Γκέτο του Ράντομ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 51°24′6.35465″N 21°8′45.49639″E / 51.4017651806°N 21.1459712194°E / 51.4017651806; 21.1459712194

Γκέτο του Ράντομ
Οδός στο Γκέτο του Ράντομ, περ. 1940-1941
The map
Η τοποθεσία του Ράντομ κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία.
ΤοποθεσίαΡάντομ, Γερμανοκρατούμενη Πολωνία
ΚατατρεγμόςΦυλάκιση, μαζικοί πυροβολισμοί, καταναγκαστική εργασία, πείνα, εκτοπίσεις σε στρατόπεδα θανάτου
ΟργανισμοίΣούτσσταφφελ (SS), τάγματα Αστυνομίας Τάξης
Στρατόπεδο εξόντωσηςΣτρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα
Στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς
Θύματα33.000 Πολωνοεβραίοι

Το Γκέτο του Ράντομ ήταν ναζιστικό γκέτο που δημιουργήθηκε το Μάρτιο του 1941 στην πόλη Ράντομ κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Πολωνίας, με σκοπό τη δίωξη και την εκμετάλλευση των Πολωνοεβραίων. Αποκλείστηκε επίσημα από την πρόσβαση εξωτερικά τον Απρίλιο του 1941.[1] Ενάμιση χρόνο αργότερα, η εκκαθάριση του γκέτο ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1942 και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1944, με περίπου 30.000–32.000 θύματα (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) να απελαύνονται με τα τρένα του Ολοκαυτώματος στο θάνατό τους στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την εισβολή στην Πολωνία, η πόλη Ράντομ καταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις στις 8 Σεπτεμβρίου 1939. Ο συνολικός πληθυσμός εκείνη την εποχή ήταν 81.000 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 25.000 ήταν Εβραίοι.[2] Στις 30 Νοεμβρίου 1939 ο SS-Gruppenführer Φριτς Κάτσμαν, ο οποίος ηγήθηκε των επιχειρήσεων δολοφονίας νωρίτερα στο Βρότσλαβ[3] και στο Κατοβίτσε,[4] διορίστηκε ηγέτης των SS και της αστυνομίας (SSPF) του κατεχόμενου Ράντομ. Την άφιξή του ακολούθησε απρόβλεπτη βία και λεηλασίες για προσωπικό όφελος. Ο Κάτσμαν διέταξε την άμεση εκτέλεση των Εβραίων ηγετών.[4] Πριν από τη δημιουργία ενός γκέτο, πολλοί Εβραίοι πιέστηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Ένα από τα πρώτα καθήκοντά τους υπό τις γερμανικές διαταγές ήταν να ανοικοδομήσουν το προπολεμικό πολωνικό εργοστάσιο όπλων Łucznik που υπέστη ζημιά στην επίθεση, για να καλύψει τις γερμανικές στρατιωτικές ανάγκες. Το εργοστάσιο χρησίμευσε ως ο μεγαλύτερος τοπικός εργοδότης των Ναζί καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου.[2]

Οι Γερμανοί ανάγκασαν την εβραϊκή κοινότητα να πληρώσει εισφορές και κατέσχεσαν τα τιμαλφή και τις επιχειρήσεις τους.[2] Ωστόσο, τα αποθέματα πολύτιμων μετάλλων είχαν ήδη εξαντληθεί, καθώς οι Εβραίοι του Ράντομ – ειδικά οι Εβραίοι από το «Βίζο» – έκαναν τεράστιες δωρεές στο ταμείο της Πολωνικής Αεροπορίας για μήνες πριν από την εισβολή. Ακόμη και οι λιγότερο τυχεροί Εβραίοι αγόρασαν ομόλογα αεροπορικής άμυνας με υπερηφάνεια μέχρι τον Μάιο του 1939.[5]

Λίγο μετά την εισβολή, περίπου τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1939, η Σούτσσταφφελ διεξήγαγε αιφνιδιαστικές επιδρομές σε συναγωγές. Οι πιστοί σύρθηκαν έξω και τέθηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Η Συναγωγή του Ράντομ βεβηλώθηκε από τους Ναζί και τα έπιπλά της καταστράφηκαν. Για να ενσταλάξει τον φόβο, ο Εβραίος δημοτικός σύμβουλος Γιόνα Ζίλμπερμπεργκ παρελαύνθηκε με μια πέτρα πάνω από το κεφάλι του και ξυλοκοπήθηκε από τους στρατιώτες της Σούτσσταφφελ.[2] Η σύζυγός του πέθανε σε ένα ατύχημα στο σπίτι μόλις μήνες νωρίτερα, πέφτοντας από το παράθυρο όταν προσπάθησε να κρεμάσει σεντόνια, αφήνοντας πίσω τα δύο παιδιά της.[6] Γύρω στο Δεκέμβριο 1939 – Ιανουάριο 1940 ιδρύθηκε η Γιούντενρατ για να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσος οργανισμός μεταξύ της γερμανικής διοίκησης και της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Χίλιοι άντρες στάλθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας της κράτηση του Λούμπλιν το καλοκαίρι του 1940. Το Δεκέμβριο, ο Γερμανός Γενικός Κυβερνήτης Χανς Φρανκ που στάθμευε στην Κρακοβία, διέταξε την απέλαση 10.000 Εβραίων από την πόλη. Μόνο 1.840 απελάθηκαν λόγω τεχνικών δυσκολιών. Την άνοιξη του 1941 υπήρχαν περίπου 32.000 Εβραίοι στο Ράντομ.[2] Ο Κάτσμαν παρέμεινε εκεί μέχρι την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα.[4]

Ιστορία του γκέτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη Ράντομ δέχτηκε Εβραίους που εκδιώχθηκαν από άλλες τοποθεσίες στην Πολωνία, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων κρατουμένων του Γκέτο της Κρακοβίας, επειδή η Κρακοβία – σύμφωνα με τις επιθυμίες του Γκαουλάιτερ Χανς Φρανκ – επρόκειτο να γίνει η «φυλετικά καθαρότερη» πόλη της επικράτειας του Γενικού Κυβερνείου για να λειτουργήσει ως γερμανική πρωτεύουσά της. Ο Γενικός Κυβερνήτης Φρανκ εξέδωσε διαταγή για τη δημιουργία του Γκέτο του Ράντομ τον Μάρτιο του 1941. Μια εβδομάδα νωρίτερα σχηματίστηκε η Εβραϊκή Αστυνομία του γκέτο από τη νέα ναζιστική διοίκηση, για να βοηθήσει στις μετεγκαταστάσεις.[2] Στους Εβραίους δόθηκε προθεσμία δέκα ημερών για να εγκαταλείψουν τα προπολεμικά σπίτια τους και να εγκατασταθούν στη ζώνη του γκέτο μαζί με τις οικογένειές τους. Η περιοχή χωρίστηκε στα δύο όπως σε πολλές άλλες πολωνικές πόλεις. Οι πύλες του γκέτο έκλεισαν από έξω στις 7 Απριλίου 1941.[2] Περίπου 33.000 Πολωνοεβραίοι συγκεντρώθηκαν εκεί. 27.000 στο κύριο γκέτο και περίπου 5.000 σε ένα μικρότερο γκέτο στο προάστιο. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής του γκέτο δεν ήταν περιτειχισμένο. Τα εμπόδια σχηματίζονταν από τα ίδια τα κτίρια και τις εξόδους διαχειρίζονταν εβραϊκή και πολωνική αστυνομία. Το «μεγάλο γκέτο» δημιουργήθηκε στην οδό Βαουόβα (Wałowa) στο κέντρο της πόλης και το «μικρό γκέτο» στην περιοχή Γκλινίτσε (Glinice).[2]

Εβραίοι άνδρες με περιβραχιόνια στο Γκέτο του Ράντομ, Μάρτιος 1941

Όπως και με πολλά άλλα γκέτο στην κατεχόμενη Πολωνία, η πείνα δεν ήταν ασυνήθιστη. Οι μερίδες για ένα άτομο στο γκέτο ήταν 100 γραμμάρια ψωμιού την ημέρα. Ωστόσο, οι συνθήκες στο Γκέτο του Ράντομ ήταν κατά μέσο όρο καλύτερες από ότι σε πολλά άλλα γκέτο στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη.[2]

Τους πρώτους μήνες του 1942, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν διάφορες ενέργειες, συλλαμβάνοντας ή εκτελώντας συνοπτικά διάφορα ηγετικά στελέχη της εβραϊκής κοινότητας. Οι Γερμανοί άρχισαν να εκκαθαρίζουν σοβαρά το Γκέτο του Ράντομ, ξεκινώντας τον Αύγουστο του 1942 ως μέρος της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Η πρώτη μεγάλη απέλαση άδειασε το μικρότερο γκέτο στο Γκλινίτσε.[2] Οι Γερμανοί βοηθήθηκαν από τις μονάδες της Πολωνικής Μπλε Αστυνομίας[7] και τους «Χίβις».[8] Μέχρι τα τέλη Αυγούστου περίπου 2.000 Εβραίοι παρέμειναν στο Ράντομ.[2] Οι εκτοπισμένοι Εβραίοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης (κυρίως σε Τρεμπλίνκα και Άουσβιτς). Τα απομεινάρια του Γκέτο του Ράντομ μετατράπηκαν σε προσωρινό στρατόπεδο εργασίας. Οι τελευταίοι Εβραίοι του Ράντομ εκδιώχθηκαν τον Ιούνιο του 1944, όταν στις 26 Ιουνίου οι τελευταίοι κάτοικοι απελάθηκαν στο Άουσβιτς.[2] Μόνο μερικές εκατοντάδες Εβραίοι από το Ράντομ επέζησαν του πολέμου.

Εβραϊκή ταυτότητα που εκδόθηκε στο Ράντομ κατά τη γερμανική κατοχή της Πολωνίας, 1941

Απόδραση και διάσωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στους Πολωνούς διασώστες Εβραίων, ο πιο σημαντικός ρόλος ανήκε στον Δρ. Γέζι Μπορισόβιτς,[9] διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου στο Ράντομ, το οποίος βρισκόταν στην οδό Βαρσοβίας (Warszawska). Η εγκατάσταση γλίτωσε από τους Ναζί μόνο επειδή το κτίριο της πρώην εκκλησίας δεν μπορούσε να μετατραπεί σε οποιονδήποτε σκοπό που σχετίζεται με τον πόλεμο. Οι Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, λάμβαναν καθημερινή βοήθεια από τον Μπορισόβιτς, καθώς και από το ιατρικό του προσωπικό με απόλυτη μυστικότητα.[9] Η πιο δραματική ήταν η διάσωση ανθρώπων που υπέφεραν στο γκέτο από τον τυφοειδή πυρετό. Ο Μπορισόβιτς θεράπευσε τον Μόρντεχαϊ Ανιελέβιτς, ηγέτη της Εβραϊκής Οργάνωσης Μάχης που είχε καθοριστικό ρόλο στη μηχανική της Εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους ασθενείς του δεν επέζησαν από το Ολοκαύτωμα.[9] Ο Ανιέλεβιτς πέθανε στην Εξέγερση.[10] Ο Μπορισόβιτς τιμήθηκε με τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών μετά θάνατον, το 1984, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 5 Ιουνίου 1980.[9]

Μεταξύ των Πολωνών που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί λόγω του ότι είχαν διασώσει Εβραίους ήταν ο 60χρονος Άνταμ Ραφαουόβιτς, που ζούσε στο Ράντομ, ο οποίος πυροβολήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1942 επειδή πρόσφερε βοήθεια σε έναν Εβραίο.[11] Υπήρχαν περισσότερες τέτοιες δολοφονίες στο Πόβιατ Ράντομ. Μια ομάδα χωρικών από το Τσιεπιέλουφ κοντά στο Ράντομ, συμπεριλαμβανομένου του Πιοτρ Σκοτσίλας και της οκτάχρονης κόρης του, Λεοκάντια, κάηκαν ζωντανοί από ένα αστυνομικό τάγμα στις 6 Δεκεμβρίου 1942, επειδή έδιναν καταφύγιο σε Εβραίους.[12] Την ίδια μέρα, ένας άλλος αχυρώνας γεμάτος κόσμο πυρπολήθηκε στην κοντινή Ρεκούφκα και 33 Πολωνοί που έσωσαν Εβραίους κάηκαν ζωντανοί, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών των Ομπουχιέβιτς, Κοβάλσκι και 14 άτομα της οικογένειας Κόσιορ.[12] Ο Ρόμαν Γιαν Σαφράνσκι, 64 ετών, που ζούσε στο Ράντομ με τη σύζυγό του, Γιαντβίγκα, πιάστηκαν να στεγάζουν μια Εβραία κοπέλα, την Άννα Κερτς (γεννημένη το 1937). Το κορίτσι σκοτώθηκε, ο Ρόμαν στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν, όπου και χάθηκε και η γυναίκα του στάλθηκε στο Ράβενσμπρικ, αλλά επέζησε.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Krzysztof Bielawski (2015). «Getto w Radomiu». Virtual Shtetl. Μουσείο Ιστορίας των Πολωνοεβραίων. σελίδες 1–2. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2015. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 “Radom” Encyclopedia of Jewish Communities in Poland, Volume VII (Poland), Translation of “Radom” chapter from Pinkas Hakehillot Polin, Published by Yad Vashem
  3. Waldemar „Scypion” Sadaj (27 Ιανουαρίου 2010). «Fritz Friedrich Katzmann». SS-Gruppenführer und Generalleutnant der Waffen-SS und Polizei. Allgemeine SS & Waffen-SS. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2015. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Claudia Koonz (November 2, 2005). «SS Man Katzmann's "Solution of the Jewish Question in the District of Galicia"». The Raul Hilberg Lecture (University of Vermont): 2, 11, 16–18. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-02-05. https://web.archive.org/web/20150205021305/http://www.uvm.edu/~uvmchs/documents/KoonzHilbergLecture_002.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 January 2015. 
  5. Tygodnik radomski (28 Απριλίου 1939). «Kobiety żydowskie przodują w ofiarności na FON. Wielka zbiórka złota. Wzrost subskrypcji» [Jewish women in the lead of donations for Defense Fund] (DjVu scanned document). Tygodnik radomski, Nr 17 / Rok IV. Trybuna. σελίδες 1–3. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015. 
  6. Nowy Głos (16 Απριλίου 1938). «Wstrząsająca śmierć żony radnego» (DjVu built-in Java applet with required Virtual machine installation). Żydowski Dziennik Poranny. Warsaw: Nowy Głos. σελ. 4. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015. 
  7. Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών Encyclopedia of Camps and Ghettos, 1933–1945, 2ow τόμος, μέρος A, έκδοση από τον Τζέφρι Π. Μέγκαρτζι, σελ. 291
  8. «Trawniki». Holocaust Encyclopedia. Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών. http://www.ushmm.org/wlc/en/article.php?ModuleId=10007397. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2011. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Dr Maria Ciesielska, ed. by Klara Jackl (2014). «Jerzy Borysowicz (1904–1980)». Sprawiedliwy wśród Narodów Świata - tytuł przyznany. Sprawiedliwi.org.pl. σελ. 1. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015. 
  10. Zertal, Idith (2005). Israel's Holocaust and the Politics of Nationhood. Cambridge University Press. σελ. 27. ISBN 978-0-521-85096-4. 
  11. Ryszard Walczak (1 Ιανουαρίου 1996). Those who helped: Polish rescuers of Jews during the Holocaust. Main Commission for the Investigation of Crimes against the Polish Nation--The Institute of National Memory. σελ. 109. ISBN 978-83-908819-0-4. 
  12. 12,0 12,1 «A Crime in Stary Ciepielów and Rekówka - the Story of the Kowalski, Obuchiewicz, Skoczylas and Kosior Families | Polscy Sprawiedliwi». sprawiedliwi.org.pl. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2019. 
  13. Rusek, Małgorzata (9 Μαρτίου 2018). «Ksiądz, który ratował żydowskie dziecko odzyskał nazwisko». Gazeta Wyborcza: Magazyn Radomski (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2019. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]