Γκούρα της Βικτωρίας
Γκούρα της Βικτωρίας | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Γκούρα της Βικτωρίας, φωτογραφημένο σε ζωολογικό κήπο της Αγγλίας
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Goura victoria (Γκούρα η βικτωρία) (Fraser, 1844) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Goura victoria victoria |
Το Γκούρα της Βικτωρίας είναι περιστερόμορφο πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά αποκλειστικά στην Νέα Γουινέα. [i] Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Goura victoria και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[1][2]
Το γκούρα της Βικτωρίας, αποτελεί ένα από τα τρία είδη του γένους Γκούρα, μοναδικά σε εμφάνιση πτηνά που ανήκουν στα περιστέρια, αλλά με χρώματα και δομές που δεν «θυμίζουν» με πρώτη ματιά τα μέλη της οικογένειας όπου ανήκουν.
- Δεδομένου ότι, το γένος Goura περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα σωζόμενα περιστέρια και ότι, το γκούρα της Βικτωρίας είναι το μεγαλύτερο από αυτά, αυτό σημαίνει ότι το γκούρα της Βικτωρίας είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος περιστέρι στην υφήλιο.
Τάση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [3]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Goura είναι (νεο-)λατινικός λογισμός, άμεση απόδοση του ομώνυμου όρου, από ιθαγενή ονομασία που χρησιμοποιείται στη νήσο της Νέας Γουινέας, αγνώστου λοιπής ετυμολογίας.[4]
Ο όρος victoria στην επιστημονική ονομασία του είδους, αναφέρεται στην Βασίλισσα Βικτωρία της -τότε- Μεγάλης Βρετανίας, προς τιμήν της οποίας ονομάστηκε το πτηνό.
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, Victoria crowned pigeon «εστεμμένο γκούρα της (ενν. βασίλισσας) Βικτωρίας», έδωσε και την ελληνική ονομασία στο είδος.
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Βρετανό ζωολόγο και συλλέκτη Λιούις Φρέιζερ (Louis Fraser, 1810–1866), επιμελητή του Μουσείου Ζωολογικής Εταιρείας του Λονδίνου. Ο Φρέιζερ ονόμασε το πτηνό προς τιμήν της Βασίλισσας Βικτωρίας, από τα νησιά του Κόλπου Χέιλβινκ της Νέας Γουινέας, το 1844.
Πιθανόν υβριδίζεται με το γκούρα της δυτικής Νέας Γουινέας στην περιοχή του ποταμού Σιρίβο (Siriwo).[5]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το γκούρα της Βικτωρίας απαντά αποκλειστικά στη Νέα Γουινέα, [i] νησί που -από βιογεωγραφική άποψη- αποτελεί «ζωντανό μουσείο» Φυσικής Ιστορίας, με πολλά «περίεργα» είδη και υψηλότατο βαθμό ενδημισμού, δηλαδή τα taxa που βρίσκονται εκεί δεν υπάρχουν αλλού στην υφήλιο.
Εξαπλώνεται σε όλο, σχεδόν, το βόρειο τμήμα της νήσου από τον Κόλπο Χέιλβινκ (ολλανδ. Geelvink) και τον ποταμό Σιρίβο (Siriwo) στον δυτικό -ινδονησιακό- τομέα, μέχρι τον Κόλπο Αστρολάμπε (γερμαν. Astrolabe) στα ανατολικά. Επίσης, σε μια απομονωμένη περιοχή κατά μήκος των ακτών του Κόλπου (αγγλ. Collingwood) στο νοτιοανατολικό άκρο της νήσου. Τέλος, απαντά και σε τρία μικρά νησιά στα βόρεια, το Γιαπέν (Yapen) και στα Μπίακ (Biak) και Σουπιόρι (Supiori), όπου μάλλον έχει εισαχθεί.[6][7][8]. Η απουσία τoυ πτηνού μεταξύ των Κόλπων Αστρολάμπε και Κόλινγκγουντ είναι αναμενόμενη, δεδομένης της έλλειψης κάποιας παράκτιας πεδιάδας κατά μήκος αυτής της ζώνης, αν και ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι μπορεί να «υποκρύπτεται» κάποια ιστορική εκρίζωση από την περιοχή.[8][9][10].
Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται στην Λεκάνη Σέπικ (Sepik), στην Παπούα Νέα Γουινέα και στην Λεκάνη Μαμπεράμο (Mamberamo) της Ινδονησιακής Παπούα.[10][11]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Goura victoria victoria | Νέα Γουινέα (νησιά Γιαπέν, Μπίακ και Σουπιόρι) | Ενδημικό στα νησιά | |
2 | Goura victoria beccarii | Β Νέα Γουινέα (στην ενδοχώρα) | Ενδημικό στην περιοχή | Μεγαλύτερο από το 1, με πιο ανοικτόχρωμο πτέρωμα, ισχυρότερους ταρσούς και πόδια |
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος απαντά στα πεδινά και βαλτώδη δάση της βόρειας Νέας Γουινέας και των γύρω νησιών. Εμφανίζεται συνήθως σε περιοχές που ήταν πρώην αλλουβιακές/προσχωσιγενείς πεδιάδες, συμπεριλαμβανομένων των δασών σάγκο (sago). Αν και συνήθως συχνάζει σε περιοχές στο επίπεδο της θάλασσας ή κοντά σε αυτές, κατά καιρούς μπορεί να μεταβαίνει σε λοφώδη και ημιορεινά εδάφη, μέχρι τα 600 μέτρα. Συχνά, κάνει την εμφάνισή του κοντά στις εκβολές ποταμών.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το γκούρα της Βικτωρίας, όπως όλα τα μέλη του γένους, είναι περιστέρι με μεγάλο μέγεθος και πολύ όμορφα χρώματα, που ζει στα δάση της Νέας Γουινέας. Έχει ένα βαθύ γαλανόγκριζο χρώμα στο πτέρωμά του, ενώ στο πρόσωπο διακρίνεται μια μικρή, μαυριδερή «μάσκα», που κάνει έντονη αντίθεση με τα κόκκινα μάτια. Το στήθος έχει βαθύ καφέ-πορφυρό χρώμα αλλά, όπως και στα δύο άλλα είδη, έχουν καταγραφεί μελανιστικά άτομα. Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, ενώ η κοιλιά έχει σκούρο γκρι χρώμα. Το ράμφος είναι οξύληκτο και αγκιστρωτό και οι ταρσοί είναι μακροί, με καφέ και λευκές στίξεις. Τα φύλα είναι παρόμοια, αν και τα αρσενικά τείνουν να είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά.[13]
Το λοφίο, κύριο διαγνωστικό στοιχείο του γένους, έχει σχήμα βεντάλιας και αποτελείται από φτερά τα οποία έχουν χαρακτηριστικές λευκές-μωβ άκρες. Στα στέγαστρα των πτερύγων διακρίνεται μια σειρά από φτερά που είναι πιο «χλωμά» μπλε-γκρι, με καφετί (μαρούν) άκρες, και δημιουργούν ξεχωριστή μπάρα στην πτέρυγα. Μοιάζει αρκετά με τα συγγενικά γκούρα, αλλά μόνο με το γκούρα της δυτικής Νέας Γουινέας επικαλύπτεται γεωγραφικά. Σε σύγκριση με εκείνο, έχει πιο «τακτοποιημένο» και λιγότερο τραχύ λοφίο, ενώ διαφέρει στον χρωματισμό του στήθους και στο μοτίβο των πτερύγων.
- Πέρα από το λοφίο, οι κύριες μορφολογικές και ανατομικές δομές που διακρίνουν τα γκούρα από τα υπόλοιπα περιστέρια είναι η παρουσία δικτυωτών φολίδων στους ταρσούς, η έλλειψη χοληδόχου κύστης, η έλλειψη ουροπυγιακού αδένα λίπανσης του πτερώματος και η ύπαρξη 16 (οκτώ ζεύγη) και όχι 12 (έξι ζεύγη) πηδαλιωδών φτερών στην ουρά.[5][14]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: 73 έως 75 (-80) εκατοστά
- Μήκος χορδής εκάστης πτέρυγας: 36 έως 39 εκατοστά
- Μήκος ταρσού: 8,5 έως 9,8 εκατοστά
- Μήκος ουράς: 27 έως 30,1 εκατοστά
- Μήκος ράμφους: 3,2 έως 3,5 εκατοστά
- Βάρος: 3 έως 3,5 κιλά
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το γκούρα της Βικτωρίας τρώει κυρίως μεγάλα φρούτα πεσμένα στο έδαφος, όπου και γίνεται η αναζήτηση της τροφής. Επίσης τρέφεται με σωροκάρπια (berries), σπέρματα και έντομα.[13] Τα άτομα σε αιχμαλωσία δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα σύκα. Ωστόσο, εάν δεν βρίσκουν τροφή της αρεσκείας τους μπορούν να τρέφονται και με βλαστούς.
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως και τα άλλα γκούρα, το γκούρα της Βικτωρίας είναι αγελαίο είδος που, συνήθως, απαντά σε ζεύγη ή μικρές ομάδες 2-10 ατόμων όταν ψάχνει για τροφή. Περπατάει με αβίαστο βάδισμα στον δασικό τάπητα, αλλά όταν ενοχληθεί, πετάει κατ' ευθείαν στον δασικό θόλο ή σε ένα οριζόντιο κλαδί ενός μεγάλου δέντρου. Εκεί, μπορεί να παραμείνει για ικανό χρονικό διάστημα καλώντας άλλα περιστέρια και τινάζοντας την ουρά του. Στο φυσικό του περιβάλλον, το είδος τείνει να είναι πιο «ντροπαλό» από το γκούρα της δυτικής Νέας Γουινέας, ωστόσο μερικές φορές, μπορεί κάποιος να το προσεγγίσει ήσυχα.[15]
Τα αρσενικά συχνά εμπλέκονται σε επιθετικές επιδείξεις, προκειμένου να καταδείξουν την δεσπόζουσα θέση τους στην ομάδα. Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, τα περιστέρια φουσκώνουν το στήθος και ανοίγουν επανειλημμένα τις φτερούγες τους, σαν να ετοιμάζονται να κτυπήσουν τον αντίπαλο. Επίσης, κάνουν μικρές «επιθέσεις», αλλά σπάνια μπορεί να κτυπηθούν πραγματικά μεταξύ τους και, αυτό, μόνο κατά την εποχή του ζευγαρώματος.
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα γκούρα της Βικτωρίας είναι μονογαμικά πτηνά και τείνουν να ζευγαρώνουν για μια ζωή, ενώ είναι σεξουαλικά ώριμα σε ηλικία 15 μηνών.Η αιχμή της αναπαραγωγικής εποχής είναι αργά στην υγρή περίοδο και στην εποχή της ξηρασίας. Όταν το αρσενικό επιδεικνύεται στο θηλυκό, χαμηλώνει το κεφάλι, τεντώνει το σώμα προς τα εμπρός και στη συνέχεια ταλαντεύει ρυθμικά το κεφάλι του πάνω-κάτω, ενώ ταυτόχρονα κουνάει την ουρά του ανοιγμένη σε σχήμα βεντάλιας.
Το θηλυκό γεννά, συνήθως, ένα (1) μόνο λευκό αυγό σε μια καλοφτιαγμένη φωλιά, η οποία κατασκευάζεται από βλαστούς, κλαδιά και φύλλα φοίνικα, σχετικά χαμηλά στο έδαφος, σε ένα δένδρο ή έναν θάμνο. Τις εβδομάδες που προηγούνται της ωοτοκίας, το αρσενικό φέρνει υλικό για την κατασκευή της φωλιάς στο θηλυκό. Το αυγό επωάζεται και από τους δύο εταίρους για, περίπου, 30 ημέρες.
Ο νεοσσός είναι φωλεόφιλος, γεννιέται σχεδόν γυμνός, χρήζει άμεσης προστασίας και επιτηρείται στενά από τους γονείς του. Στην αρχή σιτίζεται με το λεγόμενο «γάλα περιστεριού», ειδικό, πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες υγρό, το οποίο παράγεται στον πρόλοβο του ενήλικα και προσλαμβάνεται από τον νεοσσό με το ράμφος του, που το τοποθετεί βαθιά στον οισοφάγο του γονέα. Αργότερα, τρέφεται με μισοχωνεμένη τροφή. Ο νεοσσός αποκτά γρήγορα βάρος και φθάνει στο ¼ του βάρους του ενήλικα στις 4 εβδομάδες, περίπου. Πτερώνεται και αφήνει την φωλιά στις 35-40 ημέρες , αλλά οι γονείς του τον επιτηρούν και τον τρέφουν για 13 εβδομάδες, περίπου.[13][15]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος απειλείται από τους ντόπιους κυνηγούς για το κρέας και, σε μικρότερο βαθμό, για τα φτερά τού λοφίου του.[16] Οι νεοσσοί, επίσης, συλλαμβάνονται και εκτρέφονται ως θηράματα.[16] Έχει εκριζωθεί από κάποιες περιοχές στην Παπούα-Νέα Γουινέα, όπου άλλοτε είχε επιζήσει από το κυνήγι από ιθαγενείς,[8] όμως, αλλού φαίνεται να παραμένει κοντά σε οικισμούς κυνηγών.[17]
Το γκούρα είναι δύσκολο να θανατωθεί χωρίς τη χρήση κυνηγετικών όπλων (τα οποία δεν είναι πλέον εύκολα διαθέσιμα στη Νέα Γουινέα), καθώς αντιλαμβάνεται από μεγάλη απόσταση (περίπου 40 μ.) τον κίνδυνο και πετάει ψηλά στον δασικό θόλο. Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να θηρευτεί από τους ντόπιους κυνηγούς με τόξα, και το κυνήγι αντιπροσωπεύει σήμερα μικρότερη απειλή ό, τι παλαιότερα,[17][18] ωστόσο υφίσταται.
Τα πεδινά δάση (όπως εκείνα στην λεκάνη Σέπικ, Sepik) όπου συχνάζει, απειλούνται από την επιλεκτική υλοτομία και την ανάπτυξη φυτειών φοινίκων για την παραγωγή φοινικελαίου. Επίσης, οι δρόμοι που διανοίγονται για την υλοτομία, προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στους κυνηγούς.[8][18][19][20] Τέλος, η σύλληψη για εμπόρευση (κατοικίδια πτηνά), μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή για το είδος.[8]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι το 2012, το είδος ήταν ταξινομημένο στα Τρωτά (VU), στην λίστα της IUCN, αλλά χάρη στις προσπάθειες διατήρησης και την μείωση του κυνηγιού έχει «κατέβει» στα Σχεδόν Απειλούμενα (NT). Παρόλ’ αυτά, μέτριας ταχύτητας συνεχιζόμενες μειώσεις των πληθυσμών εξακολουθούν να υφίστανται, λόγω των επιπτώσεων της επιλεκτικής υλοτομίας και την ανάπτυξη φυτειών για παραγωγή φοινικελαίου στα πεδινά δασικά του ενδιαιτήματα.[21]
Μέτρα διαχείρισης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Διεξαγωγή ερευνών για κατάλληλους βιοτόπους μεταξύ των κόλπων Astrolabe και Collingwood (βλ. Γεωγραφική κατανομή υποειδών)
- Καθορισμός των πληθυσμών σε περιοχές μελέτης, όπως στην περιοχή του ποταμού Γουαπόγκα (Wapoga).
- Αξιολόγηση των επιπέδων κυνηγιού και διερεύνηση των τάσεων πληθυσμού μέσω συζήτησης με τους ντόπιους κυνηγούς.
- Προσδιορισμός ανοχής των πληθυσμών σε σχέση με την υλοτομία.
- Καθιέρωση περισσοτέρων περιοχών προστασίας της άγριας πανίδας στα πεδινά και ανάπτυξη προγραμμάτων αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία.
- Ενίσχυση της προστασίας στους ακατοίκητους εθνικούς δρυμούς.
- Έναρξη προγραμμάτων ευαισθητοποίησης του κοινού για τη μείωση του κυνηγιού.
- Χρησιμοποίηση του είδους ως «ναυαρχίδα» διατήρησης σε επιχειρήσεις οικοτουρισμού.[21]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 171
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177278
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/full/22691874/0
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ 5,0 5,1 http://ibc.lynxeds.com/species/western-crowned-pigeon-goura-cristata
- ↑ Coates
- ↑ Beehler et al
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 King & Nijboer
- ↑ Beehler in lit. 2000
- ↑ 10,0 10,1 Beehler in lit. 2007
- ↑ 11,0 11,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22691874
- ↑ http://ibc.lynxeds.com/species/victoria-crowned-pigeon-goura-victoria
- ↑ 13,0 13,1 13,2 torontozoo.com
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ 15,0 15,1 Gibbs et al
- ↑ 16,0 16,1 K.D. Bishop, in lit. 1994
- ↑ 17,0 17,1 G. Dutson in litt. 2013
- ↑ 18,0 18,1 Beehler in litt. 2012
- ↑ I. Burrows in litt. 1994
- ↑ P. Gregory in litt. 1994
- ↑ 21,0 21,1 http://www.iucnredlist.org/details/22691874/0
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Beehler, B. 1985. Conservation of New Guinea rainforest birds. In: Diamond, A.W.; Lovejoy, T.E. (ed.), Conservation of tropical forest birds, pp. 233–247. International Council for Bird Preservation, Cambridge, U.K.
- Beehler, B. M.; Pratt, T. K.; Zimmerman, D. A. 1986. Birds of New Guinea. Princeton University Press, Princeton.
- Bishop, K. D. 1982. Endemic birds of Biak Island.
- Coates, B. J. 1985. The birds of Papua New Guinea, 1: non-passerines. Dove, Alderley, Australia.
- Coates, B. J.; Bishop, K. D. 1997. A guide to the birds of Wallacea. Dove, Alderley, Australia.
- Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
- Collins, N. M.; Sayer, J. A.; Whitmore, T. C. 1991. The conservation atlas of tropical forests: Asia and the Pacific. Macmillan, London.
- Eastwood, C. 1996. A trip to Irian Jaya. Muruk 8(1): 12-23.
- Erftemeijer, P.; Allen, G.; Kosamah, Z.; Kosamah, S. 1991. Birds of the Bintuni Bay region, Irian Jaya. Kukila 5(2): 85-98.
- European Association of Zoos and Aquaria. EEPs and ESBs. Available at: http://www.eaza.net/activities/cp/Pages/EEPs.aspx Αρχειοθετήθηκε 2015-02-05 στο Wayback Machine..
- Gibbs, D. 1993. Irian Jaya, Indonesia, 21 January—12 March 1991: a site guide for birdwatchers, with brief notes from 1992.
- Gibbs, David, Eustace Barnes & John Cox. "A Guide to the Pigeons and Doves of the World". Yale University Press (2001), ISBN 0-300-07886-2.
- IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org.
- Johnson, Kevin P.; Clayton, Dale H. (2000). "Nuclear and Mitochondrial Genes Contain Similar Phylogenetic. Signal for Pigeons and Doves (Aves: Columbiformes)". Molecular Phylogenetics and Evolution 14 (1): 141–151. doi:10.1006/mpev.1999.0682. PMID 10631048. edit
- King, C. E.; Nijboer, J. 1994. Conservation considerations for crowned pigeons, genus Goura. Oryx 28: 22-30.
- Kitchener, A. C.; Macdonald, A. A.; Howard, A. 1993. First record of the Blue Crowned Pigeon Goura cristata on Seram. Bulletin of the British Ornithologists' Club 113: 42-43.
- Macdonald, A. A. 1995. Distribution of Blue Crowned Pigeon Goura cristata on north Seram. Bulletin of the British Ornithologists' Club 115: 33-35.
- Nichols, D. G.; Fuller, K. S.; McShane-Caluzi, E.; Klerner-Ecknrode, E. 1991. Wildlife trade laws of Asia and Oceania. TRAFFIC USA/WWF, Washington, DC.
- Pereira, S. L.; Johnson, K. P.; Clayton, D. H.; Baker, A. J. (2007). "Mitochondrial and nuclear DNA sequences support a Cretaceous origin of Columbiformes and a dispersal-driven radiation in the Paleogene". Systematic Biology 56 (4): 656–672. doi:10.1080/10635150701549672. PMID 17661233. edit
- Poulsen, B. O.; Frolander, A. 1994. Birding Irian Jaya, Indonesian New Guinea.
- Rand, A. L.; Gilliard, E. T. 1967. Handbook of New Guinea birds. Weidenfeld and Nicolson, London.
- Shapiro, B.; Sibthorpe, D.; Rambaut, A.; Austin, J.; Wragg, G. M.; Bininda-Emonds, O. R. P.; Lee, P. L. M.; Cooper, A. (2002). "Flight of the Dodo". Science 295 (5560): 1683. doi:10.1126/science.295.5560.1683. PMID 11872833. Supplementary information edit
- Sujatnika; Jepson, P.; Soehartono, T. R.; Crosby, M. J.; Mardiastuti, A. 1995. Conserving Indonesian biodiversity: the Endemic Bird Area approach. BirdLife International Indonesia Programme, Bogor.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Victoria crowned pigeon της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |