Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο
ΕίδοςΝομισματοκοπείο
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1836

Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο ήταν το νομισματοκοπείο του Βασιλείου της Ελλάδας, το οποίο αντικατέστησε το Εθνικό Νομισματοκοπείο στην Αίγινα που καταργήθηκε το 1833.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Αντιβασιλείας του Όθωνα το 1836[1]. Ως νόμισμα του Βασιλείου είχε μόλις οριστεί η δραχμή με την παράλληλη κατάργηση του φοίνικα). Η κοπή των νομισμάτων γινόταν στο νομισματοκοπείο του Μονάχου.

Η έδρα του Νομισματοκοπείου ήταν στο Υπουργείο Οικονομικών, στην πλατεία Υπουργείου Οικονομικών ή Πλατεία Νομισματοκοπείου[2] (σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος) και ανήκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών[3]. Το κτίριο του Νομισματοκοπείου είχε χτιστεί από το 1834 στο Βορειοανατολικό τμήμα του κήπου και είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Έντουαρτ Σάουμπερτ[4].

Προσωπικό και εγκαταστάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κύριος εξοπλισμός του είχε κατασκευαστεί στο Μόναχο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και όσα μηχανήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Αίγινα[5], παρόλο που αναφέρεται ότι δυο από τις μηχανές δόθηκαν στο Οπλοστάσιο στο Ναύπλιο για άλλη χρήση[6]. Έγινε παραγγελία τριών νέων μηχανημάτων στον Μεχάνικους Έρτελ (ο Έρτελ ήταν μαθητής του Ράιχενμπαχ στο Μόναχο[6]. Υπεύθυνος για την κοπή των νομισμάτων διορίστηκε ο Έρλε (Oerle) και βοηθός του ο γνωστός για την τέχνη του Λάνγκ (Lang). Ο Έρλε απεβίωσε στην Ελλάδα πριν την αποπεράτωση του νέου κτηρίου. Για την ανεύρεση διευθυντή, το υπουργείο οικονομικών απευθύνθηκε στο βασιλικό οπλοστάσιο στο Ναύπλιο, το οποίο πρότεινε τον Βαυαρό Χριστόφορος Ράιχενμπαχ (Christoph Reichenbach), ο οποίος διορίστηκε προσωρινά και μετά από τρεις μήνες επίσημα Βασιλικός Διευθυντής του Νομισματοκοπείου[6]. Πρώτος χαράκτης ορίστηκε όπως ήδη αναφέρθηκε ο Αυστριακός Κόνραντ Λάνγκε (Konrad Lange), χαράκτης επίσης του Νομισματοκοπείου της Βιέννης.[7][8]

Αναφέρεται ότι το Νομισματοκοπείο κατά την ίδρυσή του είχε τριάντα πέντε μηχανικούς και στελέχη του ήταν οι: Χριστόφορος Ρέιχεμπαχ (ο Χριστόφορος Ράιχενμπαχ) υπολοχαγός του μηχανικού, Π. Π. Μπενεδούτζης, Ελεγκτής Ταμίας, Κ. Λαγγ (ο Κόνραντ Λάνγκε), χαράκτης[9][10] Ε. Τζίφος, Α΄ Μηχανικός, Ι. Τάκης, γραμματεύς[2].

Το ελασματοποιείο στεγαζόταν σε ξεχωριστό κτήριο κοντά στο Νομισματοκοπείο. Οι κλίβανοι του χυτηρίου ήταν κτισμένοι από πυρίμαχο πηλό από τη Θήβα και θερμαίνονταν με λιγνίτη από την Κύμη[6].

Το 1839 ο Ράιχενμπαχ ήταν ακόμη διευθυντής του Νομισματοκοπείου, όπως προκύπτει από παρασημοφόρησή του με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών. Διοικητικά είχε τη θέση υπολοχαγού του Πυροβολικού[11]. Κατά το 1844 αναφέρεται ως Διευθυντής του Νομισματοκοπείου ο υπολοχαγός του Πυροβολικού Ι. Καρπούνης[12].

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραγωγή του εργοστασίου ανερχόταν στα 20.000 χάλκινα νομίσματα ημερησίως. Παρά τις προσπάθειες, το Νομισματοκοπείο δεν πήρε άδεια να κόβει και αργυρά νομίσματα, διότι ο Γάλλος Ρενιέ (Regnier) που είχε την επίβλεψη των ελληνικών οικονομικών δεν έδινε τη συγκατάθεσή του. Η άδεια δόθηκε μετά τον θάνατο του Regnier, και έτσι άρχισε και η παραγωγή αργυρών νομισμάτων των 25 και 50 λεπτών. Μια χημική ανάλυση του μετάλλου όμως έδειξε ότι ο άργυρος επειδή προερχόταν από την Τουρκία δεν ήταν καθαρός, αλλά περιείχε και μείγμα χρυσού, με αποτέλεσμα το μέταλλο να πηγαίνει πρώτα στη Γαλλία για να εμπλουτιστεί πριν χρησιμοποιηθεί για την κοπή των νομισμάτων[6].

Το 1843 (με το διάταγμα της 7ης Απριλίου 1843), το Βασιλικό Νομισματοκοπείο επιτρεπόταν να κόβει αργυρά νομίσματα για λογαριασμό ιδιωτών που θα προσκόμιζαν είτε άργυρο είτε αργυρά νομίσματα (μετά από αφαίρεση των δικαιωμάτων για τη διαδικασία), κάτι που έδειχνε την οικονομική δυσκολία του κράτους την εποχή εκείνη.[7]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Περί συστάσεως νομισματοκοπείου και σφραγιστηρίου, ΦΕΚ 27 - 18.06.1836
  2. 2,0 2,1 Εφετηρίς (Almanac) του Βασιλείου της Ελλάδος: δια το έτος, Α. Ι. Κλάδος, Εν Αθήναις, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας και Λιθογραφίας, 1837, σελ. 141
  3. Διεθνές Πρότυπο Αρχειακής Περιγραφής (Γενικό) Δεύτερη έκδοση, Οττάβα 2000, Αθήνα 2002, Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία (Ε.Α.Ε) Αρχειοθετήθηκε 2012-07-10 στο Wayback Machine., Χριστίνα Βάρδα, Αμαλία Παππά, Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, σελ. 115, «Υπο-αρχείο Ανακτόρων, υπο-αρχείου Γραμματείας επί των Οικονομικών, Το υπο-αρχείο διαιρείται σε 14 σειρές, σύμφωνα με τα αντικείμενα της αρμοδιότητας της Γραμματείας/Υπουργείου: • Οργάνωση-Προσωπικό • Οικονομικοί Επίτροποι/Έφοροι • Δάση • Ορυκτά • Αλυκές • Αλιεία-Ιχθυοτροφεία • Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο • Τελωνεία»,
  4. «Οι κήποι της Αθήνας στην εποχή του Όθωνα Σάββατο, 17 Δεκέμβριος 2011, πηγή www.monumenta.org». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2012. 
  5. Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης, 25 Ιανουαρίου 2011, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2012
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 φον Τσέντνερ, 1860
  7. 7,0 7,1 Ελληνικά νομίσματα / χαρτονομίσματα -> Ελληνικά νομίσματα -> Όθωνας (1832 - 1863), Π.Ν.Ε. Πανελλήνιος Νομισματική Ένωσις
  8. Exhibitions of Greek Medals at Princeton University Library
  9. Leonard Forrer: Biographical dictionary of medallists: coin, gem, and sealengravers, mint-masters, &c., ancient and modern, with references to their works B.C. 500-A.D. 1900 (Volume 3)
  10. «Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, "Medallion of Palaion Patron Germanos by K. Lange"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2012. 
  11. ΦΕΚ A 19/1839, Διαταγή του Στρατού Αριθμ. VIII, Απονομαί του Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος
  12. Το Παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο στην Αθήνα, σελ.68, www.archaiologia.gr «Ο άνω όροφος (του Εθνικού Τυπογραφείου) εχρησιμοποιείτο αρχικά από το Τυπογραφείο και είχε παραχωρηθεί στον Καρπούνη για κατοικία όταν του ανετέθη η διεύθυνση του Τυπογραφείου αμισθί όταν ήταν ήδη διευθυντής του Νομισματοκοπείου το 1844»