Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασυνείδητη προκατάληψη ή ασυνείδητο στερεότυπο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη θεωρία κοινωνικής ταυτότητας (social identity theory), μια ασυνείδητη προκατάληψη ή ένα ασυνείδητο στερεότυπο, είναι η αντανακλαστική απόδοση συγκεκριμένων ιδιοτήτων από ένα άτομο σε ένα μέλος μιας κοινωνικής ομάδας (out group) εκτός αυτής που το άτομο αυτό ανήκει (in group). [1]

Τα ασυνείδητα στερεότυπα πιστεύεται ότι διαμορφώνονται από την εμπειρία και βασίζονται σε μαθημένους συσχετισμούς μεταξύ συγκεκριμένων ιδιοτήτων και κοινωνικών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένης της φυλής ή / και του φύλου. [2] Οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές των ατόμων μπορούν να επηρεαστούν από τα ασυνείδητα στερεότυπα που κατέχουν, ακόμα και αν μερικές φορές αγνοούν ότι κατέχουν τέτοιου είδους στερεότυπα. [3] Η ασυνείδητη προκατάληψη είναι μια πτυχή της σιωπηρής κοινωνικής γνώσης (social cognition): το φαινόμενο ότι οι αντιλήψεις, οι συμπεριφορές και τα στερεότυπα μπορούν να λειτουργήσουν πριν από τη συνειδητή πρόθεση ή έγκριση. [4] Η ύπαρξη ασυνείδητης προκατάληψης υποστηρίζεται από μια ποικιλία επιστημονικών άρθρων στην ψυχολογική βιβλιογραφία. [5] Το ασυνείδητο στερεότυπο ορίστηκε για πρώτη φορά από τους ψυχολόγους Μαζαριν Μπανατζι (Mahzarin Banaji) και Αντονι Γκρηνγουολντ (Anthony Greenwald) το 1995.

Τα ρητά στερεότυπα (explicit stereotypes), αντίθετα, υποστηρίζονται συνειδητά, εκ προθέσεως και μερικές φορές είναι ελεγχόμενες σκέψεις και πεποιθήσεις. [6]

Οι ασυνείδητες προκαταλήψεις, ωστόσο, πιστεύεται ότι είναι το προϊόν των συσχετίσεων που έχουμε μάθει μέσα από προηγούμενες εμπειρίες. [7] Οι ασυνέιδητες προκαταλήψεις μπορούν να ενεργοποιηθούν από το περιβάλλον και να λειτουργήσουν πριν από τη σκόπιμη συνειδητή έγκριση ενός ατόμου. [1] Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί ακούσια να σχηματίσει προκατάληψη προς όλα τα Πιτ Μπουλ ως επικίνδυνα ζώα. Αυτή η προκατάληψη μπορεί να σχετίζεται με μία δυσάρεστη εμπειρία στο παρελθόν, αλλά η πηγή του συσχετισμού μπορεί να είναι εσφαλμένη ή ακόμη και άγνωστη. Για παράδειγμα, αυτή η ασυνείδητή προκατάληψη μπορεί να εκδηλωθεί σε κάποιον όταν απορρίπτει μια πρόσκληση να αγγίξει το Πιτ Μπουλ κάποιου στο δρόμο, χωρίς να καταλάβαινει τον λόγο αυτής της αντίδρασης. [8] Η ασυνείδητη προκατάληψη μπορεί να επιμείνει ακόμη και όταν ένα άτομο απορρίπτει την προακτάληψη αυτή ρητά.

Προκατάληψη, συμπεριφορά, και στερεότυπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συμπεριφορές, τα στερεότυπα, και οι προκαταλήψεις είναι όλα παραδείγματα ψυχολογικών δομών. Οι ψυχολογικές δομές είναι ψυχικοί σθσχετισμοί που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα κάποιου ατόμου προς ένα άλλο άτομο ή μια ομάδα. Εάν το άτομο αγνοεί αυτές τις ψυχικές συσχετίσεις, τα στερεότυπα, ή οι προκαταλήψεις λέγεται ότι είναι ασυνείδητα.

Η προκατάληψη (Bias) ορίζεται ως πεποίθηση υπέρ ή κατά ενός πράγματος, ενός ατόμου ή μιας ομάδας σε σύγκριση με ένα άλλο, συνήθως με τρόπο που θεωρείται άδικη. Η προκατάληψη μπορεί να θεωρηθεί ως ο γενικός ορισμός που εκφράζει το πώς συσχετίζουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (συνήθως αρνητικά) με μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Οι «ασυνείδητες συμπεριφορές μας αντικατοπτρίζουν τη συνεχή έκθεση σε στερεοτυπικές απεικονίσεις μελών και αντικειμένων από όλα τις διαφόρες κατηγορίες: φυλετικές ομάδες, επαγγέλματα, γυναίκες, εθνικότητες, μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, ηθικές και πολιτικές αξίες κ.λπ.» [9]

Μια συμπεριφορά είναι μια κριτική αξιολόγηση ενός αντικειμένου, ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας. [10] Ένα άτομο διατηρεί μια συμπεριφορά ή χαρακτηρίζεται από αυτή. Οι ασυνείδητες συμπεριφορές είναι αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται χωρίς συνειδητή επίγνωση μιας συγκεκριμένης συμεπριφοράς.

Ένα στερεότυπο είναι η σύνδεση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας με ένα σύνολο χαρακτηριστικών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τόσο θετικά όσο και αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως οι Αφρικανοί Αμερικανοί είναι υπέροχοι στα αθλήματα ή οι Αφρικανοί Αμερικανοί είναι πιο βίαιοι από οποιαδήποτε άλλη φυλή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχουν πολλοί τύποι στερεοτύπων: φυλετικά, πολιτιστικά, σχετικά με το φύλο, με συγκεκριμένες ομάδες ατόμων (π.χ. Φοιτητές), τα οποία είναι πολύ προφανή στη ζωή πολλών ανθρώπων.

Η προκατάληψη (Prejudice) ορίζεται ως άδικη αρνητική στάση απέναντι σε μια κοινωνική ομάδα ή ένα μέλος αυτής της ομάδας. [11] Οι προκαταλήψεις μπορούν να προέρχονται από πολλά πράγματα που παρατηρούνται σε μια διαφορετική κοινωνική ομάδα, όπως (αλλά όχι μόνο): το βιολογικό φύλο (sex), το κοινωνικό φύλο (gender), τη φυλή / εθνικότητα ή τη θρησκεία. Σχετίζεται άμεσα με τα στερεότυπα, επειδή ένα στερεότυπο μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται απέναντι σε μια άλλη ομάδα, εξ ου και η προκατάληψη.

Μέθοδοι διερεύνησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει μια σαφής πρόκληση στη μέτρηση του βαθμού προκατάληψης κάποιου. Υπάρχουν δύο διαφορετικές μορφές προκατάληψης: η ασυνείδητη και η ρητή. Ωστόσο, οι δύο μορφές προκατάληψης είναι συνδεδεμένες. «Η ρητή προκατάληψη περιλαμβάνει τις συνειδητές μας συμπεριφορές που μπορούν να μετρηθούν με την αυτοαναφορά, η οποία όμως δίνει τη δυνατότητα σε κάποιο άτομο να υποστηρίξει ψευδώς πιο κοινωνικά επιθυμητές συμπεριφορές. Αν και οι ασυνείδητες προκαταλήψεις θεωρούνται ακούσιες συμπεριφορές που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης, ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να γνωρίζουν την επιρροή τους στη συμπεριφορά και τις γνωστικές διαδικασίες τους. [12] Το τεστ ασυνείδητης συσχέτισης (Implicit Association Test, IAT) είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ασυνείδητης προκατάληψης. Το IAT ζητάει από τους συμμετέχοντες να συνδυάσουν γρήγορα δύο κοινωνικές ομάδες με θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά. " [13]

Το τεστ ασυνείδητης συσχέτισης (IAT) ισχυρίζεται ότι προβλέπει τις προκαταλήψεις που έχει ένα άτομο απέναντι σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, και ότι το κάνει αυτό καταγράφοντας τις διαφορές στο χρόνο που χρειάζεται ο ερωτώμενος για να επιλέξει ανάμεσα σε δύο μη συσχετιζόμενα αλλά σχετικά θέματα. Οι ερωτηθέντες καλούνται να κάνουν κλικ σε ένα από τα δύο πλήκτρα του υπολογιστή για να κατηγοριοποιήσουν τα ερεθίσματα σε σχετικές κατηγορίες. Όταν οι κατηγορίες φαίνονται συμβατικές στον ερωτώμενο, ο χρόνος που απαιτείται για την κατηγοριοποίηση των ερεθισμάτων θα είναι μικρότερος από ό,τι όταν οι κατηγορίες φαίνονται αντισυμβατικές. 'Οταν οι ερωτηθέντες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανταποκριθούν σε μια αντισυμβατική κατηγορία ζευγαρώματος, τότε παρατηρείται μια ασυνέιδητη συσχέτιση. Το τεστ ασυνείδητης συσχέτισης χρησιμοποιείται στην ψυχολογία για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, που περιλαμβάνουν το φύλο, τη φυλή, τις επιστήμες, την καριέρα, το βάρος, τη σεξουαλικότητα και την αναπηρία. [14] Ενώ αναγνωρίζεται και έχει μεγάλη επιρροή, το τεστ έμμεσης συσχέτισης υπολείπεται μιας ισχυρής επιστημονικής συναίνεσης. Οι επικριτές του τεστ αναφέρουν μελέτες που συνδέουν που εκφράζουν ανησυχίες σχετικα με την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του τεστ, για το πόσο μπορεί να προβλέψει ατομικές κοινωνικές συμπεριφορές, και για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων μετά από επανάληψη του τεστ, πιο συγκεκριμένα σχετικά με το τεστ που αφορά την ασυνείδητη συσχέτιση με τη φυλή [15] [16].

Μελέτες έχουν επίσης εκφράσει τις αμφιβολίες σχετικά με το αν το τεστ ασυνείδητης συσχέτισης μπορεί να μετρήσει πραγματικά την ασυνείδητη σκέψη. [17]

Προκατάληψη λόγω φύλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι προκαταλήψεις λόγω φύλου είναι οι στερεοτυπικές συμπεριφορές ή πεποιθήσεις που έχουμε έναντι συγκεκριμένων φύλων. "Η έννοια του φύλου αναφέρεται επίσης στη διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνική κατασκευή αυτού που θεωρείται "θηλυκό" και "αρσενικό" και βασίζεται στην αξουσία και τους κοινωνικοπολιτισμικούς κανόνες για τις γυναίκες και τους άνδρες." [18] Οι προκαταλήψεις λόγω φύλλου είναι ο τρόπος με τον οποίο κρίνουμε άνδρες και γυναίκες με βάση τα ηγεμονικά θηλυκά και αρσενικά χαρακτηριστικά που τους έχουν αποδοθεί.

Η κατηγορία του αρσενικού έχει παρατηρηθεί ότι συσχετίζεται με χαρακτηριστικά δύναμης και επιτεύγματος. Τόσο αρσενικά άτομα όσο και θηλυκά συσχετίζουν τα αρσενικά μέλη πιο έντονα από τα θηλυκά με λέξεις όπως τόλμη, δύναμή και εξουσία. [19] Η ισχύς αυτής της συσχέτισης δεν προβλέπεται από ρητές πεποιθήσεις. [1] Οι γυναίκες σχετίζονται περισσότερο με την αδυναμία. Αυτό ισχύει τόσο για τα αρσενικά όσο και για τα θηλυκά άτομα, αλλά τα θηλυκά άτομα παρουσιάζουν αυτήν τη συσχέτιση μόνο όταν οι λέξεις σχετικές με την αδυναμία είναι θετικές, όπως ωραία, λουλούδι, και ευγενική/απαλή. Τα θηλυκά άτομα δεν κάνουν αυτήν τη συσχέτιση όταν οι λέξεις σχετικές με την αδυναμία είναι αρνητικές, όπως αδύναμη, εύθραυστη, και αδρανής.

Συγκεκριμένα επαγγέλματα συνδέονται ασυνέιδητα με τα κοινωνικά φύλα. Για παράδειγμα, το διδακτικό προσωπικό δημοτικού σχολείου έχει ασυνείδητα συσχετιστεί με τις γυναίκες, και η μηχανική με τους άνδρες. [20]

Προκατάληψη λόγω φύλου στις επιστήμες και τη μηχανική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τεστ έμμεσης συσχέτισης (ΙΑΤ) αποκαλύπτει μια ασυνείδητη συσχέτιση των ανδρών με τις επιστήμες και τα μαθηματικά, και των γυναικών με τις τέχνες και τη γλώσσα. [21] Κορίτσια ηλικίας έως εννέα ετών βρέθηκε να παρουσιάζουν ένα στερεότυπο συσχετισμό αρσενικών-μαθηματικών και μια ασυνείδητη προτίμηση για τη γλώσσα έναντι των μαθηματικών. [22] Οι γυναίκες έχουν συσχετιστεί αρνητικά με τα μαθηματικά ισχυρά, και όσο ισχυρότερα ένα θηλυκό άτομο σχετίζεται με τη γυναικεία ταυτότητα φύλου, τόσο πιο ισχυρή ασυνείδητη αρνητική συσχέτιση έχουν με τα μαθηματικά. Η ισχύς αυτών των ασυνείδητων στερεοτύπων σε κορίτσια σχολικής ηλικίας προβλέπει ακαδημαϊκές προτιμήσεις και επιτεύγματα, περισσότερο από ό,τι κάνουν ρητές καταμετρήσεις. Μελέτες έχουν δείξει ότι είναι λιγότερο πιθανό για τις γυναίκες με ισχυρότερο ασυνείδητη συσχέτιση μαθηματικών με το κοινωνικό φύλο να ακολουθήσουν μια καριέρα που σχετίζεται με τα μαθηματικά, ανεξάρτητα από την πραγματική μαθηματική τους ικανότητα ή τα ρητά στερεότυπα μαθηματικών-φύλου. [23] Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με ισχυρότερα ασυνείδητο στερεότυπο φύλου-μαθηματικών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσουν στερεοτυπική απειλή (stereotype threat), να νιώθουν δηλαδή ότι κινδυνεύουν να συμμορφωθούν με το στερεότυπο σχετικά με την κοινωνική τους ομάδα, που τις θέλει να μην ενδιαφέρονται ή να μην τα καταφέρνουν στα μαθηματικά. Έτσι, αυτές οι γυναίκες καταλήγουν να αποδίδουν πολύ χειρότερα σε ένα τεστ μαθηματικών. [24]

Αν και ο αριθμός των γυναικών που φοιτούν και αποφοιτούν με πτυψία στη μηχανική έχει αυξηθεί τα τελευταία 20 χρόνια, ο αριθμός των γυναικών είναι μικρότερος από των ανδρών σε όλους τους τομείς της μηχανικής. [25] Αυτά τα ασυνείδητα στερεότυπα φύλου είναι ισχυρά. Σε μια μελέτη περισσότερων από 500.000 ερωτηθέντων από 34 έθνη, πάνω από το 70% των ατόμων παρουσίασαν αυτό το ασυνείδητο στερεότυπο. [26] Η εθνική δύναμη του σιωπηρού στερεότυπου σχετίζεται με τις εθνικές διαφορές φύλου μεταξύ των μαθητών που έλαβαν μέρος σε μια παγκόσμια τυποποιημένη εξέταση μαθηματικών και επιστημονικών επιτευγμάτων (TIMSS). Το ίδιο αποτέλεσμα παρατηρείται ακόμη και μετά από στατιστικό έλεγχο για την ανισότητα των φύλων γενικά. Κατ'επέκταση, αυτές οι ασυνείδητες προκαταλήψεις και οι επακόλουθες συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες μπορούν "να επηρεάσουν αρνητικά την εκπαίδευση, την πρόσληψη, την προώθηση και τη διατήρηση των γυναικών στους ΕΤΜΜ (Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική και Μαθηματικά) κλάδους". [27]

Τα αποτελέσματα τέτοιων ασυνείδητων προκαταλήψεων μπορούν να παρατηρηθούν σε πολλές μελέτες, όπως:

  • Οι γονείς βαθμολογούν τις μαθηματικές ικανότητες των κορών τους χαμηλότερα από τους γονείς με γιους που έχουν την ίδια καλή απόδοση στο σχολείο [28]
  • Το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι λιγότερο πιθανό να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με ευκαιρίες για έρευνητικά προγράμματα εάν το email φαίνεται να είναι από γυναίκα σε αντίθεση με το ίδιο email από έναν άνδρα [29]
  • ΟΙ σχολές των επιστημών είναι λιγότερο πιθανό να προσλάβουν ή να προσφέρουν μέντορα σε φοιτητές που πιστεύουν ότι είναι γυναίκες σε αντίθεση με άνδρες [30]

Φυλετική προκατάληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φυλετική προκατάληψη "επιτρέπει τη συμπερίληψη τόσο θετικών όσο και αρνητικών αξιολογήσεων που σχετίζονται με τις αντιλήψεις της φυλής". [31] Αρχίζουμε να δημιουργούμε φυλετικές προκαταλήψεις απέναντι σε άλλες ομάδες ατόμων από την ηλικία μόλιςτων 3 ετών, δημιουργώντας μια ομαδοποίηση σε μέλη διαφόρων φυλών, συνήθως ξεκινώντας με το χρώμα του δέρματος.

Σε σχετικά τεστ, όταν δίνεται στους συμμετέχοντες η λέξη ΜΑΥΡΟ, αντιδρούν πιο γρήγορα σε λέξεις που συμφωνούν με μαύρα στερεότυπα, όπως αθλητικά, μουσική, φτώχια και αδιακρισία. Όταν τους δίνεται η λέξη ΛΕΥΚΟ, αντιδρούν πιο γρήγορα σε λευκά στερεότυπα, όπως έξυπνος, φιλοδoξία, ανύψωση και απληστία . [32] Αυτές οι αντιδράσεις συνδέονται μερικές φορές, αλλά όχι πάντα, με ρητά στερεότυπα. [33]

Οι άνθρωποι μπορεί επίσης να έχουν ένα ασυνείδητο στερεότυπο που συσχετίζει τους μαύρους ανθρώπους με τη βία. Οι άνθρωποι που σχετίζονται με λέξεις όπως το γκέτο, η δουλεία και η τζαζ είναι πιο πιθανό να ερμηνεύσουν έναν χαρακτήρα σε ένα σύντομο χρονογράφημα ως εχθρικό. [34] Ωστόσο, αυτό το εύρημα είναι αμφιλεγόμενο, εφόσον η φυλή του ατόμου δεν αναφέρεται. [32] Ένα ασυνείδητο στερεότυπο βίαιων μαύρων μπορεί να τους συνδέσει με τα όπλα. Σε ένα βιντεοπαιχνίδι όπου οι παίκτες έπρεπε να πυροβολούν άντρες με όπλα και όχι να πυροβολούν άντρες με συνηθισμένα αντικείμενα, ήταν πιο πιθανό οιο παίκτες να πυροβολήσουν έναν μαύρο με ένα συνηθισμένο αντικείμενο από έναν λευκό με ένα συνηθισμένο αντικείμενο. Αυτή η τάση σχετίζεται με την ασυνείδητη συμπεριφορά των ατόμων αυτών απέναντι στους μαύρους. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν σε ένα αλλο σχετικό τεστ, όπου άτομα που είδαν ένα μαύρο πρόσωπο αμέσως πριν είτε από ένα όπλο είτε από ένα συνηθισμένο αντικείμενο, ταυτοποίησαν πιο γρήγορα και με ακρίβεια την εικόνα ως όπλο από ό,τι όταν προβάλλονταν πριν από ένα λευκό πρόσωπο.

Εντός ομάδας και εκτός ομάδας προκατάληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ευνοιοποίηση εντός της ομάδας (In-group favoritism), μερικές φορές γνωστή ως εντός ομάδας και εκτός ομάδας προκατάληψη (in-group–out-group bias), εντός ομάδας προκατάληψη (in-group bias), ή προακατάληψη μεταξύ ομάδων (intergroup bias), είναι ένα μοτίβο ευνοίας των μελών εντός της ομάδας, όπου η ομάδα ορίζεται από τα κοινά χαρακτηριστικά των μελών της και από πώς διακρίνεται από άλλες ομάδες. Αυτή η προκατάληψη μπορεί να εκφραστεί στην αξιολόγηση άλλων, στην κατανομή πόρων, καθώς και με πολλούς άλλους τρόπους. [35] [36] Οι ασυνείδητες προτιμήσεις εντός της ομάδας εμφανίζονται πολύ νωρίς στη ζωή, [37] ακόμη και σε παιδιά ηλικίας μόλις έξι ετών. Η ευνοιοποίηση εντός της ομάδας σχετίζεται με συναισθήματα εμπιστοσύνης και θετική στάση πρός τα μέλη εντός της ομάδας και παρουσιάζεται συχνά σε μετρήσεις ασυνείδητης προκατάληψης. Η κατηγοριοποίηση σε εντος ομάδας και εκτός ομάδας (ingroup vs. outgroup) είναι συχνά αυτόματη και προ-συνειδητή. [38]


Σε γενικές γραμμές τείνουμε να έχουμε ασυνείδητες προκαταλήψεις που ευνοούν τη δική μας ομάδα, αν και έρευνα έχει δείξει ότι μπορούμε ακόμη και να διατηρούμε ασυνείδητες προκαταλήψεις κατά της ομάδας μας. [39] [40] Το πιο εμφανές παράδειγμα τέτοιας αρνητικής προκατάληψης καταγράφηκε το 1939 από τους Κενεθ και Μαμι Κλαρκ (Kenneth και Mamie Clark) χρησιμοποιώντας το πλέον διάσημο "Τεστ Κούκλας" (Dolls Test). Σε αυτό το τεστ, τα παιδιά αφροαμερικάνων κλήθηκαν να διαλέξουν την αγαπημένη τους κούκλα μεταξύ πανομοιότυπων ασπρόμαυρων κουκλών. Ένα υψηλό ποσοστό αυτών των παιδιών έδειξε προτίμηση στις λευκές κούκλες. [41] Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας και οι φροϋδικοί θεωρητικοί εξηγούν αυτό οφείλεται στην αρνητική αυτο-εικόνα, η οποία στη συνέχεια επεκτείνεται εντός της ομάδας. [42]

Ενεργοποίηση ασυνείδητων στερεοτύπων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ασυνείδητα στερεότυπα ενεργοποιούνται από περιβαλλοντικούς και περιστασιακούς παράγοντες. Αυτές οι συσχετίσεις αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας ζωής ξεκινώντας από πολύ μικρή ηλικία μέσω της έκθεσης σε άμεσα και έμμεσα μηνύματα. Εκτός από τις πρώτες εμπειρίες της ζωής, τα μέσα ενημέρωσης και οι ειδήσεις αναφέρονται συχνά ως πηγές προέλευσης ασυνείδητων συσχετίσεων. [43] Γνωρίζοντας άτομα που διαφέρουν από εμάς σε πραγματικό, προσωπικό επίπεδο, μπορούμε να δημιουργήσουμε νέους συσχετισμούς σχετικά με τις ομάδες που αντιπροσωπεύουν αυτά τα άτομα και να διαλύσουμε υπάρχουσες ασυνείδητες συσχετίσεις. [44]

Ελαστικότητα των ασυνείδητων στερεοτύπων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ασυνείδητα στερεότυπα μπορούν, τουλάχιστον προσωρινά, να μειωθούν ή να αυξηθούν. [45] Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι η ασυνείδητη προκατάληψη μπορεί να μειωθεί μακροπρόθεσμα, αλλά απαιτεί εκπαίδευση, συνέπεια και συνεχή προσπάθεια. Ορισμένες τεχνικές εκπαίδευσης στην ασυνείδητη προκατάληψη που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της είναι: η αντικατάσταση στερεοτύπων, η αντι-στερεοτυπική απεικόνιση, η εξατομίκευση, η αλλαγή προοπτικών, και η αύξηση επαφής με άτομα εκτός ομάδας. [46]

Η αντικατάσταση στερεοτύπων είναι όταν αντικαθιστάτε μια στερεοτυπική άποψη με μια μη στερεοτυπική. Η αντί-στερεοτυπική απεικόνιση είναι όταν απεικονίζουμε άλλους με θετικότητα και αντικαθιστούμε τα στερεότυπα με θετικά παραδείγματα. Η αεξατομίκευση είναι όταν εστιάζουμε σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου μέλους μιας ομάδας ώστε να αποφεύουμε την γενίκευση. Η αλλαγή προοπτικών είναι όταν βλέπουμε την ζωή από την προοπτική ενός μέλους μιας περιθωριοποιημένης ομάδας. Η αύξηση επαφής είναι όταν αναζητάμε ενεργά ευκαιρίες για να αλληλεπιδράσουμε με μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων. [47]

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν στο Μάντισον του Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια εξέτασαν 426 μελέτες για 20 χρόνια, με τη συμμετοχή 72.063 συμμετεχόντων που χρησιμοποίησαν το τεστ ασυνείδητης συσχέτισης (IAT) και άλλα παρόμοια τεστ. Κατέληξαν σε δύο πράγματα:

  1. Η συσχέτιση μεταξύ ασυνείδητης προκατάληψης και συμπεριφοράς διάκρισης φαίνεται ασθενέστερη από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως.
  2. Υπάρχουν μικρές ενδείξεις ότι οι αλλαγές στη ασυνείδητη προκατάληψη συσχετίζονται με τις αλλαγές στη συμπεριφορά ενός ατόμου. [48]

Σε μια μετα-ανάλυση το 2013, οι Χαρτ Μπλαντον κα. (Hart Blanton, et al.) δήλωσαν ότι, παρά τη συχνή λανθασμένη ερμηνεία του ως το πληρεξούσιο του ασυνείδητου, "το IAT τεστ παρέχει λίγη επίγνωση για το ποιος θα κάνει διακρίσεις έναντι σε ποιον, και δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες από τις μετρήσεις ρητής προκατάληψης." [49]

Bιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 Greenwald, A. G.; Banaji, M. R. (1995). «Implicit social cognition: Attitudes, self-esteem, and stereotypes». Psychological Review 102 (1): 4–27. doi:10.1037/0033-295x.102.1.4. PMID 7878162. 
  2. Byrd, N. (2019). What we can (and can’t) infer about implicit bias from debiasing experiments. Synthese, 1–29. https://doi.org/10.1007/s11229-019-02128-6
  3. Hahn, A., Judd, C. M., Hirsh, H. K., & Blair, I. V. (2014). Awareness of implicit attitudes. Journal of Experimental Psychology: General, 143(3), 1369–1392. https://doi.org/10.1037/a0035028
  4. Gawronski, B. (2019). Six Lessons for a Cogent Science of Implicit Bias and Its Criticism. Perspectives on Psychological Science, 14(4), 574–595. https://doi.org/10.1177/1745691619826015
  5. Jost, J. T., Rudman, L. A., Blair, I. V., Carney, D. R., Dasgupta, N., Glaser, J., & Hardin, C. D. (2009). The existence of implicit bias is beyond reasonable doubt: A refutation of ideological and methodological objections and executive summary of ten studies that no manager should ignore. Research in Organizational Behavior, 29, 39–69. https://doi.org/10.1016/j.riob.2009.10.001
  6. Gaertner, Brown, Sam, Rupert (15 Απριλίου 2008). Blackwell Handbook of Social Psychology: Intergroup Processes. ISBN 9780470692707. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2013. 
  7. Del Pinal, G. D., & Spaulding, S. (2018). Conceptual centrality and implicit bias. Mind & Language, 33(1), 95–111. https://doi.org/10.1111/mila.12166
  8. McReynolds, Tony (6 Ιουνίου 2019). «New study identifies most damaging dog bites by breed». aaha.org. American Animal Hospital Association. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020. Pit bulls were responsible for the highest percentage of reported bites across all the studies (22.5%), followed by mixed breeds (21.2%), and German shepherds (17.8%). 
  9. «Implicit Bias: From Social Structure to Representational Format.: Discovery Service for Loyola Marymount Univ». eds.b.ebscohost.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  10. Crano, W.D., & Prislin, R. (2008). Attitudes and attitude change. New York: CRC Press.
  11. Gaertner, Samuel L.; Dovidio, John F. (1999). «Reducing Prejudice: Combating Intergroup Biases». Current Directions in Psychological Science 8 (4): 101–105. doi:10.1111/1467-8721.00024. 
  12. Hahn, A., & Gawronski, B. (2019). Facing one’s implicit biases: From awareness to acknowledgment. Journal of Personality and Social Psychology, 116(5), 769–794. https://doi.org/10.1037/pspi0000155
  13. Maina, Ivy W., et al. “A Decade of Studying Implicit Racial/Ethnic Bias in Healthcare Providers Using the Implicit Association Test.” Social Science & Medicine, vol. 199, 2018, pp. 219–229., doi:10.1016/j.socscimed.2017.05.009.
  14. Harris, Matthew, et al. "Measuring the Bias against Low-Income Country Research: An Implicit Association Test." Globalization & Health, vol. 13, 06 Nov. 2017, pp. 1-9. EBSCOhost, doi:10.1186/s12992-017-0304-y.
  15. Blanton, Hart; Jaccard, James; Klick, Jonathan; Mellers, Barbara; Mitchell, Gregory; Tetlock, Philip (2009-01-01). «Strong Claims and Weak Evidence: Reassessing the Predictive Validity of the IAT». Faculty Scholarship at Penn Law. https://scholarship.law.upenn.edu/faculty_scholarship/1532. 
  16. Blanton, Hart; Jaccard, James (2008-08). «Unconscious Racism: A Concept in Pursuit of a Measure» (στα αγγλικά). Annual Review of Sociology 34 (1): 277–297. doi:10.1146/annurev.soc.33.040406.131632. ISSN 0360-0572. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-03-01. https://web.archive.org/web/20210301141951/https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev.soc.33.040406.131632. Ανακτήθηκε στις 2020-12-09. 
  17. Hahn, Adam; Judd, Charles M.; Hirsh, Holen K.; Blair, Irene V. (June 2014). «Awareness of implicit attitudes». Journal of Experimental Psychology. General 143 (3): 1369–1392. doi:10.1037/a0035028. ISSN 1939-2222. PMID 24294868. PMC 4038711. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24294868/. 
  18. Hamberg, Katrina (May 2008). «Gender bias in medicine». Women's Health 4 (3): 237–243. doi:10.2217/17455057.4.3.237. PMID 19072473. 
  19. Rudman, L. A.; Greenwald, A. G.; McGhee, D. E. (2001). «Implicit self-concept and evaluative implicit gender stereotypes: Self and ingroup share desirable traits». Personality and Social Psychology Bulletin 27 (9): 1164–1178. doi:10.1177/0146167201279009. https://archive.org/details/sim_personality-and-social-psychology-bulletin_2001-09_27_9/page/1164. 
  20. White, M. J.; White, G. B. (2006). «Implicit and explicit occupational gender stereotypes». Sex Roles 55 (3–4): 259–266. doi:10.1007/s11199-006-9078-z. 
  21. Nosek, B. A.; Banaji, M. R.; Greenwald, A. G. (2002). «Math = male, me = female, therefore math ≠ me». Journal of Personality and Social Psychology 83 (1): 44–59. doi:10.1037/0022-3514.83.1.44. PMID 12088131. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-and-social-psychology_2002-07_83_1/page/44. 
  22. Steffens, M. C.; Jelenec, P.; Noack, P. (2010). «On the leaky math pipeline: Comparing implicit math-gender stereotypes and math withdrawal in female and male children and adolescents». Journal of Educational Psychology 102 (4): 947–963. doi:10.1037/a0019920. https://archive.org/details/sim_journal-of-educational-psychology_2010-11_102_4/page/947. 
  23. Kiefer, A. K.; Sekaquaptewa, D. (2007). «Implicit Stereotypes, Gender Identification, and Math-Related Outcomes: A Prospective Study of Female College Students». Psychological Science 18 (1): 13–18. doi:10.1111/j.1467-9280.2007.01841.x. PMID 17362371. https://archive.org/details/sim_psychological-science_2007-01_18_1/page/13. 
  24. Kiefer, A. K.; Sekaquaptewa, D. (2007). «Implicit stereotypes and women's math performance: How implicit gender-math stereotypes influence women's susceptibility to stereotype threat». Journal of Experimental Social Psychology 43 (5): 825–832. doi:10.1016/j.jesp.2006.08.004. 
  25. «Women, Minorities, and Persons with Disabilities in Science and Engineering». National Science Foundation. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2017. 
  26. Nosek, B. A.; Smyth, F. L.; Sriram, N. N.; Lindner, N. M.; Devos, T.; Ayala, A.; Greenwald, A. G. (2009). «National differences in gender–science stereotypes predict national sex differences in science and math achievement». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 106 (26): 10593–10597. doi:10.1073/pnas.0809921106. PMID 19549876. Bibcode2009PNAS..10610593N. 
  27. Jackson, Sarah M.; Hillard, Amy; Schneider, Tamara R. (May 11, 2011). «Using implicit bias training to improve attitudes toward women in STEM». Social Psychology of Education 17 (1): 419–438. doi:10.1007/s11218-014-9259-5. https://www.researchgate.net/publication/269354231. Ανακτήθηκε στις March 31, 2017. 
  28. Yee, D.K.; Eccles, J.S. (1988). «Parent perceptions and attributions for children's math achievement». Sex Roles 19 (5–6): 317–333. doi:10.1007/bf00289840. 
  29. Milkman, KL; Akinola, M; Chugh, D (2015). «What happens before? A field experiment exploring how pay and representation differentially shape bias on the pathway into organizations». Journal of Applied Psychology 100 (6): 1678–712. doi:10.1037/apl0000022. PMID 25867167. https://repository.upenn.edu/fnce_papers/61. 
  30. Moss-Racusin, C.A.; Dovidio, J.F. (2012). «Science faculty's subtle gender biases favor male students». Proceedings of the National Academy of Sciences 109 (41): 16474–17479. doi:10.1073/pnas.1211286109. PMID 22988126. Bibcode2012PNAS..10916474M. 
  31. Noles, Erica (2014). «What's age got to do with it? examining how the age of stimulus faces affects children's implicit racial bias». ProQuest Dissertations Publishing. ProQuest 1566943023. 
  32. 32,0 32,1 Wittenbrink, B.; Judd, C. M.; Park, B. (1997). «Evidence for racial prejudice at the implicit level and its relationship with questionnaire measures». Journal of Personality and Social Psychology 72 (2): 262–274. doi:10.1037/0022-3514.72.2.262. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-and-social-psychology_1997-02_72_2/page/262. 
  33. Gaertner, S. L.; McLaughlin, J. P. (1983). «Racial stereotypes: Associations and ascriptions of positive and negative characteristics». Social Psychology Quarterly 46 (1): 23–30. doi:10.2307/3033657. https://archive.org/details/sim_social-psychology-quarterly_1983-03_46_1/page/23. 
  34. Devine, P. G. (1989). «Stereotypes and prejudice: Their automatic and controlled components». Journal of Personality and Social Psychology 56: 5–18. doi:10.1037/0022-3514.56.1.5. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-and-social-psychology_1989-01_56_1/page/5. 
  35. Aronson, E., Wilson, T. D., & Akert, R. (2010). Social psychology. 7th ed. Upper Saddle River: Prentice Hall.
  36. Taylor, Donald M.; Doria, Janet R. (April 1981). «Self-serving and group-serving bias in attribution». Journal of Social Psychology 113 (2): 201–211. doi:10.1080/00224545.1981.9924371. ISSN 0022-4545. 
  37. Dunham, Y.; Baron, A. S.; Banaji, M. R. (2008). «The Development of Implicit Intergroup Cognition». Trends in Cognitive Sciences 12 (7): 248–253. doi:10.1016/j.tics.2008.04.006. PMID 18555736. 
  38. Reskin, B (2000). «The Proximate Causes of Employment Discrimination». Contemporary Sociology 29 (2): 319–328. doi:10.2307/2654387. https://archive.org/details/sim_contemporary-sociology_2000-03_29_2/page/319. 
  39. Greenwald, A. G.; Krieger, L. H. (2006). «Implicit Bias: Scientific Foundations». California Law Review 94 (4): 945–967. doi:10.2307/20439056. 
  40. Reskin, B. (2005). Unconsciousness Raising. Regional Review, 14(3), 32–37.
  41. Clark, Kenneth B.; Clark, Mamie P. (1950). «Emotional Factors in Racial Identification and Preference in Negro Children». The Journal of Negro Education 19 (3): 341–350. doi:10.2307/2966491. https://archive.org/details/sim_journal-of-negro-education_summer-1950_19_3/page/341. 
  42. Ma-Kellams, Christine; Spencer-Rodgers, Julie; Peng, Kaiping (2011). «I Am Against Us? Unpacking Cultural Differences in Ingroup Favoritism via Dialecticism». Personality and Social Psychology Bulletin 37 (1): 15–27. doi:10.1177/0146167210388193. PMID 21084525. https://semanticscholar.org/paper/de368aee792644844160fc314d062579aa06895d. 
  43. «Understanding Implicit Bias». kirwaninstitute.osu.edu (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. 
  44. «Understanding Implicit Bias» (στα αγγλικά). American Federation of Teachers. 2015-12-16. https://www.aft.org/ae/winter2015-2016/staats. Ανακτήθηκε στις 2018-04-06. 
  45. Calanchini, J., Lai, C. K., & Klauer, K. C. (2020). Reducing implicit racial preferences: III. A process-level examination of changes in implicit preferences. Journal of Personality and Social Psychology. https://doi.org/10.1037/pspi0000339
  46. Devine, P. G., Forscher, P. S., Austin, A. J., & Cox, W. T. L. (2012). Long-term reduction in implicit race bias: A prejudice habit-breaking intervention. Journal of Experimental Social Psychology, 48(6), 1267–1278. https://doi.org/10.1016/j.jesp.2012.06.003
  47. «Long-term reduction in implicit race bias: A prejudice habit-breaking inter...: Discovery Service for Loyola Marymount Univ». eds.a.ebscohost.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  48. Forscher, Patrick; Lai, Calvin; R. Axt, Jordan; R. Ebersole, Charles; Herman, Michelle; Devine, Patricia; Nosek, Brian (5 May 2016) (στα English). A Meta-Analysis of Change in Implicit Bias. Department of Psychology, University of Wisconsin. https://www.researchgate.net/publication/308926636. Ανακτήθηκε στις 2 September 2018. 
  49. Oswald, Frederick; Mitchell, Gregory; Blanton, Hart; Jaccard, James; Tetlock, Philip (17 June 2013). «Predicting Ethnic and Racial Discrimination: A Meta-Analysis of IAT Criterion Studies». Journal of Personality and Social Psychology 105 (2): 171–192. doi:10.1037/a0032734. PMID 23773046. https://www.researchgate.net/publication/239732934. Ανακτήθηκε στις 2 September 2018. 

Eξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]