάλι
*Καπί - κουτάλι
*Καραμουτζού - πόρνη
*Καραμουτζού - πόρνη
*Καλιάρντω - πολύ άσχημη
*Καλιάρντω - πολύ άσχημη
*Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
*Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
*Κέντα - φωτιά
*Κέντα - φωτιά
*Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
*Κουλό - σικάτο
*Κουλό - σικάτο
*Κοντροσολάρω - φιλώ
*Κοντροσολάρω - φιλώ
*Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
*Κουραβέλτα - συνουσία.
*Κουραβέλτα - συνουσία.
*Λάγκα - νερό
*Λάγκα - νερό
*Λατσαβέλω - καλωσορίζω
*Λατσαβέλω - καλωσορίζω
*Λατσός - ωραίος καλός
*Λατσός - ωραίος καλός
*Λατσολίθαρο - διαμάντι
*Λατσολίθαρο - διαμάντι
*Λούγκρα - πολύ κακία
*Λούγκρα - πολύ κακία
*Λούμπα - ομοφυλόφιλος
*Λούμπα - ομοφυλόφιλος
*Λυσσαγμάν - σκύλος
*Λυσσαγμάν - σκύλος
*Μαντάμ γκου - Λέσβια
*Μαντάμ γκου - Λέσβια
*Μη μπενά - μη μιλάς
*Μη μπενά - μη μιλάς
*Μολ - νερό υγρό
*Μολ - νερό υγρό
*Μουσαντό - ψέμα
*Μουσαντό - ψέμα
*Μουτζό - αιδοίο
*Μουτζό - αιδοίο
*Μπαρό - αρρώστια
*Μπαρό - αρρώστια
*Μπάρα - μεγάλο [[πέος]]
*Μπάρα - μεγάλο [[πέος]]
*Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
*Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
*Μπενάβω - μιλώ
*Μπενάβω - μιλώ
*Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
*Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
*Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
*Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
*Μπουάβω - μιλώ
*Μπουάβω - μιλώ
*Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
*Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
*Νάκα - όχι, δεν
*Νάκα - όχι, δεν
*Νισετέ - ρούχο ένδυμα
*Νισετέ - ρούχο ένδυμα
*Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
*Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
*Ντέζι - πόθος, επιθυμία
*Ντέζι - πόθος, επιθυμία
*Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
*Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
*Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
*Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
*Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
*Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
*Κουλό - παράξενο, περίεργο
*Κουλό - παράξενο, περίεργο
*Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
*Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
*Πούλη - πρωκτός
*Πούλη - πρωκτός
*Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
*Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
*Προβατές = δεξιός
*Προβατές = δεξιός
*Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
*Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
*Σαρμέλλα - πέος
*Σαρμέλλα - πέος
*Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού
*Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού
*Σιβιτζιλού - λεσβία
*Σιβιτζιλού - λεσβία
*Σιβίτζω - λεσβία
*Σιβίτζω - λεσβία
*Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
*Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
*Σολντά - στρατιώτης
*Σολντά - στρατιώτης
*Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
*Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
*Σουσέλ - [[πεολειχία]]
*Σουσέλ - [[πεολειχία]]
*Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
*Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
*Τζασλός - τρελλός παλαβός
*Τζασλός - τρελλός παλαβός
*Τζάσε - φύγε
*Τζάσε - φύγε
*Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
*Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
*Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
*Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
*Τζιβιτζιλού - [[λεσβία]]
*Τζιβιτζιλού - [[λεσβία]]
*Τζινάβω - φύγε
*Τζινάβω - φύγε
*Τζους - χωρίς, άνευ
*Τζους - χωρίς, άνευ
*Τζουσ - πλύσιμο
*Τζουσ - πλύσιμο
*Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
*Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
*Τουρκόζουμο - καφές
*Τουρκόζουμο - καφές
*Τιντέλης - φαγητά
*Τιντέλης - φαγητά
*Τρόκι - σκύλος
*Τρόκι - σκύλος
*Τσόλι - αρσενική πόρνη
*Τσόλι - αρσενική πόρνη
*Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
*Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
*Φακιροπίπιζα - πέος
*Φακιροπίπιζα - πέος
*Φίφα - μικρό πέος
*Φίφα - μικρό πέος
*Φλοκάρω - εκσπερματώνω
*Φλοκάρω - εκσπερματώνω
*Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
*Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
*Χαλέματα - τρώω
*Χαλέματα - τρώω
*Χαλώ - φωτιά
*Χαλώ - φωτιά
*Χορχόρα - φωτιά
*Χορχόρα - φωτιά
*Χορχοροτεκνό - Πυροσβέστης
*Χορχοροτεκνό - Πυροσβέστης
*Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
*Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
* Αβέλει το μουτζό της Πάσχα - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
* Αβέλει το μουτζό της Πάσχα - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
* Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !
* Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !



Έκδοση από την 11:36, 6 Αυγούστου 2011

Τα καλιαρντά είναι μια ιδιωματική διάλεκτος των ομοφυλοφίλων. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την τουρκική, γαλλική και ιταλική γλώσσα.

Τα καλιαρντά διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στα απλά καλιαρντά που είναι πιο διαδεδομένα, και στα ντούρα καλιαρντά που έχουν πολλά στοιχεία της καθαρεύουσας.

Στις μέρες μας τα καλιαρντά δεν θεωρούνται κρυφή γλώσσα, μια και με την πάροδο του χρόνου ο λαός έμαθε αυτή τη διάλεκτο μέσα από την τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλήρως και επισήμως καταγεγραμμένη σε ελληνικά λεξικά από ινστιτούτα μελέτης και καταγραφής της γλώσσας, πράγμα που παραπέμπει τη διάλεκτο αυτή ως "διάλεκτο του δρόμου".

Παραδείγματα

  • Αβέλω - θέλω, δίνω, επιθυμώ
  • Άβελε αποκατέ - έλα εδώ
  • Αβέλω αχαλιά - κάνω δίαιτα
  • Αβέλω κοντροσόλ - φιλώ
  • Αβέλω νάψες - μιλώ
  • Αβέλω ροντοσόλ - φιλώ
  • Αβέλω τούφες - πλαγιάζω, κοιμάμαι
  • Αβέλω μπιεσμάν - βάζω χέρι σε κάποιον
  • Αποκατέ - από εκεί
  • Ατζινάβωτος - απονήρευτος
  • Βακουλή - εκκλησία
  • Βουέλω τζα - φεύγω, διώχνω
  • Βουτρά - βυζιά
  • γαργαρότεκνο - ναύτης
  • Γκουνιότα - λεσβία
  • Γκούρμπαντος - γοητευτικός άντρας
  • Γουγούμης - σκύλος
  • Δικέλω - βλέπω
  • Επιτάφιος - gay συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
  • Ηράκλω - γυναικάρα
  • Θεά - εύγευστη τροφή
  • Θεόλατσος - ωραιότατος
  • Θεοκάλιαντος - ασχημότατος
  • Ιμάντες - εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
  • Καγκελοκερικεντέ - αναπτήρας
  • Κάδροω - άσχημη
  • Καλιαρντός - άσχημος, κακός
  • Καπί - κουτάλι
  • Καραμουτζού - πόρνη
  • Καλιάρντω - πολύ άσχημη
  • Κατσικές - αριστερός. Αντίθετο: προβατές = δεξιός
  • Κέντα - φωτιά
  • Κουελοσφαλάω - ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι
  • Κουλό - σικάτο
  • Κοντροσολάρω - φιλώ
  • Κουραβάλω - συνουσιάζομαι ενεργητικά. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
  • Κουραβέλτα - συνουσία.
  • Λάγκα - νερό
  • Λατσαβέλω - καλωσορίζω
  • Λατσός - ωραίος καλός
  • Λατσολίθαρο - διαμάντι
  • Λούγκρα - πολύ κακία
  • Λούμπα - ομοφυλόφιλος
  • Λυσσαγμάν - σκύλος
  • Μαντάμ γκου - Λέσβια
  • Μη μπενά - μη μιλάς
  • Μολ - νερό υγρό
  • Μουσαντό - ψέμα
  • Μουτζό - αιδοίο
  • Μπαρό - αρρώστια
  • Μπάρα - μεγάλο πέος
  • Μπαροτάτη - πολύ χοντρή
  • Μπενάβω - μιλώ
  • Μπενάβω ανθυγιεινά - κακολογώ
  • Μπερντές - χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
  • Μπουάβω - μιλώ
  • Με-σικ - με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
  • Νάκα - όχι, δεν
  • Νισετέ - ρούχο ένδυμα
  • Νταλκαρέτεκνο - μόνιμος εραστής
  • Ντέζι - πόθος, επιθυμία
  • Ντίκος - να, ιδού, κοίτα
  • Ντουλά - Το χρήμα, τα λεφτά
  • Ντουπ - δαρμός, ξυλοφόρτωμα
  • Κουλό - παράξενο, περίεργο
  • Πισέλω - ξαπλώνω πλαγιάζω κοιμάμαι
  • Πούλη - πρωκτός
  • Πομπίνο-φραπέ - αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
  • Προβατές = δεξιός
  • Ροσολιμαντέ - γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο
  • Σαρμέλλα - πέος
  • Σερμέλα - πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού
  • Σιβιτζιλού - λεσβία
  • Σιβίτζω - λεσβία
  • Σιδεροπυρούω - αναπτήρας
  • Σολντά - στρατιώτης
  • Σουκρο - ζάχαρη γλυκό
  • Σουσέλ - πεολειχία
  • Τανάκα - χωρίς, άνευ, μη!
  • Τζασλός - τρελλός παλαβός
  • Τζάσε - φύγε
  • Τζάζω - διώχνω, φεύγω, πετώ
  • Τζάω - καταλαβαίνω πονηρεύομαι
  • Τζιβιτζιλού - λεσβία
  • Τζινάβω - φύγε
  • Τζους - χωρίς, άνευ
  • Τζουσ - πλύσιμο
  • Τζούσ-λέσι - αυτοκίνητο
  • Τουρκόζουμο - καφές
  • Τιντέλης - φαγητά
  • Τρόκι - σκύλος
  • Τσόλι - αρσενική πόρνη
  • Υψομετρού - επαρχιώτης gay. Συνώνυμα: βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη
  • Φακιροπίπιζα - πέος
  • Φίφα - μικρό πέος
  • Φλοκάρω - εκσπερματώνω
  • Φλόκια ρομανόφ - ρώσικη σαλάτα
  • Χαλέματα - τρώω
  • Χαλώ - φωτιά
  • Χορχόρα - φωτιά
  • Χορχοροτεκνό - Πυροσβέστης
  • Ψαμοσκελού - καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
  • Αβέλει το μουτζό της Πάσχα - Είναι αδιάθετη (μέρες του κύκλου)
  • Τζούς καλιαρντό γκουγκού - φύγε κακό φάντασμα !

Βιβλιογραφία