Βεατρίκη της Σαβοΐας (1250-1292)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βεατρίκη της Σαβοΐας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1250 (πιθανώς)
Θάνατος23  Φεβρουαρίου 1292 (πιθανώς)[1] ή Νοέμβριος 1290 (πιθανώς)[1]
Escalona[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕμμανουήλ της Καστίλης (από 1274)[2]
Pierre de Bourgogne-Comté, Seigneur de Châtelbelin (από 1268)[2]
ΤέκναΙωάννης Εμμανουήλ της Βιγιένα
ΓονείςΑμεδαίος Δ΄ της Σαβοΐας και Καικιλία του Μπω
ΑδέλφιαΒονιφάτιος της Σαβοΐας
Βεατρίκη της Σαβοΐας (Μαρκησία του Σαλούτσο) (ετεροθαλής αδελφή από πατέρα)
ΟικογένειαΟίκος της Σαβοΐας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Βεατρίκη η νεότερη, ιταλ. Beatrice di Savoya (1250 – 1292) από τον Οίκο της Σαβοΐας, ήταν κόρη του Aμεδαίου Δ΄ κόμη της Σαβοΐας και της δεύτερης συζύγου του Καικιλίας των Μπω. Από τον δεύτερο γάμο της έγινε γνωστή ως κυρία της Βιγιένα.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Bεατρίκη ήταν αμφιθαλής αδελφή του Βονιφάτιου κόμη της Σαβοΐας, της Ελεονώρας και της Κωνσταντίας. Είχε δύο μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδελφές από τον πρώτο γάμο του πατέρα της, τη Βεατρίκη την πρεσβύτερη και τη Mαργαρίτα.

Μετά το τέλος τού πατέρα της το 1253, η Bεατρίκη έλαβε ένα χρηματικό ποσό ως κληρονομιά. [3] Μετά το τέλος του 10ετούς αδελφού της Βονιφάτιου, τον διαδέχτηκε ο θείος τους Πέτρος Β΄ ως κόμης του Σαβοΐας. Μετά το τέλος του Πέτρου Β΄, η Bεατρίκη αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη διεκδίκησή της για τη Σαβοΐα, με τη συγκατάθεση της μητέρας της, υπέρ της διαδοχής τού άλλου θείου της Φιλίππου Α΄ ως κόμη της Σαβοΐας. Σε άρθρο (με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1268) αναφέρεται ως Contesson [4], πιθανώς να ξεχωρίζει από τη μεγαλύτερη ομώνυμη αδελφή της. Ένα καταστατικό με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1266 του πάπα Κλήμη Δ΄ αναφέρει ότι ο Φίλιππος δώρισε περιουσία στην ανιψιά του «Β»· πιθανότατα αναφέρεται στη Βεατρίκη. [5]

Η Βεατρίκη πρώτα μνηστεύθηκε με τον Ιάκωβο (Β΄), δεύτερο γιο του Ιακώβου Α΄ της Αραγωνίας, ωστόσο το συμβόλαιο έληξε στις 11 Αυγούστου 1266. [6] Δέκα χρόνια μετά τη διάλυση του αρραβώνα, ο Ιάκωβος έγινε βασιλιάς της Μαγιόρκα.

Η Βεατρίκη παντρεύτηκε για πρώτη φορά στις 21 Οκτωβρίου 1268 με τον Πέτρο κύριο του Σατελμπελέν, γιο του Ιωάννη κόμη του Σαλόν. Ο Πέτρος παραχώρησε περιουσία στη σύζυγό του το 1269. [7] Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο για περισσότερο από έξι χρόνια· όταν ο Πέτρος απεβίωσε δεν είχαν παιδιά.

Ένας δεύτερος γάμος πραγματοποιήθηκε το 1274 με τον Μανουέλ κύριο της Βιγιένα. Αυτός ήταν ένας δεύτερος γάμος και για τα δύο μέρη, καθώς η πρώτη σύζυγος του Μανουέλ, η Κωνσταντία (αδελφή του Ιακώβου Β΄, κάποτε αρραβωνιαστικού της Βεατρίκης) είχε αποβιώσει αφήνοντάς τον με δύο παιδιά. Ο Μανουέλ και ο Bεατρίκη είχαν έναν γιο, τον Χουάν Μανουέλ, που γεννήθηκε στην Ελσκαλόνα του Τολέδο στις 5 Μαΐου 1282. Ο σύζυγός της Μανουέλ απεβίωσε έναν χρόνο μετά τη γέννηση τού γιου τους, οπότε τον διαδέχθηκε ο γιος τους, καθώς ο άλλος γιος τού Μανουέλ από τον Κωνσταντία είχε αποβιώσει νεαρός. Η Bεατρίκη φρόντιζε τον γιο της μέχρι το τέλος της, εννέα χρόνια αργότερα· μετά ο Χουάν Μανουέλ έμεινε στη φροντίδα του θείου του Σάντσο Δ΄ της Καστίλης.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντρεύτηκε πρώτα το 1268 τον Πέτρο των Ιβρέα, κύριο του Σατελμπελέν, γιο του Ιωάννη κόμη του Σαλόν. Δεν απέκτησαν απογόνους.

Η Βεατρίκη έκανε το 1274 δεύτερο γάμο με τον Εμμανουήλ του Καστιλιανού Οίκου της Ιβρέα κύριο της Βιγιένα και είχε τέκνο:

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Charles Cawley: «Medieval Lands». (Αγγλικά) Charles Cawley, "Medieval Lands", 2006-2020.
  2. 2,0 2,1 p11335.htm#i113349. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. Wurstenberger (1858), Vol. IV, 331, p. 171.
  4. State Archives, volume 102, page 10.2, fascicule 3.
  5. State Archives, volume 104, page 23-26, fascicules 16.1, 2 and 3, and Wurstenberger (1858), Vol. IV, 745, p. 427.
  6. SAVOY, Medieval Lands
  7. State Archives, volume 102, page 10, fascicule 1.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Kinkade, Richard P. (2004). «Beatrice Contesson of Savoy (c. 1250-1290): The Mother of Juan Manuel». La Corónica 32 (3): 163–225. doi:10.1353/cor.2004.0017.