Βερίκοκο
Το βερίκοκο είναι ο καρπός της βερικοκιάς (επιστημονική ονομασία prunus armeniaca) της οικογενείας των ροδιδών.
(Θρεπτική αξία ανά 100γρ.) |
---|
|
|
|
|
|
|
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατάγεται από τη Β. Κίνα, Μαντζουρία και Μογγολία και ήρθε στην Ευρώπη από την Αρμενία απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. Η καλλιέργειά της ήταν γνωστή στην Κίνα από το 2.200 π.Χ. και φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί δεν αναφέρεται από τον Θεόφραστο (400 π.Χ.).[1] Ο Διοσκουρίδης ανέφερε τα βερίκοκα ως αρμενικά μήλα, λόγω της προέλευσης του φυτού.[2] Στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα το ονομάζουν χρυσόμηλο, ενώ σε άλλα μέρη της Ελλάδος χρησιμοποιούν το όνομα ζαρδελιά.
Ονομασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία «βερίκοκο» προήλθε από την Αρχαία Ελληνική λέξη πραικόκιον, η οποία με την σειρά της προκύπτει από το λατ. praecocia (praecoquus) που σημαίνει «πρώιμος», επειδή ο καρπός του παρουσιάζει πρώιμη ωρίμανση. Από την ελληνική λέξη προέρχεται και η αραβική berkuk (από το al-barqūq που προήλθε από την βυζαντική λέξη βερικοκκία)[3].
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι σαρκώδης, σφαιρικός, με αυλακωτή κοιλιακή ραφή. Ο πυρήνας (κουκούτσι) είναι ξυλώδης και στο εσωτερικό του περιέχει 1-2 σπόρια με πικρή γεύση που μοιάζουν με αμύγδαλα και χρησιμοποιούνται στην φαρμακοποιία.Το σαρκώδες και χυμώδες περικάρπιο είναι εύγευστο, γλυκό και έχει χρώμα πορτοκαλοκίτρινο. Το εξωτερικό του βερίκοκου (φλούδα) είναι λεπτό, συνήθως χνουδωτό και είναι χρώματος κίτρινου με μερικές κόκκινες κηλίδες στη μπροστινή του πλευρά.
Είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και κάλιο. Επίσης περιέχει βιταμίνες C, Β1, Β2 και φυσικό σάκχαρο. Επίσης τα βερίκοκα είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Το βερίκοκο καταναλώνεται νωπό ως φρούτο. Επίσης μπορεί να καταναλωθεί και αποξηραμένο, γίνεται μαρμελάδα, κομπόστα, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και γίνεται λικέρ και χυμός.
Αξιόλογες ελληνικές και ξένες ποικιλίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραγωγή σε τόνους. Στοιχεία 2009 | |
Τουρκία | 695 364 |
Ιράν | 397 749 |
Ουζμπεκιστάν | 290 000 |
Ιταλία | 233 600 |
Αλγερία | 202 806 |
Πακιστάν | 193 936 |
Γαλλία | 190 382 |
Μαρόκο | 122 798 |
- Τα υπερπρώιμα της Τίρυνθας, που ωριμάζουν 2-30 Μαΐου,
- Τα τσαουλιά της Αττικής με μικρό καρπό, που ωριμάζουν τέλη Μαΐου,
- Τα Μπεμπέκου που ωριμάζουν Ιούνιο-Ιούλιο,
- Τα Διαμαντοπούλου με μικρό και όχι πολύ γλυκό καρπό. Ποικιλία που δεν δίνει μεγάλη παραγωγή.[4] Είναι εξαιρετικά αρωματικά, αλλά δύσκολα στη μεταφορά τους, αφού είναι αρκετά ευαίσθητα.
- LUIZET, όψιμη με καρπούς ωοειδείς και μεγάλους σε πορτοκαλί χρώμα και σάρκα χυμώδη, αρωματική και γλυκιά.
- NANCY χρυσοκίτρινη με κόκκινα στίγματα με λεπτή και λειωμένη σάρκα που αργεί να ωριμάσει στις αρχές Αυγούστου.
Η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο. Ακολουθούν το Ιράν, το Ουζμπεκιστάν, η Ιταλία, η Αλγερία, το Πακιστάν, η Γαλλία, το Μαρόκο, η Συρία και η Ισπανία. Η Ελλάδα παράγει πάνω από 45.000 τόνους κατά μέσον όρον ετησίως.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Φυτολογία» , σ. 64 Εκδ.Αθηνών 1983
- ↑ Διοσκουρίδης, Περί Ύλης ιατρικής
- ↑ «Apricot word origin». Etymologeek (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2022.
- ↑ IL MILLEPIANTE (Χίλια Φυτά), σ. 194 Edizione italiana-stamato nel mese di Giugno, 1994