Ατζαμί ογλάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄, ο δημιουργός των νεοσυλλέκτων Ατζαμί ογλάν.

Ατζαμί ογλάν και κατά παραφθορά ατζεμογλάν ονομάζονταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα αγύμναστα παιδιά και κυρίως οι νεοσύλλεκτοι γενίτσαροι. Το όνομά τους προέρχεται εκ της αραβικής λέξης Ατζέμ + ογλάν (= απροπαίδευτα παιδιά)

Κατά τον τότε περί στρατολογίας των γενιτσάρων (του "παιδομαζώματος") νόμο (λεγόμενος ντεβσουρμέ) που θεσπίστηκε από τον Σουλτάνο Μουράτ Α΄ οι "εξ αιχμαλώτων ή εξ Ελλήνων" (και Βοσνίων, Αλβανών, Βουλγάρων και Αρμενίων) στρατολογούμενοι (επί το πλείστον χριστιανοί) ή από Τούρκους τοπάρχες και Μουσουλμάνους φίλους των Σουλτάνων ή επίσης φίλων ηγεμόνων από τους οποίους προσφέρονταν ως δώρα νεαροί παίδες, οι λεγόμενοι ατζαμί ογλάν έπρεπε να περάσουν αρκετά στάδια (χρόνια) εκπαίδευσης ως δόκιμοι σε στρατώνες και σε ειδικά μέρη εκγύμνασης προκειμένου ασκούμενοι συνεχώς ν΄ αποκτήσουν την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις με έμφαση στη τουρκική γλώσσα και θρησκεία άνευ των οποίων δεν θα μπορούσαν ν΄ αποτελέσουν μέρος δύναμης του προνομιούχου αυτού σώματος.

Οι Ατζαμί ογλάν διέμεναν σε ιδιαίτερους στρατώνες που ο αρθιμός τους άρχιζε ν΄ αυξάνει ιδίως μετά τη κατάληψη της Ανδριανούπολης (1361). Στην αρχή στους στρατώνες αυτούς στέλνονταν η αναλογούσα προς τον Σουλτάνο μερίδα που αντιστοιχούσε στο 1/5 των εκάστοτε αιχμαλώτων εξ αυτών γινόταν η επιλογή και οι υπόλοιποι μοιράζονταν σε άλλα μέρη. Ιδιαίτεροι δάσκαλοι δίδασκαν σ΄ αυτούς περί των στρατιωτικών αλλά και διάφορες άλλες τέχνες εθίζοντας αυτούς στη πειθαρχία και στις κακουχίες. Άλλωστε ο νόμος "ντεβσουρμέ" όριζε ΄πως θα πρέπει να προτιμώνται εύρωστα ρωμαλέα και ισχυρά στη κράση παιδιά, και βεβαίως τέτοια παιδιά ήταν περισσότερο των Χριστιανών που δούλευαν στα χωράφια και στη κτηνοτροφία παρά των Οθωμανών.

Ελληνόπουλα Ατζαμί ογλάν εποπτευόμενα σε μουσουλμανικό τέμενος, Jean Léon Gérôme, 1865

Έτσι στο τέλος της εκπαίδευσης οι καταρτιζόμενοι Ατζαμί ογλάν δεν κατατάσσονταν μόνο στο σώμα των γενιτσάρων. Οι καλλίτεροι εξ αυτών απόσπονταν σε υπηρεσίες των ανακτόρων όπου υπήρχαν γι΄ αυτούς πέντε σχολές - στρατόπεδα (οντάδες). Άλλοι στέλνονταν στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας (τοπαρχίες ή Εγιαλέτια), άλλοι στα Σουλτανικά αγροκτήματα και τέλος άλλοι προσφέρονταν για υπηρεσίες ως υπαξιωματικοί εκπαίδευσης στους στρατιωτικούς τιμαριούχους και στους Ζαΐμηδες (=προκρίτους).

Οι αποσπώμενοι στ΄ ανάκτορα και στους κήπους ή μποστάνια αυτών αναλάμβαναν κηπουροί και λέγονταν "Μποσταντζήδες" ή φύλακες παρά του "Μποσταντζή-μπασή" (= αρχικηπουρού). Βαθμιαία από τους μποσταντζήδες δημιουργήθηκε η σουλτανική ανακτορική φρουρά που διενεργούσε αστυνόμευση και φύλαξη των ανακτόρων. Άλλοι ατζαμί ογλάν χρησιμοποιούνταν ως λεμβούχοι και κωπηλάτες στα "καντυργά" (κάτεργα) του αυτοκρατορικού οίκου για τη μεταφορά καυσόξυλων. Επίσης πολλοί ατζαμί ογλάν χρησιμοποιήθηκαν και ως κτίστες που διακρίθηκαν ως μάστορες στις οικοδομές της Χασεκή Σουλτάνας, του Σουλτάνου Σουλεϊμάν τόσο ώστε ο ίδιος όρισε σ΄ αυτούς επίδομα 5 άσπρων (γρόσια) μηνιαίως για την υπόδησή τους (το λεγόμενο παπούτς παρασή).

Από τους Ατζαμί ογλάν 600 περίπου απασχολούνταν κατ΄ έτος στο ναύσταθμο για τις επισκευές των πλοίων διατηρώντας δύο στρατώνες, ένα στο Κουρσουνλού Χαν (σημερινή προκυμαία του Γαλατά), και το άλλο στο Κιουρκτσιλέρ-καπουσού (πλησίον της γέφυρας Γαλατά, στον Κεράτιο κόλπο, όπου υπήρχαν μέχρι το 1960 τα "κιουρεκτσίδικα" εργαστήρια κουπιών). Επίσης άλλοι συνόδευαν ως προσωπική φρουρά τον Αγά των Γενιτσάρων, και άλλοι παρέμεναν στ΄ ανάκτορα οι λεγόμενοι "Βαλτατζήδες" ή "Μπαλταντζήδες" (δηλαδή πελεκυφόροι), οι οποίοι δεν έφεραν πελέκεις αλλά ασχολούνταν ως θαλαμηπόλοι και βοηθοί μαγείρων οι οποίοι ήταν και οι περισσότερο έμπιστοι εξ αυτών.

Κατά τον Τούρκο ιστορικό Κουτσή Μπέη (ή Κουτσί-μπεη) οι εκ του παιδομαζώματος νεοσύλλεκτοι ατζαμί ογλάν φέρονταν στη Κωνσταντινούπολη ή σε άλλες κεντρικές πόλεις ενδεδυμένοι με χονδρό κόκκινο ύφασμα τον "Αμπά" και στη συνέχεια πωλούνταν από τους Αγάδες αντί δύο χρυσών νομισμάτων έκαστος. Στη συνέχεια μετά την εκγύμνασή τους κατατάσσονταν στις οντάδες ή ορτάδες των Γενιτσάρων. Οι ερχόμενοι από τις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας νέοι έμπαιναν στη πρωτεύουσα ως μακρά αλυσίδα κρατώντας ο ένας τον άλλον από την άκρη των ενδυμάτων τους με πρώτους τους μεγαλύτερους.

Όταν αργότερα ο θεσμός των Γενιτσάρων έχασε τον αρχικό χαρακτήρα του και στο σώμα στρατολογούνταν και Τούρκοι πάσης τάξης ελαττώθηκε σημαντικά και ο αριθμός των Ατζαμί ογλάν. Επειδή δε και οι λίγοι που είχαν απομείνει στ΄ ανάκτορα μάταια περίμεναν προαγωγές πολλές φορές παρασύρονταν σε στασιαστικά κινήματα εκ των οποίων σπουδαιότερο ήταν εκείνο επί Σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ στο κίνημα των "Τζελέπηδων" (=υπηρετών των ανακτόρων).
Το 1619 υπήρχαν 17.000 μισθοδοτούμενοι Ατζαμί ογλάν. Το 1700 μόλις 4100 που στοίχιζαν στη τότε Αυτοκρατορία περίπου 3.000.000 άσπρα ετησίως. Έτσι ο θεσμός αυτός βαθμιαία ξέπεσε αν και πολλοί εξ αυτών των Ατζαμί ογλάν κατόρθωσαν ν΄ ανέλθουν σε ύψιστα αξιώματα μέχρι ακόμη και του Μεγάλου Βεζύρη.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη τ.Στ΄, σ.58