Αμβρόσιος Φωκίδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος, κατά κόσμο Σακελλάρης Τσάπος[1] (1863 ή 1864 – 27 Ιανουαρίου 1928), ήταν Μητροπολίτης Φωκίδος.

Γεννήθηκε στην Κάλυμνο και σπούδασε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφοιτώντας από τη δεύτερη το 1892. Είχε ήδη χειροτονηθεί διάκονος από τον συντοπίτη του Επίσκοπο Πλαταμώνος Αμβρόσιο και υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Αγίας Πετρουπόλεως το 1889-1890, και μετά ως ιεροκήρυκας στον Νομό Τρικάλων. Το 1893 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Θαυμακού Μισαήλ και ως ιερέας διετέλεσε προσωρινός ηγούμενος στην Ιερά Μονή Αγάθωνος. Το 1899 διορίσθηκε ιεροκήρυκας και εφημέριος του Βασιλικού Ναυστάθμου. Στις 8 Ιουλίου 1901 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Φωκίδος στον Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα. Η επισκοπική του θητεία σημαδεύθηκε όμως δυσάρεστα και διακόπηκε δύο φορές από τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού: Στις 3 Οκτωβρίου 1917 καθαιρέθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου («εξέπεσε») επειδή με αρκετούς άλλους ιεράρχες είχαν αναθεματίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Επανήλθε στη θέση του μετά την παλινόρθωση του Βασιλέως Κωνσταντίνου, με βασιλικό διάταγμα, στις 16 Νοεμβρίου 1920. Το 1922 απέκτησε τον τίτλο του «Μητροπολίτη», όπως και οι υπόλοιποι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 3 Δεκεμβρίου 1922 επανήλθε σε ισχύ η απόφαση της εκπτώσεώς του από τον μητροπολιτικό θρόνο, αλλά αποκαταστάθηκε οριστικά με απόφαση Μείζονος Συνόδου στις 2 Ιανουαρίου 1923. Πέντε έτη αργότερα απεβίωσε αιφνιδίως από περιτονίτιδα[2] στην Αθήνα, σε ηλικία 63 ή 64 ετών. Στον μητροπολιτικό θρόνο της Φωκίδος τον διαδέχθηκε τον Νοέμβριο του 1930, μετά από ένα διάστημα τοποτηρητού, ο Ιωακείμ Αλεξόπουλος.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «Αμβρόσιος Τσάπος» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 712