Ανγκότσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανγκότσε
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ανγκότσε
16°13′51″S 39°54′38″E
ΧώραΜοζαμβίκη
Διοικητική υπαγωγήAngoche District
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ανγκότσε (Angoche), γνωστή παλαιότερα και με την εξελληνισμένη ονομασία Αγγόσα[1] είναι παράκτια πόλη, δήμος και ομώνυμο διαμέρισμα της βορειοανατολικής Μοζαμβίκης, στην Επαρχία Ναμπούλα. Επιπλέον, την ίδια ονομασία έχει και συστάδα παράκτιων νήσων (χαρακτηριζόμενη ως αρχιπέλαγος) 5 χιλιόμετρα νοτίως της πόλεως, με ένα κύριο ομώνυμο μικρό νησί και μερικές νησίδες, τα οποία καλύπτουμε επίσης σε αυτό το λήμμα (ιδίως στην ιστορία). Κατά την τελευταία περίοδο της αποικιοκρατίας (1958-1976) η πόλη έφερε την ονομασία Αντόνιου Ένες.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Άραβες εξερευνητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την άφιξη του Βάσκο ντα Γκάμα το 1498, και σύμφωνα με την προφορική τοπική ιστορική παράδοση, η περιοχή, και ιδίως το Αρχιπέλαγος του Ανγκότσε, κατοικείτο από φυλή των Σουαχίλι, τους Αν(χ)απάχος (Anhapakhos). Υποτίθεται ότι ενσωματώθηκαν ως μέλη στην αραβική οικογένεια των Σιράζ, που είχαν φθάσει εκεί και στη Νήσο Κουιλόα (Quiloa) της σημερινού Τανζανίας προερχόμενοι από το ομώνυμο λιμάνι Σιράζ (όχι την ομώνυμη πόλη του Ιράν), στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Χασάν, εκ των ιδρυτών του βασιλεύοντος οίκου του Σουλτανάτου του Ανγκότσε, πέθανε στη θάλασσα και τάφηκε στο νησί των Ανγκότσε που αργότερα πήρε το όνομά του, «Κισίγουα Σουλτάνι Χασάνι» (οι Πορτογάλοι το ονόμασαν αργότερα Νήσο του Μαφαμέντε). Σύμφωνα με τον Ντουάρτε Μπαρμπόζα, που έγραψε το 1508, τα ήθη, έθιμα και γλώσσα των κατοίκων των Νήσων Ανγκότσε ήταν παρόμοια με εκείνα των ιθαγενών της Νήσου της Μοζαμβίκης.

Την εποχή της αφίξεως των πρώτων Μουσουλμάνων εξερευνητών, τους οποίους οι Πορτογάλοι αποκαλούσαν γενικώς «Μαυριτανούς», φαίνεται ότι τα νησιά κατοικούσε η φυλή Μαρούντο, που αποτελείτο από απογόνους μιας άλλης φυλής, των Αμακούα. Κατά την προφορική ιστορία, αυτοί προϋπήρχαν ακόμα και της πρώτης εισβολής των Μπάντου. Δύο σημαντικοί Άραβες, που κατά την παράδοση ονομάζονταν Μουσά και Χασάν, συνοδευόμενοι από συγγενείς τους και Αφρικανούς δούλους, έφυγαν από τη Ζανζιβάρη εξαιτίας θρησκευτικών διαφορών και εγκαταστάθηκαν στη Νήσο της Μοζαμβίκης. Μια μέρα, ο Χασάν, θέλοντας να φθάσει στην ηπειρωτική ακτή της περιοχής (κόλπου) των Ανγκότσε, αιφνιδιάσθηκε από μια ισχυρή θύελλα και πνίγηκε όταν έπεσε στη θάλασσα, όπως προαναφέρθηκε, οπότε τον έθαψαν στην πλησιέστερη ακτή, που ήταν αυτή της Νήσου του Μαφαμέντε. Πληροφορούμενος ο Μουσά περί του θανάτου του Χασάν, πήγε να επισκεφθεί τον τάφο του. Το μέρος τού άρεσε, οπότε άφησε εκεί τον γιο του, ονόματι Χόσα, ο οποίος επέλεξε το Μουτσελέλε, μια τοποθεσία κοντά στον τάφο του Χασάν, την έκανε κατοικία του και άρχισε να κυβερνά το αρχιπέλαγος με τον τίτλο του σουλτάνου, ιδρύοντας έτσι το Σουλτανάτο του Ανγκότσε. Μερικά από τα παιδιά του Χόσα ήταν κατά την παράδοση οι πρόγονοι της φυλής των Καταμόιο, η οποία ίδρυσε με τη σειρά της το χωριό Ανγκότσε στην ηπειρωτική ακτή, που εξελίχθηκε στη σημερινή πόλη Ανγκότσε.

Η πορτογαλική αποικιοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεχρι και μετά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Πορτογάλοι δεν μπόρεσαν να εγκατασταθούν ούτε να ελέγξουν τα νησιά Ανγκότσε ή την απέναντι ηπειρωτική ακτή. Αντιθέτως μάλιστα, ο σουλτάνος του Ανγκότσε, Μουσά Μοχάμαντ Σαχίμπ Κουάντο (θάν. 1879), απεφάσισε να επιτεθεί στον μεθοριακό σταθμό Μακάντζα ντα Κόστα, που διοικούσαν οι Πορτογάλοι αδελφοί ντα Σίλβα, εξαιτίας διαμάχης σχετικώς με τον έλεγχο των οδών μεταφοράς των δούλων από το εσωτερικό της Αφρικής στην ακτή. Ο σουλτάνος Μουσά ανακατέλαβε λοιπόν την περιοχή από τους Πορτογάλους, υποστηριζόμενος από δουλεμπόρους.

Οι Πορτογάλοι πήγαν να υπερασπισθούν τους ντα Σίλβα και ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα, περί τους 20 άνδρες μαζί με τον Ζουάου Μπονιφάτσιου ντα Σίλβα εκ των αδελφών ντα Σίλβα, κατέλαβε το νησί το 1861. Ωστόσο, αφού εκδικήθηκαν τους Αν(χ)απάχος, δεν ενδιαφέρθηκαν να εγκατασταθούν στα νησιά και επέστρεψαν στα εδάφη τους. Ως συνέπεια, ο Μουσά Κουάντο ανακατέλαβε το νησί και οι λίγοι Πορτογάλοι που είχαν μείνει εκδιώχθηκαν.

Μόνο τριάντα και πλέον χρόνια αργότερα, με αποφασιστική αρχή το 1895, τα νησιά και το Σουλτανάτο του Ανγκότσε δέχθηκαν επανειλημμένες επιθέσεις από τους Πορτογάλους. Τότε ο ανεψιός του Μουσά Κουάντο, Ομάρ μπιν Νακόγκο Φαραλλαχί (αποκαλούμενος «Φαρελάι» από τους Πορτογάλους), μαζί με τον Σουλτάνο Ιμπραήμ και συμμάχους τους ιθαγενείς Μακούα της ηπειρωτικής χώρας, προέβαλαν γενναία αντίσταση, που κράτησε μέχρι το 1910, όταν ο Μασάνου ντε Αμουρίμ και άλλοι Πορτογάλοι αξιωματικοί κατόρθωσαν να καταλάβουν στρατιωτικώς το αρχιπέλαγος και την περιοχή γενικότερα.

Η εξέλιξη της διοικητικής καταστάσεως της πόλεως πέρασε από τα εξής στάδια κατά τον 20ό αιώνα: έγινε έδρα απογραφικού διαμερίσματος στις 30 Ιουλίου 1921, έδρα κομητείας στις 31 Οκτωβρίου 1934 και αναγνωρίσθηκε ως πόλη στις 26 Σεπτεμβρίου 1970.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η ηπειρωτική περιοχή της Ανγκότσε έγινε κέντρο παραγωγής κάσιους και ρυζιού, που προσέθεσαν στα παραδοσιακά έσοδα από την αλιεία. Η αστική εξέλιξη της πόλεως στην ακτή βασίσθηκε σε τρεις πολεοδομικές μελέτες και σχέδια, αυτές του 1924, του 1932 και του 1965. Η τελευταία έγινε από τον αρχιτέκτονα Μπερναρντίνου Ραμαλέτε και αναθεωρήθηκε από την εταιρεία «Hidrotécnica Portuguesa» το 1972. Το 1968 και το 1972 η αποικιακή κυβέρνηση, ανησυχώντας για την εξάπλωση του κινήματος απελευθερώσεως στη βόρεια Μοζαμβίκη, έλαβε αρκετά μέτρα που αποσκοπούσαν στον προσεταιρισμό των Μουσουλμάνων. Επίσης από το 1971 οι πολιτικές αποκεντρώσεως που ακολούθησε η πορτογαλική κυβέρνηση επέτρεψαν τη διοχέτευση νέων πόρων προς τις αποικίες. Αυτά όλα βελτίωσαν την ποιότητα ζωής του μαύρου πληθυσμού, εξαπλώνοντας το αποχετευτικό δίκτυο και κατασκευάζοντας γειτονιές με ξύλινα σπίτια για τους Αφρικανούς, όπως τη συνοικία Bairro de Inguri στην πόλη του Ανγκότσε. Την ίδια εποχή η αποικιακή διοίκηση ανεστήλωσε μερικά σημαντικά ιστορικά μουσουλμανικά τεμένη και ανήγειρε νέα, όπως το Τζαμί του Καταμόιο, σε ένα από τα Νησιά Ανγκότσε, το οποίο εγκαινίασε ο Πορτογάλος στρατηγός Καούλζα ντε Αριάγκα το 1971. Η πόλη στην ηπειρωτική ακτή μετονομάσθηκε σε Vila de António Enes = «Πόλη του Αντόνιου Ένες» ήδη από το 1958. Ο Ένες ήταν ο άνθρωπος που χάραξε τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα και εποίκισε τον καταυλισμό που έγινε η σημερινή πόλη στην ηπειρωτική ακτή. Για αυτό τον λόγο ένα μνημείο του υπάρχει μέχρι σήμερα: μια απλή προτομή πάνω σε βάθρο, μπροστά από το Δημαρχείο (το οποίο ανεγέρθηκε προ του 1954), που αναγράφει ότι στήθηκε ως «φόρος τιμής στον πληθυσμό της χώρας».

Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα η πόλη αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της περιοχής. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης από την Πορτογαλία, τον Φεβρουάριο του 1976, η πόλη του Αντόνιου Ένες πήρε και πάλι το όνομα Ανγκότσε. Το 1997 η πόλη προάχθηκε σε Αυτόνομο Δήμο, με τον Νόμο 10/97 της 31ης Μαΐου.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Διαμέρισμα Ανγκότσε έχει έκταση 3.311 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό (στην απογραφή του 2017) 341.175 κατοίκους, δηλαδή εμφανίζει πυκνότητα πληθυσμού περίπου 102 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η πόλη Ανγκότσε είναι η πρωτεύουσα του διαμερίσματος και είχε 89.998 κατοίκους στην απογραφή του 2007, κατατασσόμενη ως η δέκατη πέμπτη μεγαλύτερη πόλη όλης της Μοζαμβίκης σε πληθυσμό. Η πόλη είναι παραλιακή και έχει γεωγραφικές συντεταγμένες 16°13΄ Βόρειο πλάτος και 39°54΄ Ανατολικό μήκος περίπου.

Σύνορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα όρια του Διαμερίσματος Ανγκότσε είναι τα εξής:

Γεωμορφολογία και κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραλιακή πεδιάδα στη περιοχή διαρρέεται από μερικά ποτάμια που κατεβαίνουν από την ενδοχώρα, όπου υπάρχει πλουσιότερο ανάγλυφο με κάποιες αποτομες πλαγιές, από τη μεταβατική ζώνη στην παραλιακή περιοχή. Η τελευταία χαρακτηρίζεται από αμμώδη εδάφη, με κυρίαρχο χρωματισμό από κιτρινωπό μέχρι φαιόγκριζο και με παραλιακούς αμμόλοφους.

Το νοτιοανατολικό μέρος της Επαρχίας Ναμπούλα, που περιλαμβάνει τα παράλια Διαμερίσματα Ανγκότσε, Λάρντε, Μόμα και Πεμπάνε, έχει μέση ετήσια βροχόπτωση μεταξύ 800 και 1.000 mm, με βροχερότερο μήνα τον Ιανουάριο, αλλά και πολύ υψηλή μέση εξάτμιση. Η θερμοκρασία βρίσκεται γενικώς σε επίπεδα άνω των 20 °C σε όλη τη διάρκεια του έτους.


Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 1, σελ. 256
  2. Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 1, σελ. 256