Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βουλιαράτι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βουλιαράτι
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Βουλιαράτι
39°54′22″N 20°17′37″E
ΧώραΑλβανία
Διοικητική υπαγωγήΠεριφέρεια Αργυροκάστρου
Υψόμετρο350 μέτρα
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
ώρα Κεντρικής Ευρώπης
θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Βουλιαράτι ή Βουλιαράτες (αλβανικά: Bularat) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Άνω Δρόπολης, στην Αλβανία. Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 350 μέτρων, απέχει 6 χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και υπάγεται στον νομό Αργυροκάστρου. Το χωριό απλώνεται στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς του όρους Κόζιακα, μια από τις κορυφές της οροσειράς του Πλατοβουνίου.

Ανατολικά συνορεύει με τη Βόδριστα και δυτικά με το Ζερβάτι. Μπροστά από το Βουλιαράτι εκτείνεται κοιλάδα της Δρόπολης, την οποία διασχίζει ο Δρίνος, παραπόταμος του Αώου (Ελλάδα) στην Αλβανία, οποίος πηγάζει νότια του Δελβινακίου και εκβάλλει στο Τεπελένι.

Στο χωριό υπάρχει σχολείο, στο οποίο διδάσκονται τόσο η ελληνική όσο κι η αλβανική γλώσσα, και καλύπτει τις ανάγκες και των γύρω χωριών. Ακόμη, το Βουλιαράτι είναι διάσημο για την ίδρυση του μοναδικού ελληνικού στρατιωτικού νεκροταφείου στην Αλβανία, την στέγαση Οικοτροφείου Θηλέων στο βόρειο τμήμα του χωριού και το γραφικό Μεσοχώρι, στο κέντρο του οικισμού, όπου υπάρχει καφενείο όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι. Επίσης, υπάρχει μια κεντρική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο νεκροταφείο του χωριού, ένα παρεκκλήσι στην κορυφή του βουνού δυτικά του χωριού, επίσης Άγιος Αθανάσιος και διάφορα εικονίσματα (κόντισμα κατά τους χωριανούς), αυτό του Αγίου Κοσμά, του Αγίου Νεκταρίου κι αυτό του Άη Λια.

Το Οικοτροφείο Θηλέων ανακαινίσθηκε το 2000 και φοιτούν σε αυτό 30 μαθήτριες του σχολείου. Το Οικοτροφείο συντηρείται από την Μητρόπολη Αργυροκάστρου και υπεύθυνη είναι η Αδελφή Μαρία.

Η δημογραφική πορεία των κατοίκων του χωριού ξεκινάει από το 1584. Η απογραφή του 1431 δεν αναφέρει το Βουλιαράτι καθότι οι προύχοντες και δημογέροντες αρνήθηκαν να προσέλθουν στους αφεντάδες έτσι ώστε να μην παρέχουν καμμία πληροφόρηση για τα οικονομικά, τον πληθυσμό κτλ.

Από την πλάκα της εκκλησίας Άγιος Αθανάσιος το 1584 κι από την πλάκα της Μονής Δρυάνου, προκύπτει το συμπέρασμα πως τότε το Βουλιαράτι ήταν κεφαλοχώρι. Συμφωνία με μια έρευνα του 1928, στο κτηματολόγιο του Αργυροκάστρου επιβεβαιώνεται ότι το 1750 το Βουλιαράτι είχε πάνω από 800 νοικοκυριά και βάσει της εφημερίδας του χωριού «Το Γραφικό Βουλιαράτι» (αρ. 24), η μελέτη έδειξε τα εξής στοιχεία:

ΕΤΟΣ ΣΟΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΟΙ
1912 38 173 1038
1924 40 93 830
1945 42 162 972
1990 49 220 920 Από τους οποίους 600 μετανάστες
2005 41 91 1464 Από τους οποίους 1220 μετανάστες

Κατά την τελευταία απογραφή, καταγράφτηκαν 1.000 κάτοικοι ελληνικής καταγωγής εκ των οποίων λιγότεροι από 300 μένουν πλέον μόνιμα στο χωριό. Στο θρήσκευμα οι Βουλιαρατινοί είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και μητρική τους γλώσσα η Ελληνική. Αρκετοί ομιλούν και την αλβανική λόγω της μόρφωσης τους, της εμπορικής δραστηριότητας που ανέπτυξαν με την υπόλοιπη Αλβανία ή πολύ απλά επειδή όταν έφυγαν από το χωριό μετακόμισαν προς την πρωτεύουσα.

Οι περισσότεροι κάτοικοι μετά το άνοιγμα των συνόρων το 1990, κατέφυγαν στα μεγάλα κέντρα της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα), ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που πήγαν στα Τίρανα ή σε κάποια άλλη χώρα του εξωτερικού. Το 1993, κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων της 28ης Οκτωβρίου, οι αλβανικές αρχές συνέλαβαν τον δήμαρχο του χωριού, επειδή θεωρήσαν προσβλητική την έπαρση ελληνικών σημαιών.[1]

Σήμερα το Βουλιαράτι, όπως και τα περισσότερα χωριά της Δρόπολης, έχει ερημώσει απαριθμώντας πολύ λίγους μόνιμους κατοίκους. Οι ντόπιοι επανέρχονται στο χωριό την περίοδο του Πάσχα και του καλοκαιριού, κοντά στον Δεκαπενταύγουστο που λαμβάνουν χώρα τα καθιερωμένα πανηγύρια της περιοχής.

Το πρώτο ντοκουμέντο που διατίθεται έως και σήμερα για την ονομασία του χωριού είναι η σφραγίδα της εκκλησίας του έτους 1502, όπου στον εξωτερικό της κύκλο γράφει: «ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΒΟΥΛΙΑΡΑΤΙΝΩΝ 1912». Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι η πλάκα της εκκλησίας που χρονολογείται στο 1584 και πάνω στην οποία γίνεται αναφορά του χωριού σε διάφορες χρονολογίες υπό το όνομα «Βουλλιαράτες» και «Πουλλιαράτες». Στην ίδια πλάκα, το 1612, το χωριό αναφέρεται ως «Βουλλάρατες» ή «Βουλλαράτες» και το έτος 1832 ως «Μπουλλιαράτες».

Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για την ακριβή προέλευση του ονόματος Βουλιαράτι. Είναι πολύ πιθανό να απαιτείται ειδική γλωσσολογική ανάλυση. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες εκδοχές από παλαιές έρευνες λογίων του χωριού πάνω στην ονομασία Βουλιαράτι ή Βουλιαράτες ή στην κοινή καθομιλουμένη Μπουλιαράτι ή Μπουλιαράτες.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη πώλος-πουλάρι, που σημαίνει νέος και βγαίνει το «Πουλαράτες», δηλαδή Νεοχώρι. Η εξήγηση αυτή δόθηκε διότι σε ορισμένες επιγραφές το χωριό αναφέρεται ως Πουλαράτες. Η δεύτερη εκδοχή προέρχεται από γέροντες χωριανούς, όπως ο Ζωγράφος, ο οποίος υποστήριζε πως η ονομασία Μπουλιαράτες προήλθε από τη λέξη Πορρύακες, εξαιτίας των πολλών ρυάκων που είχε το χωριό από τα παλαιά ήδη χρόνια. Η τρίτη εκδοχή αναφέρεται στο φυτό βούλιαρη που φυτρώνει στον κάμπο του χωριού. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται η διαφορά στη συλλαβή «Μπου» αντί για «Βου», διότι αυτές οι αλλαγές επέρχονται στην ομιλία με το πέρασμα των ετών.

Τέλος, η τέταρτη εκδοχή διατυπώθηκε από τον Βουλιαρατινό δάσκαλο Στ. Παπαδόπουλο, ο οποίος επεσήμανε πως τα ονόματα των χωριών που τελειώνουν σε «-άτες», «-άτα» και «-άτι» είναι Ελληνικής καταγωγής και σημαίνει συνοικισμός. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κεφαλλονιά με τα χωριά Μεταξάτα και Ζερβάτα που σημαίνουν συνοικισμό ή κτήμα του Μεταξά και του Ζέρβα αντίστοιχα. Έτσι λοιπόν, βάσει της ερμηνείας του Παπαδόπουλου, στο χωριό κατοικούσε κάποιος γενάρχης με το όνομα Μπουλαράς κι έβοσκε τα μπουλάρια (μουλάρια) του. Κατά συνέπεια, όλη η περιοχή-συνοικισμός ονομάσθηκε Μπουλαράτι ή Μπουλαράτες. Η παχειά συλλαβή «λα» μετατράπηκε σε «λια» λόγω κάποιας παραφθοράς της λέξης κατά την ομιλία κι έτσι τελικώς έχουμε την ονομασία «Μπουλιαράτες».

Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου

Η ιστορία του Βουλιαρατιού ξεκινάει από αρχαιοτάτων χρόνων, πράγμα το οποίο μαρτυράται από τα ελάχιστα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί ανά τους αιώνες. Τα ευρήματα δείχνουν πως το χωριό κατοικείται από τον 3ο αιώνα π.Χ. Τα ευρήματα αυτά είναι τα εξής:

  • Πήλινα αντικείμενα (βαρίδια, σφραγίδες κτλ), τα οποία βρέθηκαν το 1979 στην τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται «Αμπέλι του Γρηγόρη Γκάζικα». Αυτά σύμφωνα με τους αρχαιολόγους Δημοσθένη Μποντίνα και Δαμιανό Κομμάτα ανήκουν στον 3ο αιώνα π.Χ. και εκλάπησαν από το μουσείο του χωριού.
  • Αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στην τοποθεσία Άϊ Βασίλης το 2004, όταν ανοίχτηκαν τα θεμέλια για την ανέγερση του κατεστραμμένου παρεκκλησιού Άϊ Βασίλης. Τα ευρήματα αυτά ανήκουν κατά τον Δαμιανό Κομμάτα στον 3ο αιώνα π.Χ.
  • Πήλινοι σωλήνες αρχαίας εποχής στο αρχαίο υδραγωγείο που ανακαλύφθηκε το 1968 στην τοποθεσία «Αμπέλι του Αλέξη Νταλιάνη».
  • Ογκόλιθοι καλοπελεκημένοι και κυκλώπεια τείχη που βρέθηκαν στο αρχαίο Μοναστήρι, το οποίο υπήρχε στα θεμέλια του Άϊ Θανάση.
  • Ογκόλιθοι που θυμίζουν πανάρχαια ερείπια πελασγικών τειχών που σώζονται στα βόρεια και στα δυτικά της εκκλησίας του Άϊ Θανάση.
  • Θεμέλια τοίχων και πλάκες που σώζονται στη θέση «Πλακωτή» στο νότιο μαχαλά του χωριού.
  • Η βαριά από γρανίτη και το ξίφος κ.α. που βρίσκονταν στο μουσείο του χωριού καθώς κι οι τάφοι στην τοποθεσία Άϊ Βασίλης αποδεικνύουν πως το χωριό υφίσταται από το 1200 με 1000 π.Χ. Όσον αφορά τους τάφους, έχουν βρεθεί κεραμίδια διαστάσεων 55x35 πόντους, τα οποία τοποθετούσαν στους νεκρούς κατά την αρχαία εποχή.
  • Πήλινο ποτήρι του 13ου αιώνα το οποίο βρέθηκε πάνω στο ιερό της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου κατά την ανακαίνιση του το 2004.
  • Η σφραγίδα της εκκλησίας σε έγγραφο του 1502.
  • Η πλάκα της εκκλησίας (τρίπτυχο ξύλινο) που αναφέρει το έτος 1584 καθώς και Βουλιαρατινούς και άλλους δωρητές.
  • Η σκαλιστή πέτρα που αναφέρει το έτος 1777 και βρέθηκε το 1932 από τον αρχιτέκτονα ακαδημαϊκό Βασιλάκη Κουρεμένο.
  • Η άσπρη πλάκα πάνω από την κεντρική πόρτα της εκκλησίας με σκαλισμένες τις χρονολογίες 1779 και 1853, που μαρτυρούν ανακαινίσεις και προσθήκες στην αρχαία εκκλησία.
  • Η μαύρη πέτρινη πλάκα πάνω από την πόρτα της εκκλησίας που αναφέρει το 1805 ως το έτος προσθήκης γυναικωνίτη στο ναό.
  • Τα λείψανα που σώζονται ακόμα και σήμερα στα Παπαγιαννάτικα και τα Βρανάτικα από τη μεριά του λάκκου.
Στρατιωτικό Νεκροταφείο προς τιμήν των Ελλήνων Πεσόντων του '40

Από τους πρόσφατους χρόνους, ύστερα από τον καθορισμό των συνόρων στους Βαλκανικούς Πολέμους και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (17 Φεβρουαρίου 1914), με βάση το οποίο κηρύσσεται αυτόνομη η Βόρειος Ήπειρος και αναγνωρίζεται επίσημα η χρήση του όρου, συνέβησαν δύο γεγονότα πολύ σημαντικά στο χωριό.

Το πρώτο αφορά την φονική μάχη στον Άγιο Αθανάσιο την 1η Δεκέμβρη του 1940, το οποίο ακολουθήθηκε από την οπισθοχώρηση των Ιταλών και την απώλεια 15 Ελλήνων, 8 από τους οποίους είναι θαμμένοι στο χωριό και 130 τραυματίες. Το δεύτερο γεγονός αποτελεί η λειτουργία υγειονομικού σχηματισμού (Σ1 Πεδινό χειρουργείο δυναμικότητας 300 κλινών) επί περίπου 3.5 μήνες μεταξύ του 1940 και του 1941. Στόχος ήταν η περίθαλψη των Ελλήνων τραυματιών που έρχονταν από διάφορα σημεία του μετώπου. Παράλληλα, η συνεισφορά των κατοίκων, η οποία συνίσταντο σε σπίτια ως χρήση θαλάμων, τρόφιμα, νερό και άλλες υπηρεσίες, ήτο πολύτιμη για την δύσκολη εκείνη εποχή. Όσοι έχασαν τη ζωή τους στη χειρουργική μονάδα (περί τους 60 στρατιώτες), τιμήθηκαν κι ετάφησαν από τους Βουλιαρατινούς σε ένα χωράφι που παραχωρήθηκε ειδικά για τους Έλληνες Πεσόντες του Πολέμου. Έτσι έπραξαν κατά τα λόγια του Περικλή στον «Επιτάφιο» του: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος».

Υπήρξαν πολλές ελλείψεις για τη δημιουργία του νεκροταφείου, παρ’ όλα αυτά οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν ότι είχαν διαθέσιμο, όπως ξύλινους σταυρούς με τα ονόματα των πεσόντων. Κορυφαίος συντηρητής υπήρξε ο Δημήτρης Μπάκος, ο οποίος διατηρούσε έναν κατάλογο με τα ονόματα των στρατιωτών, περιμένοντας την ημέρα που θα ενημέρωνε τις οικογένειες των θυμάτων για το που είναι θαμμένοι οι δικοί τους άνθρωποι, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε κι έτσι παρέδωσε τα στοιχεία στους συγγενείς του και συγκεκριμένα στον Γεώργιο Μπάκο (1967), για τη συνέχιση του έργου του.

Έτσι λοιπόν, στο Βουλιαράτι υπάρχει και σήμερα το μοναδικό Ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο στην Αλβανία, με την πλειοψηφία πλέον των πεσόντων να έχουν αναγνωρισθεί. Μετά το άνοιγμα των συνόρων, δόθηκαν χρήματα κι από την Ελληνική πλευρά ώστε να επιτευχθεί η αναστήλωση των μνημάτων και να συντηρείται σε μια πλέον καλύτερη κατάσταση. Τέλος, πρέπει να τονισθεί πως κάθε χρόνο, την 28η Οκτώβρη, στην επέτειο του «ΟΧΙ» πραγματοποιείται κατάθεση στεφάνων εις μνήμην των Πεσόντων παρουσία μελών της Ελληνικής ηγεσίας και των Βουλιαρατινών (και μη) που βρίσκονται εκείνη την περίοδο στην περιοχή.

Το στρατιωτικό κοιμητήριο στο Βουλιαράτι είναι το δεύτερο αναγνωρισμένο στρατιωτικό νεκροταφείο Ελλήνων πεσόντων και το μοναδικό με αναγνωρισμένους πεσόντες.

Το 2009 υπογράφτηκε διακρατική συμφωνία η οποία κυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή με το Ν.3782/7.8.2009 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 135/7.8.2009 Τεύχος Α'.

Από την Αλβανική Βουλή η συμφωνία κυρώθηκε στις 25 Μαρτίου 2010.

Προβλέπει η συμφωνία αυτή την κατασκευή την κατασκευή 2 κοιμητηρίων Ελλήνων πεσόντων σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αλβανία την περίοδο 1940-41, ένα στα στενά της Κλεισούρας και το δεύτερο στο Βουλιαράτι (Περισσότερα στο ΦΕΚ 135 Α'/7.8.2009)

Είσοδος του σχολείου

Υψίστης ιστορικής σημασίας αποτελεί η παιδεία στους Βουλιαρατινούς, οι οποίοι ήταν γνωστοί για την εξάπλωση των τεχνών και των γραμμάτων και του πολιτισμού στην περιοχή της Δρόπολης. Το πρώτο σχολείο λειτούργησε περίπου το 1700 στο Νάρθηκα της εκκλησίας και το πρώτο σχολικό κτήριο ήταν ένα διώροφο στην πλατεία του Τσέτσου. Το 1830 αναπαλαιώθηκε το κτήριο από τον Γεώργιο Κουρεμένου, το όνομα του οποίου βρέθηκε στην επιγραφή μιας εντοιχισμένης πλάκας.

Το 1905 άρχισε να λειτουργεί στο χωριό Παρθεναγωγείο, που στεγάσθηκε στο αγορασθέν σπίτι του Βαγγέλη Παναγιώτη. Το Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε με έξοδα του αρχιτέκτονα ακαδημαϊκού Βασιλάκη Κουρεμένου και διευθύντρια διετέλεσε η Ελένη Γεωργιάδη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1917, το σχολείο έγινε μικτό, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο μαζί. Για την λειτουργία του σχολείου, το Μοναστήρι του Δρυάνου έδινε 2700 γρόσια, ενώ οι Βουλιαρατινοί της Κωνσταντινούπολης από το 1907 έως το 1914 είχαν συγκεντρώσει και στείλει 28,700 γρόσια.

Στα 12 χρόνια που το σχολείο λειτούργησε μόνο ως Παρθεναγωγείο, η μόρφωση των κορασίδων ήταν υψηλού επιπέδου, αφού παράλληλα με τα γράμματα διδάσκονταν και γνώσης οικοκυρικής, ραπτικής, κεντήματος κτλ. Κάθε χρόνο φοιτούσαν 25 μαθήτριες. Το Παρθεναγωγείο άνοιξε με τη μέριμνα της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Βουλιαρατινών Κωνσταντινούπολης σε συνεργασία με τους προύχοντες του χωριού Στεφανή Κουρεμένου, Γιάννη Δαλιάνη και Μήτρο Βασίλη. Το 1935 οι αλβανικές αρχές προσωρινά έκλεισαν το σχολείο, με αποτέλεσμα να προκληθούν αντιδράσεις από το τοπικό στοιχείο και να ακολουθήσουν συμπλοκές με την αλβανική χωροφυλακή στις 17 Ιουνίου 1935.[2]

Κουτσουπιά

Το χωριό είναι κτισμένο στην ανατολική πλευρά του βουνού Κόζιακα. Από αυτόν κατεβαίνουν δύο λάκκοι ή αλλιώς χείμαρροι, αυτός της Κάναλης και αυτός της Μπιστερής. Η ενδιάμεση περιοχή ανθοφορεί κάθε έτος περί τα μέσα του Μάρτη και μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορα είδη δέντρων, όπως συκιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, κουμπουλιές, κουτσουπιές και πουρνάρια.

Στη βορεινή πλευρά του χωριού ξεπροβάλλει η ράχη του Μαριανού, το λεγόμενο από τους Βουλιαρατινούς Προσήλιο. Πάνω στη ράχη ανθούσαν ντούσκες, ασφάκες και φτέρες, ενώ στο σημείο αυτό βοσκούσαν οι ντόπιοι το βιος τους. Σήμερα πλέον η ράχη αυτή είναι ξεγυμνωμένη από την παλαιά βλάστηση. Στην κορυφή βρίσκεται το παρεκκλήσι του Άη Θανάση, απ’ όπου μπορεί κανείς να τραβήξει πανοραμικές λήψεις του Βουλιαρατιού, των απέναντι χωριών και του κάμπου της Δρόπολης. Τέλος, στο σημείο αυτό, μέχρι πριν 15-20 χρόνια λάμβαναν χώρα τα πανηγύρια του χωριού, τα οποία μεταφέρθηκαν στο καφενείο στο Μεσοχώρι (κέντρο του χωριού) και το 2012 στο σχολείο. Οι κάτοικοι επισκέπτονται το παρεκκλήσι του Άη Θανάση ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής.

Χιόνια, Φεβρουάριος 2011

Το κλίμα του χωριού είναι ήπιο, με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα. Την εμφάνισή τους κάνουν επίσης και πολλές βροχές οι οποίες τρέφουν την έντονη για τα σημερινά δεδομένα βλάστηση, καθώς δε ζει μεγάλος αριθμός κατοίκων ώστε να τα φροντίζει. Η ύπαρξη αρκετών άγριων δέντρων, όπως πλατάνια, συκιές, καρυδιές και κουτσουπιές προσφέρει ίσκιο και δροσιά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Σπανίως πλέον παρουσιάζονται ισχυρές χιονοπτώσεις όπως παλαιότερα, με εξαίρεση τον Φλεβάρη του 2011 που χιόνι σκέπασε κάθε σημείο του χωριού με σταθερή θερμοκρασία κάτω του μηδενός και τα Χριστούγεννα του 2008, με θερμοκρασία έως -6° C. Η χιονόπτωση του 2008 δε διήρκησε πάνω από 2 μέρες, αφού τα σημάδια ήταν πολύ σύντομα εμφανή μόνο στις κορυφές των βουνών.

Το κλίμα που επικρατεί στην περιοχή ενίσχυε την γεωργία και την κτηνοτροφία που αποτελούσε σημαντικό στοιχείο των εισοδημάτων των κατοίκων, παρότι ήταν κατά βάση μεγάλο δασκαλοχώρι, παπαδοχώρι και διέθετε αρκετούς ιατρούς και νοσοκόμες.

  1. https://books.google.gr/books?id=4CrpzRJCbckC&pg=PA72&lpg=PA72&dq= Central and South-Eastern Europe 2003], By Imogen Bell, σελ. 72.
  2. Γενικό Επιτελείο Στρατού, The struggle for Northern Epirus, 9789607897404, σελ. 386: The Greeks openen the schools by forces and ... as the village of Vouliarates... 17 July 1935.
  3. «Ενας θάνατος, πολλά ερωτήματα». Η Εφημερίδα των Συντακτών. 29 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2021. 
  • Γεώργιος Γ. Καλυβόπουλος, Χρήστος Γ. Καλυβόπουλος, «Μπουλιαράτι Δερόπολη». Ιστορία - Λαϊκός Πολιτισμός, Αθήνα 1975
  • Αγαθοκλής Πρ. Παναγούλιας, Όσοι δε γύρισαν από το μέτωπο: Αναφορά στους πεσόντες του Ελληνικού στρατού που φιλοξενεί το στρατιωτικό νεκροταφείο Βουλιαρατίου, έκδοση: Αγαθοκλής Πρ. Παναγούλιας, Αθήνα 2002
  • Σύνδεσμος Συνταξιούχων Ελληνοδάσκαλων Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Νομού Αργυροκάστρου, Τα Πανάρχαια ελληνικά χωριά του Νομού Αργυροκάστρου, Ιωάννινα 2009
  • Παναγιώτης Αραβαντινός, Ιστοριογραφία της Ηπείρου, τόμος Ι', Αθήνα 1856
  • Συμεών Γ. Κατσίμπρας, Με τους αδερφούς μας της Βορείου Ηπείρου, Εκδόσεις Πνευματικού Φάρου Ιωαννίνων
  • Αγαθοκλής Προκ. Παναγούλιας, Οι Ολύμπιοι που δε γύρισαν από το Μέτωπο: Αναφορά–Μνημόσυνο στους Ολύμπιους πεσόντες κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Γερμανικής εισβολής (1940-1941), έκδοση: Αγαθοκλής Πρ. Παναγούλιας, Αθήνα 2005

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]