Βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας είναι ένας όρος που επινοήθηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου Χάρβαρντ Γιοσάϊ Μπένκλερ. Ο Μπένκλερ αναλύει σε βάθος τον όρο αυτό στο βιβλίο του Ο Πλούτος των Δικτύων: Πώς η Κοινωνική Παραγωγή Μετατρέπει τις Αγορές και την Ελευθερία (2006).

Η Βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας είναι η πρώτη μορφή της οικονομίας της πληροφορίας και εμφανίστηκε γύρω στα τέλη του 19ου (Benkler 2006, σελ.3). Πρόσφατα, η βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας εξελίχθηκε σε μια νέα μορφή, γνωστή ως διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας, με την εξέλιξη του Διαδικτύου (Benkler 2003, σελ. 1250-1251).

Ιστορική προέλευση του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας (αλλιώς οικονομία της πληροφορίας) ανιχνεύεται στη Βιομηχανική Επανάσταση και στη συνακόλουθη κρίση του ελέγχου. Προηγμένα βιομηχανικά κράτη άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως οι χρήσιμες πληροφορίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέσο για τον έλεγχο των οικονομιών τους. Κατά τις δεκαετίες του 1880 και 1890, η έννοιες "αποδοτική παραγωγή" και "χρήση των πληροφοριών", είναι το κλειδί για τον έλεγχο των φυσικών διεργασιών και της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Benkler 2003, σελ. 1251).

Βιομηχανική και Διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας οι καταναλωτές είναι ενεργοί συχνά σε σημείο που γίνονται παραγωγοί, είτε από πλευράς δημιουργικότητας, είτε επιτρέποντας τη χρήση της αδρανούς επεξεργασίας (idle processing), την αποθήκευση (storage) ή το εύρος ζώνης (bandwidth) τους, σε αντίθεση με τη βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας. Επιπλέον, η βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας προώθησε την κυριαρχία των μεγάλων εταιριών και δημιούργησε παθητικούς εργαζόμενους που δεν έχουν κανέναν έλεγχο σε αυτό που παράγουν ή σε αυτό που καταναλώνουν.[1]

Ο Μπένκλερ υποστηρίζει ότι εντός της βιομηχανικής οικονομίας της πληροφορίας "οι περισσότερες ευκαιρίες να γίνουν πράγματα που είναι πολύτιμα και σημαντικά για πολλούς ανθρώπους περιορίζονται από το φυσικό κεφάλαιο που απαιτείται για την παραγωγή τους" (Benkler 2006, σελ.6) και συνεπώς, σε σύγκριση με τη διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας, είναι πιο αντιδημοκρατική. Με βάση την τεχνολογία των πληροφοριών, σύμφωνα με τον Paliwala, η βιομηχανική οικονομία της πληροφορίας επικεντρώθηκε στις πληροφορίες, στην πολιτιστική παραγωγή και τη χειραγώγηση των συμβόλων, ενώ η διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας βασίζεται στην επικοινωνία.[2]

Ο Μπένκλερ επισημαίνει ότι οι κυρίαρχοι της βιομηχανικής οικονομίας της πληροφορίας  απειλούνται από την διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας (Benkler 2006, σελ. 2). Αναφέρει παραδείγματα, όπου τα κατεστημένα συμφέροντα απαντούν σε αυτή την απειλή, όπως αυτό του brodcast flag και του Digital Millennium Copyright Act. Άλλα γνωστά παραδείγματα θα μπορούσαν να προστεθούν, όπως το κλείδωμα του Skype (Blue Coat n.d.) , το πρότυπο HDCP , καθώς και άλλες μορφές διαχείρισης ψηφιακών δικαιωμάτων όπως αυτά που βρίσκονται στα Microsoft Vista (Gutmann n.d.).

Ο Μπένκλερ προειδοποιεί πως η μάχη μεταξύ του κατεστημένου της βιομηχανικής οικονομίας της πληροφορίας εναντίον της αναδυόμενης διαδικτυωμένης οικονομίας της πληροφορίας, θα επηρεάσει βαθιά τα άτομα που ζουν στον κόσμο των προηγμένων οικονομιών. Δηλώνει ότι: 

Σύμφωνα με το πως θα εξελιχθούν αυτές οι μάχες, την επόμενη δεκαετία και πλέον, θα έχει σημαντική επιρροή στη γνώση μας για τον κόσμο που κατοικούμε, σε ποια έκταση και με ποιο τρόπο θα μπορούμε - ως ανεξάρτητα άτομα, ως πολίτες και ως συμμετέχοντες σε πολιτισμούς και κοινότητες- να επηρεάσουμε το πως εμείς και άλλοι βλέπουν τον κόσμο όπως είναι και όπως θα μπορούσε να είναι (Benkler 2006, σελ.2)

Στην εισαγωγή στο Πλούτος των Δικτύων, ο Μπένκλερ υποστηρίζει ότι η διαδικτυωμένη οικονομία της πληροφορίας θα κάνει τον πολιτισμό μας περισσότερο διάφανο και εύπλαστο. Αυτό συμβαίνει επειδή η εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε πληροφορίες μας επιτρέπει να μάθουμε σε πραγματικό χρόνο για το σημερινό πολιτισμό. Οι ιδέες του πηγάζουν και υποστηρίζονται από νομικούς όπως οι: Niva Elkin Koren, Terry Fisher, Larry Lessig και Jack Balkin, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τους τρόπους που το Διαδίκτυο εκδημοκρατίζει τον πολιτισμό (Benkler, 2006, σελ. 15):

Πιστεύω πως το περιβάλλον διαδικτυωμένων πληροφοριών μας προσφέρει ένα πιο ελκυστικό σύστημα πολιτισμικής παραγωγής για δύο λόγους: (1) κάνει τον πολιτισμό περισσότερο διαφανή, και (2) κάνει τον πολιτισμό πιο εύπλαστο. Αυτό σημαίνει ότι παρακολουθούμε την εμφάνιση ενός νέου λαϊκού πολιτισμού—μια πρακτική που είχε σε μεγάλο βαθμό κατασταλεί από τη βιομηχανική εποχή της πολιτιστικής παραγωγής—όπου πολλοί από εμάς συμμετέχουμε ενεργά, δημιουργούμε πολιτισμό και  ανακαλύπτουμε νοήματα στον κόσμο γύρω μας. Οι συγκεκριμένες πρακτικές καθιστούν τους δρώντες καλύτερους "αναγνώστες" του δικού τους πολιτισμού, πιο αυτο-στοχαστικούς και κριτικούς απέναντι στην κουλτούρα που διαμορφώνουν, επιτρέποντάς τους έτσι να αυτοεκφράζονται και να συμμετέχουν πιο ενεργά σε συζητήσεις, μέσα σε αυτόν τον πολιτισμό. (Benkler, 2006, σελ. 15)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Paliwala, Abdul. ' 'Free Culture, Global Commons and Social Justice in Information Technology Diffusion' '. Law, Social Justice & Global Development, 2007, p. 9.
  2. Paliwala, Abdul. ' 'Free Culture, Global Commons and Social Justice in Information Technology Diffusion' '. Law, Social Justice & Global Development, 2007, p. 8-9.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικές συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]