Βαρκαρόλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η βαρκαρόλα, ή βαρκαρόλλα (από την ιταλική λέξη barca = βάρκα), ή επί το ελληνικότερο λεμβωδία, είναι είδος τραγουδιού ή οργανικής μουσικής, που συσχετίζεται με τη βαρκάδα, ειδικότερα δε αυτήν σε βενετσιάνικη γόνδολα. Από το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής, ξεχωρίζει η βαρκαρόλα από την όπερα "Τα Παραμύθια του Χόφμαν" του Ζακ Όφενμπαχ, καθώς και η "Βαρκαρόλα σε φα δίεση μείζονα", έργο για πιάνο του Φρεντερίκ Σοπέν.

Το κύριο χαρακτηριστικό της βαρκαρόλας δεν είναι άλλο από τη ρυθμική αγωγή της, η οποία σχεδόν απαρέγκλιτα είναι σε μέτριας ταχύτητας 6/8, θυμίζοντας το λίκνισμα της γόνδολας κατά την κωπηλασία. Αν και το είδος ήταν γνωστό κατά τον 18ο αιώνα, τα πλέον γνωστά δείγματα προέρχονται από τη Ρομαντική περίοδο. Καθώς η θεματολογία της υπήρξε ιδιαίτερα πρόσφορη για τα οπερατικά κείμενα της εποχής (λιμπρέτι), οι άριες σε ύφος βαρκαρόλας αποτελούν σημαντικό μέρος των οπερατικών έργων του Ρομαντισμού. Πλήθος συνθετών, όπως ο Τζοακίνο Ροσσίνι, ο Βάγκνερ, ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι κ.α., έχουν ενσωματώσει λεμβωδίες στα έργα τους, ιδιαιτέρως σε σκηνές που σχετίζονται με τη Βενετία, ή τις βαρκάδες εν γένει. Από την οργανική μουσική, ξεχωρίζουν οι βαρκαρόλες του Φέλιξ Μέντελσον και του Τσαϊκόφσκι, καθώς και άλλα έργα γραμμένα τόσο για σολιστικά όργανα όσο για ορχήστρα. Στον 20ο αιώνα το είδος μεταπήδησε από την όπερα στο μιούζικαλ, μέσα από τα ευρύτερα γνωστά έργα του Τζωρτζ Γκέρσουιν, του Λέοναρντ Μπερνστάιν του Στέφεν Σόντχάιμ κ.α.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Brown M., "Barcarolle", The New Grove Dictionary of Music and Musicians ed. Stanley Sadie, Λονδίνο 1995