Αποθέματα και εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιγνιτωρυχείο και θερμοηλεκτρικός σταθμός, Μεγαλόπολη

Λιγνιτωρυχείο ονομάζεται το πεδίο από όπου εξορύσσεται ο λιγνίτης. Στην Ελλάδα υπάρχουν εκτεταμένα λιγνιτωρυχεία με πολυστρωματικά λιγνιτικά κοιτάσματα στην λεκάνη της Εορδαίας (Πτολεμαΐδα), στο Αμύνταιο, στη Φλώρινα και στη Μεγαλόπολη, ενώ αναξιοποίητα είναι ακόμη τα λιγνιτικά κοιτάσματα στην Ελασσόνα και στη Δράμα.

Οι σπουδαιότερες λιγνιτοφόρες λεκάνες στην Ελλάδα είναι εκείνες της Πτολεμαϊδας (Πτολεμαϊδα, Κομνηνά, Αγ.Χριστόφορος, Περδίκα), Πλειοκαινικής ηλικίας, της Μεγαλόπολης και Δράμας (Πλειστοκαινικής ηλικίας) και της Φλώρινας (Μειοκαινικής ηλικίας). Ο λιγνίτης διακρίνεται σε τυρφώδη λιγνίτη (το 25% των αποθεμάτων της χώρας), σε λιγνίτη (το 64%) και σε υποβιτουμενιούχο λιγνίτη (το 11%).

Η μέθοδος εκμετάλλευσης που εφαρμόζεται στα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα του ελληνικού χώρου είναι η συνεχής μέθοδος επιφανειακής εκμετάλλευσης με συστήματα πολλών βαθμίδων. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τη χρήση ηλεκτροκίνητων μηχανημάτων μεγάλης δυναμικότητας και συνεχούς λειτουργίας: καδοφόροι εκσκαφείς (Bucket Wheel Excavators), ταινιόδρομοι (για την μεταφορά) και αποθέτες (για την απόθεση) τόσο του λιγνίτη όσο και των αγόνων (υπερκειμένων και λιγνιτικών ενδιάμεσων αγόνων ενστρώσεων).

Η μέθοδος εφαρμόζεται με επιτυχία για περισσότερα από 50 έτη στη λειτουργία των περισσότερων ορυχείων της Ελλάδας και από την εφαρμογή της έχει αποκτηθεί σημαντική εμπειρία. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται, επίσης, συστηματικά και σε ευρεία κλίμακα, στις εκμεταλλεύσεις λιγνιτών της Γερμανίας, αλλά και άλλων χωρών της Ευρώπης.[1]

Για την εξόρυξη τυχόν σκληρών υπερκείμενων σχηματισμών που απαντώνται σε ορισμένες περιοχές και καθιστούν την εκμετάλλευση του λιγνίτη με τη μέθοδο της συνεχούς λειτουργίας δυσχερή ή/και αδύνατη, εφαρμόζονται μέθοδοι ασυνεχούς λειτουργίας, κατά την οποία χρησιμοποιείται συμβατικός εξοπλισμός (φορτωτές, μηχανικά ή υδραυλικά πτύα (shovels), ανατρεπόμενα οχήματα μεταφοράς (dumpers) κλπ., με την χρήση ή μη εκρηκτικών υλών.

Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για τον εντοπισμό και αξιοποίηση των λιγνιτών της ευρύτερης περιοχής Πτολεμαϊδας άρχισαν το 1938. Το 1955 συστάθηκε η εταιρία ΛΙΠΤΟΛ με αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη χρησιμοποίησή του για την παραγωγή μπρικετών, αζωτούχων λιπασμάτων και ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1959 το 90% των μετοχών της ΛΙΠΤΟΛ περιήλθαν στη ΔΕΗ ενώ το 1975 η ΛΙΠΤΟΛ συγχωνεύθηκε στη ΔΕΗ. Η παραγωγή λιγνίτη που ήταν το 1959 1,3 εκ. τόνους , αυξήθηκε το 1975 σε 11,7 εκ. τόνους, το 1985 σε 27,3 εκ. τόνους και το 2006 σε 49 εκ. τόνους (συμπεριλαμβανομένου και του λιγνιτωρυχείου στη Φλώρινα)[1].

Το λιγνιτικό κοίτασμα Μεγαλόπολης μελετήθηκε για πρώτη φορά το 1957 ενω το 1969 άρχισε η εκμετάλλευση του λιγνίτη από τη ΔΕΗ. Το γεγονός αυτό σηματοδοτούσε νέα δεδομένα στο παγκόσμιο επίπεδο, επειδή για πρώτη φορά τόσο φτωχός λιγνίτης εξορυσσόταν με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το λιγνιτωρυχείο Μεγαλόπολης ξεκίνησε με μία ετήσια παραγωγή 1 εκ. τόνους και έφθασε το 2006 τους 13,5 εκ. τόνους.

Τη διετία 2011-2012, η παραγωγή λιγνίτη από τα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ ΑΕ υπερέβη τους 61,7 εκατ. tn (για το 2012) και 56,80 εκατ. tn (για το 2011) διατηρώντας την δεσπόζουσα θέση που κατέχει η συγκεκριμένη εταιρεία μεταξύ των λιγνιτοπαραγωγών σε διεθνές επίπεδο (3η θέση στην ΕΕ και μεταξύ των10 μεγαλύτερων παραγωγών λιγνίτη παγκοσμίως).  Αναλυτικότερα οι 52,1  εκατ. tn προέρχονταν από το   Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ) (έναντι  47,43 εκατ. tn το 2011) και οι 9,6  εκατ. tn από το Λιγνιτικό Κέντρο Μεγαλόπολης (ΛΚΜ) (έναντι  9.37 εκατ. tn το 2011).  Επίσης, από τα λιγνιτωρυχεία εκτός της ΔΕΗ ΑΕ, κυρίως το ορυχείο της Αχλάδας (Ρόζας) και των Σερβίων Κοζάνης (Λάρκο), παρήχθησαν συνολικά πάνω από 1,3 εκατ. tn για το 2012 (έναντι 1,6 εκατ. tn για το 2011) που επίσης διατέθηκαν στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα που αφορά το διασυνδεδεμένο σύστημα της Χώρας υπερέβη  για το 2011 το 55% ενώ  η αντίστοιχη συμμετοχή στο σύνολο της Χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των μη διασυνδεδεμένων νησιών) ήταν 49.5%.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]