Βαθύ κόκκινο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαθύ κόκκινο
ΣκηνοθεσίαΝτάριο Αρτζέντο
ΠαραγωγήΣαλβατόρε Αρτζέντο
ΣενάριοDario Argento, Bernardino Zapponi
ΠρωταγωνιστέςΝτέιβιντ Χέμμινγκς, Daria Nikolodi, Gabriele Lavia, Macha Meril, Clara Calamai
ΜουσικήGoblin, Giorgio Gaslini
ΦωτογραφίαΛουίτζι Κουβέιλλερ
ΜοντάζΦράνκο Φρατιτσέλι
ΕνδυματολόγοςElena Mannini
Εταιρεία παραγωγήςCineriz
ΔιανομήCineriz και Netflix
Πρώτη προβολή1975
Κυκλοφορία1975
Διάρκεια126'
ΠροέλευσηΙταλία
Γλώσσαιταλικά

Το "Βαθύ Κόκκινο" είναι ιταλική ταινία τρόμου του 1975, σε σκηνοθεσία του Ντάριο Αρτζέντο και σενάριο του Ντάριο Αρτζέντο και του Μπερναρντίνο Τσαππόνι (Bernardino Zapponi). Η κινηματογράφηση έγινε από τον Luigi Kuveiller και η μουσική γράφτηκε από τον Giorgio Gaslini και τους Goblin. Μολονότι η ταινία δεν σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αναγνωρίζεται ως η διασημότερη «giallo» όλων των εποχών.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία αρχίζει με μια σκηνή φόνου, που παρεμβάλλεται στους τίτλους αρχής: δύο όρθιες σκιές παλεύουν, η μια μαχαιρώνει επανειλημμένα την άλλη, μέχρι εκείνη να σωριαστεί κάτω και ξαφνικά ένα μαχαίρι εμφανίζεται μπροστά στα πόδια ενός παιδιού. Όλη η σκηνή συνοδεύεται από ένα παιδικό τραγούδι.

Αρχικά γνωρίζουμε το Μαρκ, πρωταγωνιστή της ταινίας, με την ιδιότητα του καθηγητή μουσικής, κατά τη διάρκεια μιας πρόβας. Η πλοκή αρχίζει σε μια αίθουσα διαλέξεων, κατά την οποία το μέντιουμ Έλγκα Ούλμαν ανακτά επαφή με ένα "διαβολικό νου", που "έχει σκοτώσει και θα σκοτώσει ξανά". Το μέντιουμ διαβάζει ανακατεμένες σκέψεις: "Θάνατος", "Αίμα", "Εκείνο το τραγουδάκι", "Θα τα κρύψουμε όλα", "Ξέχασέ τα όλα, για πάντα". Την ίδια στιγμή, ένας θεατής αποχωρεί από την αίθουσα. Αργότερα, η Έλγκα εξομολογείται στο συνεργάτη της, το Δρ. Τζιορντάνι, ότι το συναίσθημα ήταν τόσο δυνατό και ξεκάθαρο, που πλέον γνωρίζει ακόμα και ποιο είναι το εν λόγω άτομο. Όμως, οι δύο συνεργάτες δεν είναι μόνοι τους... Κάποιος παρακολουθεί τη συνομιλία τους και... λίγο αργότερα σκηνές με μαχαίρια, εγχειρίδια και αποκρουστικές κούκλες κατακλύζουν την οθόνη. Κάποιος ετοιμάζεται για φόνο!

Αργότερα, στο σπίτι της Έλγκα την ακούμε να συνομιλεί στα γερμανικά με κάποιον συνεργάτη της, όμως... η συνομιλία τους διακόπτεται και σίγουρα δεν ευθύνεται γι' αυτό η κούραση του μέντιουμ: ένα παιδικό τραγούδι ακούγεται υποβλητικά και αμέσως κάποιος χτυπά το κουδούνι της Έλγκα. Είναι ο δολοφόνος της, ο οποίος αρχικά την ακινητοποιεί, ακολούθως παίρνει τις σημειώσεις της, όπου είχε καταγράψει την εμπειρία της διάλεξης και ακολούθως της τσακίζει το κρανίο με μια τσεκουριά. Αυτόπτης μάρτυρας του χτυπήματος, από το πεζοδρόμιο, είναι ο Μαρκ (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μένει στο ακριβώς πάνω διαμέρισμα από την Έλγκα), που μόλις πριν λίγο συνομιλούσε με τον αλκοολικό φίλο του και πιανίστα Κάρλο, ο οποίος εργάζεται σε ένα συνοικιακό μπαρ. Ο Μαρκ τρέχει στο διαμέρισμα και διασχίζοντας ένα διάδρομο γεμάτο παράξενες εικόνες, φτάνει στο άψυχο σώμα της Έλγκα. Κοιτάζοντας στο δρόμο, βλέπει μια φιγούρα με παλτό και καπέλο να απομακρύνεται, περνώντας απέναντι από το μπαρ του Κάρλο.

Η αστυνομία έρχεται αμέσως και ο Μαρκ κατακλύζεται από μια αμφιβολία, μιας και αισθάνεται ότι όταν μπήκε για πρώτη φορά στο διαμέρισμα της Έλγκα είδε έναν πίνακα, ο οποίος, όμως, τώρα λείπει. Ο επιθεωρητής της αστυνομίας τον βεβαιώνει ότι κατά την έρευνα δεν αγγίζεται το οτιδήποτε, παρόλα αυτά ο Μαρκ πιστεύει ότι ο πίνακας δεν είναι προϊόν της φαντασίας του και μάλιστα προσπαθεί να τον ανασυνθέσει. Σύντομα καταφθάνει και η Τζιάνα, αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα, η οποία καταφέρνει να τραβήξει μια φωτογραφία του Μαρκ, πριν αυτός επιβιβαστεί σε ένα περιπολικό για το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα. Την επομένη, η φωτογραφία του θα κοσμεί το πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας με το σχόλιο "Είδα το δολοφόνο"...

Η ανάκριση τελειώνει αργά και όταν ο Μαρκ επιστρέφει στο σπίτι του, το μπαρ έχει κλείσει και ο Κάρλο είναι απ' έξω, σε πολύ κακή κατάσταση, πολύ μεθυσμένος και έτοιμος να καταρρεύσει. Ο Μαρκ τού διηγείται τα καθέκαστα, τα οποία ο Κάρλο ακούει χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Προσέχει, όμως, ιδιαίτερα την ιστορία με τον πίνακα, λέγοντας στο Μαρκ ότι είτε πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, που ο δολοφόνος εξαφάνισε, είτε ότι απλώς τον φαντάστηκε.

Ο Μαρκ ξανασυναντά τη Τζιάνα στην κηδεία της Έλγκα. Η Τζιάνα είναι ιδιαίτερα φιλόδοξη και προσπαθεί μέσω της υπόθεσης να ανελιχθεί επαγγελματικά, μη διστάζοντας να προκαλέσει ερωτικά το Μαρκ προκειμένου να τη βοηθήσει. Ακολούθως, μαζί με τον Τζιορντάνι και το Δρ. Μπάρντι, έναν άλλο συνεργάτη της Έλγκα, αναπαριστούν τη σκηνή της διάλεξης. Αναφέρεται ότι, καθώς η Έλγκα είχε ανακτήσει επαφή με το "διαβολικό νου", κάποιος αποχώρησε από την αίθουσα, αλλά καθώς η πλατεία ήταν σκοτεινή, δεν είδαν το πρόσωπό του.

Αναζητώντας τον Κάρλο, ο Μαρκ επισκέπτεται το σπίτι του, όπου γνωρίζει τη μητέρα του Μάρθα. Η Μάρθα είναι μια συμπαθέστατη ηλικιωμένη ηθοποιός, που πρόωρα εγκατέλειψε την καριέρα της και βρίσκεται σε σύγχυση. Με κόπο ο Μαρκ καταφέρνει να μάθει που βρίσκεται ο Κάρλο: βρίσκεται στο σπίτι του φίλου του, Μάσιμο Ρίτσι. Όταν ο Μάρκ επισκέπτεται το σπίτι του Ρίτσι, διαπιστώνει ότι ο Κάρλο είναι ομοφυλόφιλος και διατηρεί σχέση με το Ρίτσι. Οι Μαρκ και Κάρλο φεύγουν μαζί προς το μπαρ και πλέον ο Μαρκ γίνεται πιεστικός, προσπαθώντας να ανασυνθέσει μαζί με τον Κάρλο τη σκηνή του φόνου. Ο Κάρλο δεν ασχολείται με το φόνο καθ' αυτό, αλλά εφιστά την προσοχή του Μαρκ, λέγοντάς του πως είναι επικίνδυνο να τα βάλει με ένα δολοφόνο.

Ο Μαρκ τώρα εργάζεται στο πιάνο του, πάνω σε μια σύνθεση. Σύντομα διαπιστώνει ότι δεν είναι μόνος του, μιας και "κάποιος" περπατά στους διαδρόμους της πολυκατοικίας. Η αίσθηση φόβου επιτείνειται, καθώς ακούγεται από το βάθος το παιδικό τραγουδάκι... Ο Μαρκ είναι φανερά ανήσυχος και όταν η πόρτα του σπιτιού του ανοίγει, προσπαθεί να αμυνθεί με ένα αγαλματίδιο. Την τελευταία στιγμή, χτυπά το τηλέφωνό του και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να κλειδωθεί στο δωμάτιό του. Τον έχει καλέσει η Τζιάννα, όμως πίσω από την κλειστή πόρτα μια απειλητική φωνή είναι σαφής: "την επόμενη φορά θα σε σκοτώσω". Μερικές στιγμές αργότερα, ο Μαρκ βλέπει από το παράθυρό του να απομακρύνεται η ίδια σκοτεινή φιγούρα με το παλτό.

Ο Μαρκ έχει πια αντιληφθεί ότι η ζωή του είναι σε κίνδυνο και αποφασίζει να δράσει. Συναντιέται με τους Τζιορντάνι και Μπάρντι, οι οποίοι του εξηγούν ότι πιθανόν το τραγουδάκι να αποτελεί μέρος ενός παλιού ψυχικού "τραύματος" και πως είναι απαραίτητο για το δολοφόνο, ώστε αυτός να "ανασυνθέσει" την εικόνα του παρελθόντος και να σκοτώσει ξανά. Ο Μπάρντι θυμάται πως στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη της πόλης υπάρχει ένα βιβλίο με θρύλους, ένας από τους οποίους συνδέεται με το τραγουδάκι. Ο Μαρκ, χωρίς να χάσει χρόνο, επισκέπτεται τη Βιβλιοθήκη και διαβάζει: "Σε μια βίλα κοντά στη Ρώμη, παρατηρήθηκε ένα παράξενο γεγονός. Ένα βράδυ, ένας κυνηγός που είχε ξυπνήσει πριν από την αυγή, άκουσε τη φωνή ενός παιδιού, να τραγουδάει μια παιδική μελωδία με διαπεραστική φωνή. Λίγο μετά η φωνή σταμάτησε και ακούστηκαν κραυγές και λυγμοί. Το περίεργο ήταν ότι οι ήχοι προέρχονταν από μια βίλα εντελώς κλειστή και ακατοίκητη. Ο κυνηγός, όταν ξημέρωσε, ανέφερε την εμπειρία του στους φίλους του, οι οποίοι τον προέτρεψαν να πάει στην αστυνομία. Αλλά όταν οι αστυνομικοί ήρθαν στο σπίτι, το βρήκαν, όπως έχουμε πει, έρημο και ερμητικά σφραγισμένο. Μερικές νύχτες αργότερα, δύο φίλοι που περνούσαν από το σπίτι αργά το βράδυ, άκουσαν αλλόκοτες φωνές και λυγμούς. Επειδή επέστρεφαν από ένα μεγάλο γλέντι, φοβήθηκαν και έφυγαν μακριά. Και σε αυτή την περίπτωση, οι φωνές ακούγονταν από την εγκαταλελειμμένη βίλα. Στο χωριό άρχισαν να μιλούν με φόβο για τις μυστηριώδεις φωνές, αν και πολλοί πίστευαν ότι όλα ήταν αποκύημα της φαντασίας των δύο μεθυσμένων..." Ο Μαρκ, κρυφά από τον επιστάτη της βιβλιοθήκης, σκίζει τη φωτογραφία της βίλας, δεν ξέρει, όμως, ότι "κάποιος" τον παρακολουθεί... Είναι ο ίδιος που θα φορέσει τα μαύρα γάντια και θα ετοιμαστεί ξανά για φόνο.

Η Τζουλιάνα Καλάντρα σε μια διάσημη σκηνή από την ταινία.

Ο Μαρκ καταφέρνει να μάθει το όνομα της συγγραφέως του βιβλίου: λέγεται Αμάντα Ριγκέτι. Η Αμάντα ζει σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή, εξυπηρετούμενη από μια ηλικιωμένη οικιακή βοηθό, την Ελβίρα. Όταν η Ελβίρα φεύγει με το λεωφορείο και η Αμάντα ξαναμπαίνει στο σπίτι της, διαπιστώνει έντρομη ότι "κάποιος" έχει μπει μέσα και την τρομοκρατεί: πρώτα βρίσκει κρεμασμένη μια παιδική κούκλα, έπειτα όλα τα φώτα σβήνουν και οι πόρτες κλειδώνουν και στο τέλος ακούγεται καθαρά το τραγουδάκι. Η Αμάντα καταλαβαίνει αμέσως ότι πρόκειται για το "φάντασμα" της βίλας, όμως πια δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα. Ο δολοφόνος την αναισθητοποιεί με ένα χτύπημα και την αποτελειώνει βυθίζοντας το κεφάλι της μέσα σε βραστό νερό μπανιέρας. Λίγο πριν ξεψυχήσει, η Αμάντα προσπαθεί να γράψει με το δάχτυλό της "κάτι" στα γεμάτα ατμό πλακάκια του λουτρού της.

Όταν ο Μαρκ φτάνει στο σπίτι της Αμάντα είναι πια νύχτα. Βρίσκοντάς τη νεκρή και τόσο φρικτά κακοποιημένη, αισθάνεται περικυκλωμένος, μιας και είναι σίγουρος ότι η αστυνομία θα συνδέσει την παρουσία του με τους δύο φόνους. Αποφασίζει, λοιπόν, να μη μιλήσει στις Αρχές, προσέχει όμως ότι η στάση του πτώματος της Αμάντα είναι αφύσικη: ήταν σαν να ήθελε να δείξει "κάτι" στα πλακάκια... Ο Μαρκ μοιράζεται αυτή την παράξενη πληροφορία με τον Τζιορντάνι, ο οποίος επισκέπτεται το σπίτι της Αμάντα. Εκεί συναντά την Ελβίρα και βλέποντας το ίχνος του σώματος μπαίνει αμέσως στο νόημα. Ανοίγει όλες τις βρύσες κατακλύζοντας το χώρο με ατμό και σύντομα στα πλακάκια αποκαλύπτεται το σημείωμα της Αμάντα: "ήταν...". Ο Τζιορντάνι πια γνωρίζει το δολοφόνο...

Παράλληλα, ο Μαρκ, εφοδιασμένος με τη φωτογραφία της βίλας, που είχε αφαιρέσει από το βιβλίο, προσπαθεί να προσδιορίσει τη θέση του εν λόγω κτηρίου. Το μόνο χαρακτηριστικό είναι τα φυτά του κήπου και βάσει αυτών καταφέρνει, μέσω του γεωπόνου που τα φρόντιζε, να προσδιορίσει τη διεύθυνση της βίλας. Η βίλα εντοπίζεται και ο Μαρκ έρχεται σε επαφή με τον επιστάτη. Εκείνος τον ενημερώνει πως το σπίτι ανήκε στο (νεκρό σήμερα, λόγω ατυχήματος) Καρλ Σβάρτς, ο οποίος το αγόρασε το 1963, παρά τη φήμη που υπήρχε πως ήταν στοιχειωμένο, ως πολύ καιρό ακατοίκητο. Η Όλγα, η κόρη του επιστάτη, ένα κορίτσι που του αρέσει να κακομεταχειρίζεται τα ζώα, συνοδεύει το Μαρκ ως την πύλη της βίλας, όμως δεν τολμάει να μπει μέσα. "Πρόσεξε, μέσα υπάρχουν φαντάσματα" λέει στο Μαρκ, καθώς αυτός ανεβαίνει μια πολυτελή μαρμάρινη σκάλα.

Το σπίτι είναι όντως εγκαταλελειμμένο από χρόνια. Η σύνδεση με το ηλεκτρικό ρεύμα έχει διακοπεί και σκόνες, αράχνες και σκουπίδια κυριαρχούν στο άλλοτε αρχοντικό. Ο Μαρκ μπαίνει στα δωμάτια, χωρίς να μπορεί να βρει κάτι ενδιαφέρον. Μόνο ένα στοιχείο στον πάνω όροφο της βίλας του κεντρίζει την προσοχή: είναι ένας διάδρομος που φαίνεται να μην καταλήγει πουθενά. Παράλληλα, ένα παράθυρο ανοίγει "τυχαία" από τον αέρα... Η αναζήτηση του Μαρκ γίνεται πιο προσεχτική και το εύρημα αποκαλύπτεται πίσω από έναν φθαρμένο σοβά. Στον τοίχο ενός δωματίου είναι καλυμμένη μια παράξενη ζωγραφιά ενός άνδρα, χτυπημένου από μαχαίρι. Το μαχαίρι το κρατάει με θριαμβευτικό ύφος ένα παιδί, πίσω από το οποίο υψώνεται ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η αναζήτηση του Μαρκ δε φέρνει κάποιο άλλο αποτέλεσμα, αναγκάζοντάς τον να ψάχνει ως τη νύχτα, κινδυνεύοντας να χάσει το μάτι του από την πτώση του τζαμιού του παραθύρου που "τυχαία" είχε προηγουμένως ανοίξει. Κατά τα άλλα η αναζήτηση αποβαίνει άκαρπη και ο Μαρκ αποχωρεί άπραγος. Αν έμενε για λίγα ακόμα λεπτά, θα προλαβαίνει να προσέξει ότι πίσω από το φθαρμένο σοβά κρυβόταν ένα μέρος της ζωγραφιάς που δεν το γνώριζε: ένα τρίτο πρόσωπο.

Ο Τζιορντάνι τηλεφωνεί επίμονα στο Μαρκ, αλλά αυτός απουσιάζει από το σπίτι του, ευρισκόμενος στη βίλα. Σύντομα, ο Τζιορντάνι θα καταλάβει ότι δεν είναι μόνος του... Ακατανόητοι θόρυβοι και μια παιδική μαριονέτα τον προϊδεάζουν για το βασανιστικό του θάνατο με μαχαίρι, αφού πρώτα ο δολοφόνος τον τραυματίσει επανειλημμένα στο στόμα, χτυπώντας το κεφάλι του σε μαρμάρινες γωνίες. Ο φόνος του Τζιορντάνι δεν αργεί να μαθευτεί και ο Μαρκ νιώθει να βρίσκεται αλήθεια σε κίνδυνο, συνειδητοποιώντας ότι ο δολοφόνος βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά του.

Μια τυχαία παρατήρηση, όμως, τον προκαλεί να επισκεφτεί ξανά τη βίλα. Εκεί συνειδητοποιεί ότι η βίλα της φωτογραφίας διαθέτει ένα παράθυρο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ή μήπως υπήρχε και τώρα έχει χτιστεί; Μήπως ο διάδρομος που φαινόταν να μην οδηγεί πουθενά, στην πραγματικότητα οδηγεί σε ένα χτισμένο δωμάτιο; Ο Μαρκ είναι αποφασισμένος: εφοδιασμένος με ένα σκεπάρνι, κατεδαφίζει τον πρόχειρα χτισμένο τοίχο. Η εργασία είναι πολύ εύκολη και το μακάβριο εύρημα εντοπίζεται: ένα πτώμα σε κατάσταση σήψης βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο Μαρκ το κοιτάζει έντρομος και καθώς απομακρύνεται, κάποιος τον χτυπά στο κεφάλι και τον αναισθητοποιεί. Ο Μαρκ ξυπνάει λίγο αργότερα, έξω από τη φλεγόμενη βίλα. Δίπλα του βρίσκεται η Τζιάννα! Από εκείνη μαθαίνει ότι τον αναζήτησε μέσα στις φωτιές και ότι τον έβγαλε έξω λιπόθυμο. Αργότερα, στο σπίτι του επιστάτη, ο Μαρκ έκπληκτος διαπιστώνει ότι η Όλγα διαθέτει ένα κακέκτυπο "αντίγραφο" της ζωγραφιάς στη βίλα. Ο Μαρκ καταφέρνει να μάθει ότι η Όλγα εμπνεύστηκε τη ζωγραφιά από μια αντίστοιχη που είχε δει στο αρχείο του σχολείου Leonardo da Vinci, στο οποίο φοιτεί.

Αμέσως ο Μαρκ και η Τζιάννα πηγαίνουν στο σχολείο, παραβιάζουν την πόρτα και αναζητούν τη ζωγραφιά. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησής τους, η Τζιάννα, με την εξήγηση ότι κάτι άκουσε, αφήνει το Μαρκ μόνο του, προκειμένου να καλέσει την αστυνομία. Δεν είχε άδικο... κάποιος βρίσκεται στο κτήριο.

Ο Μαρκ καταφέρνει να βρει τη ζωγραφιά και να μάθει ποιος είναι ο δημιουργός της. Πανικόβλητος προσπαθεί να βρει τη Τζιάννα, όντας βέβαιος ότι στο σχολείο δεν είναι μόνος του. Τελικά, τη βρίσκει μαχαιρωμένη με ένα μικρό στιλέτο στην κοιλιακή χώρα. Ποιος, όμως, είναι ο ζωγράφος; Μάλλον είναι αυτός που τους κυνηγά. Και είναι ο ίδιος που μαχαίρωσε τη Τζιάννα; Ο επιστάτης στέλνει την αστυνομία στο σχολείο, ταυτόχρονα με τη συνάντηση του Μαρκ με το ζωγράφο: είναι ο φίλος του ο Κάρλο! Χωρίς να παραδεχτεί κάτι και οπλοφορώντας, ο Κάρλο σε κατάσταση παροξυσμού, τον κατηγορεί για την εμπλοκή του στην υπόθεση. Για καλή τύχη του Μαρκ, η αστυνομία τον σώζει την τελευταία στιγμή. Ο Κάρλο καταφέρνει να ξεφύγει, όμως παρασύρεται από ένα φορτηγό και βρίσκει τραγικό θάνατο.

Η κατάσταση της Τζιάννα δεν εμπνέει ανησυχία και ο Μαρκ επιστρέφει στη γειτονιά του. Η εμπλοκή του Κάρλο στο φόνο της Έλγκα του φαίνεται εντελώς παράλογη, μιας και εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί του. Τότε;... Αποφασισμένος ο Μάρκ ανεβαίνει στο διαμέρισμα, παραβιάζει τη σφραγισμένη πόρτα και αρχίζει να ψάχνει για τον πίνακα που έλειπε. Έκπληκτος διαπιστώνει ότι ο πίνακας δεν υπήρξε ποτέ: αυτό που στην πραγματικότητα είδε, καθώς έτρεχε προς το πτώμα της Έλγκα ήταν η αντανάκλαση σε έναν καθρέφτη ενός πίνακα, μπροστά στον οποίο καθόταν ο δολοφόνος. Άρα, ο Μαρκ είχε δει το πρόσωπο του δολοφόνου...

Και ο δολοφόνος είναι εδώ. Ο Μαρκ αιφνιδιάζεται όταν διαπιστώνει ότι πίσω του βρίσκεται η Μάρθα, η μητέρα του Κάρλο, κρατώντας ένα τσεκούρι. Σε πλήρη σύγχυση, η Μάρθα του αποκαλύπτει ότι σκότωσε τον πατέρα του Κάρλο, όταν εκείνος ήταν νήπιο, προκειμένου να μην εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως εκείνος επίμονα της ζητούσε. Ο φόνος έγινε μπροστά στα μάτια του Κάρλο, την ώρα που το γραμμόφωνο έπαιζε το παιδικό τραγουδάκι. Η Μάρθα καταφέρνει να τραυματίσει τον Μαρκ με το τσεκούρι στον ώμο, όμως εκείνος την απωθεί προς ανοιχτό μεταλλικό φρέαρ του ασανσέρ. Εκεί το κολιέ της Μάρθα εμπλέκεται στο μεταλλικό πλέγμα και ο Μαρκ προλαβαίνει να ενεργοποιήσει το ασανσέρ, το οποίο παρασέρνει το κολιέ της Μαρκ και της προκαλεί αποκεφαλισμό. Ο θάλαμος του ασανσέρ κατέρχεται ως το υπόγειο, η αλυσίδα ακόμα στάζει αίμα και ο Μαρκ μένει να αντικατοπτρίζεται στη λίμνη αίματος της Μάρθα, σε φόντο βαθύ κόκκινο.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • David Hemmings: Μαρκ
  • Daria Nicolodi: Τζιαννα
  • Macha Méril: Έλγκα
  • Clara Calamai: Μάρθα
  • Gabriele Lavia: Κάρλο
  • Eros Pagni: επιθεωρητής Καλκαμπρίνι
  • Giuliana Calandra: Αμάντα
  • Piero Mazzinghi: Δρ. Μπάρντι
  • Glauco Mauri: Δρ. Τζιορντάνι
  • Aldo Bonamano: πατέρας του Carlo
  • Liana Del Balzo: Ελβίρα
  • Geraldine Hooper: Μάσιμο Ρίτσι
  • Jacopo Mariani: νεαρός Κάρλο
  • Nicoletta Elmi: Όλγα

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η βίλα είναι υπαρκτό κτήριο. Ονομάζεται Villa Scott, κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Pietro Fenoglio και βρίσκεται στο Τορίνο (Corso Giovanni Lanza, 57). Τώρα χρησιμοποιείται ως κατοικία, αλλά το 1975 ανήκε στην Εκκλησία και μάλιστα τα γυρίσματα σε αυτή έγιναν κατά τη διάρκεια θερινών διακοπών των μοναχών και των μαθητριών.
  • Με εξαίρεση την πρώτη σκηνή της ταινίας, καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο David Hemmings φοράει τα ίδια ρούχα (λευκό παντελόνι και μαύρο πουκάμισο)
  • Τα χέρια του "δολοφόνου" στην πραγματικότητα είναι τα χέρια του ίδιου του Dario Argento.
  • Το βασικό μουσικό θέμα και το θέμα των φόνων αποτελεί σύνθεση του συγκροτήματος Goblin, ενώ το παιδικό τραγουδάκι και τα θέματα της βίλας γράφτηκαν από το Giorgio Gaslini.
  • Η ταινία διαδραματίζεται σε χρόνο 4 ημερών:
    • την 1η ημέρα πραγματοποιείται η διάλεξη και ο φόνος της Έλγκα
    • τη 2η ημέρα και νύχτα πραγματοποιείται η συνάντηση του Μαρκ με τη Μάρθα και η εισβολή του δολοφόνου στο σπίτι του Μαρκ.
    • την 3η ημέρα και νύχτα πραγματοποιείται ο φόνος της Αμάντα και η εύρεση του πτώματός της από το Μαρκ.
    • την 4η ημέρα και νύχτα πραγματοποιούνται η αναζήτηση στη βίλα, ο φόνος του Τζιορντάνι, ο εντοπισμός του χτισμένου δωματίου, η αναζήτηση στο σχολείο, ο τραυματισμός της Τζιάνα και ο θάνατος της Μάρθα.
  • Το σχόλιο του Άλφρεντ Χίτσκοκ για την ταινία και το σκηνοθέτη της ήταν: "αυτός ο νεαρός Ιταλός αρχίζει να με τρομάζει"

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]